Δευτέρα 21 Απριλίου 2014

Κι όμως, η Ρωσία του Πούτιν είναι ευάλωτη στην ενέργεια, υποστηρίζει το περιοδικό Newsweek

Κι όμως, η Ρωσία του Πούτιν είναι ευάλωτη στην ενέργεια, υποστηρίζει το περιοδικό Newsweek


ΑΠΟΔΟΣΗ ΚΕΙΜΕΝΟΥ: Παντελής Καρύκας
Σε ένα αποκαλυπτικό των σκέψεων που επικρατούν στις Ηνωμένες Πολιτείες για τη μη στρατιωτική αντιμετώπιση της Ρωσίας, το αμερικανικό περιοδικό «Newsweek», σε άρθρο των OwenMatthews και BillPowell με τίτλο «Όπως στον Ψυχρό Πόλεμο, η Ρωσία είναι ευάλωτη στην Ενέργεια» (AsintheColdWar, RussiaIsVulnerableonEnergy), δίνει ενδεχομένως το στίγμα όσων θα ακολουθήσουν στο «πεδίο μάχης» ανάμεσα στους δυο γεωπολιτικούς γίγαντες. Σε όσα θα διαβάσετε, αντίλογος υπάρχει και ως συνήθως, η αλήθεια βρίσκεται κάπου στη μέση…
Ο Βλαντιμίρ Πούτιν ανδρώθηκε στην πάλαι ποτέ Σοβιετική Ένωση, την οποία, σύμφωνα με τη Δύση, επιχειρεί να αναστήσει, όπως κατ’ αυτούς αποδεικνύει η προσάρτηση της Κριμαίας. Εκ του γεγονότος αυτού, ο Ρώσος πρόεδρος θα όφειλε να γνωρίζει ότι η Ρωσία, όπως και η προκάτοχός της Σοβιετική Ένωση, δεν είναι πανίσχυρη κι ας φαίνεται έτσι.
Στη δεκαετία του 1980 το σοβιετικό οικοδόμημα, το οποίο επί Μπρέζνιεφ είχε στηριχθεί στις υψηλές τιμές των υδρογονανθράκων για να επιβιώσει και να δράσει, άρχισε να τρίζει όταν ο τότε πρόεδρος των ΗΠΑ Ρ. Ρέιγκαν «βοήθησε» τις τιμές του πετρελαίου να πέσουν, με ιδιαίτερα δυσάρεστα αποτελέσματα για την Σοβιετική Ένωση. Ε«Ο Πούτιν δείχνει ισχυρός τώρα, όμως η ισχύς του έχει κτιστεί επί μιας παραμέτρου την οποία δεν είναι σε θέση να ελέγξει, την τιμή του πετρελαίου». Αυτό υποστηρίζει ο συντάκτης μιας έρευνας με τίτλο «Η Εύθραυστη Αυτοκρατορία», ο Μπεν Τζούντα. «Σταδιακά το απόθεμα χρημάτων θα εξαντληθεί και τότε ο Πούτιν θα βρεθεί στην ίδια θέση με τους σοβιετικούς ηγέτες στα τέλη της δεκαετίας του 1980, υποχρεωμένος να αντιμάχεται πολιτικές και οικονομικές κρίσεις, αλλά και αποσχιστικές τάσεις», υποστηρίζει η έρευνα.
Η ενέργεια αποτελεί μοχλό πίεσης του Πούτιν προς τη Δύση, αλλά μπορεί να εξελιχθεί και ως βασικό όπλο κατά της Ρωσίας του Πούτιν, σε έναν νέο ενδεχόμενο ψυχρό πόλεμο. Ήδη, ο Αμερικανός πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα ανακοίνωσε ότι θα επισπεύσει τις διαδικασίες για την εξαγωγή υγροποιημένου φυσικού αερίου σε Ευρώπη και Ασία.
Επίσης, ο Ομπάμα σκοπεύει να άρει το καθεστώς απαγόρευσης εξαγωγής του αμερικανικού αργού πετρελαίου, που ισχύει από τη δεκαετία του 1970, απαντώντας έτσι και στις επικρίσεις των Ρεπουμπλικάνων, ότι η κωλυσιεργία στην διάθεση αδειών εξαγωγής πετρελαιοειδών, βοήθησε τελικά τον Πούτιν να χρηματοδοτήσει τους γεωπολιτικούς του στόχους.
Έτσι, ο Ομπάμα θα διαθέσει 5 εκατ. βαρέλια αργού, σε χαμηλή τιμή, από τα στρατηγικά αποθέματα των ΗΠΑ, που φτάνουν τα 727 εκατ. βαρέλια, δοκιμαστικά. Άλλωστε τα κοιτάσματα σχιστολιθικού αερίου και τα εξορυσσόμενα με νέες μεθόδους, δύσκολα προσβάσιμα έως τώρα πλούσια κοιτάσματα αργού πετρελαίου, αποτελούν μια φθηνή πηγή ενέργειας για τις ΗΠΑ, με αποτέλεσμα οι τιμές να μπορούν να κρατηθούν πολύ χαμηλά.
Ενδεικτικά αναφέρεται, ότι οι τιμές του φυσικού αερίου στις ΗΠΑ βρίσκονται, αυτή τη στιγμή, στο 1/3 των τιμών του 2008! Μέχρι το 2016 οι ΗΠΑ θα παράγουν περισσότερο πετρέλαιο από την Σαουδική Αραβία και μέχρι το 2020 θα είναι ενεργειακά αυτάρκεις, ώστε να μπορούν να διαθέτουν υδρογονάνθρακες, στις διεθνείς αγορές, σε εξαιρετικά χαμηλές τιμές. Και άλλες χώρες όμως, όπως το Ιράν, αναμένεται να ρίξουν επιπλέον πετρέλαιο στην αγορά, πιέζοντας έτσι προς τα κάτω τις τιμές.
Αύξηση της παραγωγής της αναμένεται να κάνει και η Σαουδική Αραβία, όπως άλλωστε είχε πράξει και το 1979 για να τιμωρήσει την τότε ΕΣΣΔ για την εισβολή στης στο Αφγανιστάν. Τώρα όμως, φαίνεται ότι οι Σαουδάραβες δεν θα σταθούν στο πλευρό των Αμερικανών συμμάχων τους, λόγω της αμερικανικής προσέγγισης με την Τεχεράνη και την άρνηση των ΗΠΑ να εμπλακούν ενεργά στην Συρία, αλλά και γιατί μια πτώση της τιμής του πετρελαίου θα επιδράσει αρνητικά και στην δική τους οικονομία.
Βέβαια, οι Σαουδάραβες δεν έχουν καλές σχέσεις ούτε με τη Ρωσία, λόγω της υποστήριξης που αυτή παρέχει στον Άσαντ, παρά τις προσφορές τους προς τη Μόσχα, για να διακόψει την ενίσχυση του Άσαντ, οι οποίες περιλάμβαναν ελευθερία κινήσεων στα κοιτάσματα της ανατολικής Μεσογείου, ναυτική βάση στη νέα Συρία και ενίσχυση στον πόλεμο κατά των Τσετσένων.
«Οι Τσετσένοι ελέγχονται από εμάς», δήλωσε απερίφραστα στους Ρώσους, σε μυστική συνάντηση που είχε Σαουδάραβας πρίγκιπας στη Μόσχα με την ρωσική ηγεσία για το ζήτημα της Συρίας. «Κατανοούμε το μεγάλο ενδιαφέρον της Ρωσίας για τους υδρογονάνθρακες σε Ισραήλ και Κύπρο και τη σημασία του δικτύου αγωγών από τη Ρωσία προς τη Ευρώπη. Μπορούμε να συνεργαστούμε στα ζητήματα αυτά», είχε πει στους Ρώσους ο Σαουδάραβας πρίγκιπας Μπαντάρ μπιν Σουλτάν. Ο Πούτιν δεν δέχτηκε την συμφωνία και συνέχισε να υποστηρίζει τον Άσαντ, υπογράφοντας μάλιστα μαζί του μια συμφωνία εκμετάλλευσης των κοιτασμάτων της συριακής ΑΟΖ.
Η μεγάλη πρόκληση πάντως για τις ΗΠΑ είναι η ενεργειακή απεξάρτηση της Ευρώπης από τη Ρωσία. Ύστερα από δύο κλεισίματα στις στρόφιγγες, το 2006 και το 2009, η Ευρώπη, μη εμπιστευόμενη τους Ρώσους, μείωσε την ενεργειακή της εξάρτηση από τη Ρωσία, από το 39% στο 25% του φυσικού αερίου που καταναλώνει. Την ίδια ώρα όμως η κρατική Gazprom έχει αγοράσει, και μέσω θυγατρικών της, ευρωπαϊκές και κυρίως γερμανικές εταιρείες που δραστηριοποιούνται στον χώρο.
Την περασμένη δεκαετία η Ιταλία, η Ουγγαρία, η Βουλγαρία, η Σερβία και η Ελλάδα είχαν αποφασίσει να μετάσχουν στο σχέδιο του αγωγού SouthStream μέσω του οποίου το ρωσικό φυσικό αέριο έφτανε στα Βαλκάνια, ενώ την ίδια ώρα οι άλλες χώρες της ΕΕ μετείχαν στο σχέδιο του αγωγού Nabucco, ο οποίος θα μετέφερε φυσικό αέριο από το Αζερμπαϊτζάν. Το δεύτερο αυτό σχέδιο υπονομεύτηκε ποικιλοτρόπως, από τη Ρωσία. Ωστόσο, η προσάρτηση της Κριμαίας αφύπνισε την ΕΕ, η οποία σκοπεύει πλέον, ταχύτερα, να απεξαρτηθεί από τη Ρωσία, ενεργειακά.
Σε πρώτη φάση θα μπορούσε να εκμεταλλευτεί το δικό της σχιστολιθικό φυσικό αέριο, τα αποθέματα του οποίου ανέρχονται σε 740 τρισ. κυβικά πόδια, ποσότητα ικανή να καλύψει τις ενεργειακές ανάγκες όλης της Ευρώπης για 26 χρόνια. Υπάρχει επίσης και η πυρηνική ενέργεια, αν και οι αντιδράσεις εναντίον της είναι πολύ έντονες. Έτσι τόσο από πρακτική όσο και από πολιτική σκοπιά, η καλύτερη λύση για την Ευρώπη είναι το αμερικανικό υγροποιημένο φυσικό αέριο. Μέσω αυτού το μονοπώλιο τις Gazprom, μπορεί να σπάσει, καθώς το αμερικανικό φυσικό αέριο θα διατίθεται σε τιμή τρεις φορές χαμηλότερη.
Η Ρωσία από την πλευρά της, απέναντι στα δυσοίωνα αυτά ενδεχόμενα, το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να στραφεί στην κινεζική αγορά. Αν και αυτό θα αποτελούσε λύση για τη Ρωσία, οι Κινέζοι δεν είναι ιδιαίτερα εύκολοι πελάτες και η δυσπιστία κυριαρχεί στις μεταξύ τους σχέσεις.
Εξάλλου, η ενεργειακή ενίσχυση της Κίνας θα αποτελέσει πρόβλημα για τη Ρωσία στο μέλλον, καθώς η μεγαλύτερη σε πληθυσμό χώρα στον κόσμο, διεκδικεί, δεκαετίες τώρα, ρωσικά ακατοίκητα εδάφη στην αχανή ασιατική Ρωσία. Εξάλλου, υπάρχουν και άλλες οικονομικές και πολιτικές παράμετροι που μπορεί να επηρεάσουν την ενεργειακή συμφωνία Ρωσίας – Κίνας.
Σε κάθε περίπτωση η Ρωσία θα παραμένει όμως εξαρτημένη από την τιμή του πετρελαίου, είτε πουλά τους υδρογονάνθρακές της στη Δύση, είτε στην Κίνα. Έτσι το πρόβλημα για τον Πούτιν παραμένει, γιατί και οι Κινέζοι δεν θα είναι ασφαλώς διατεθειμένοι να αγοράζουν πετρέλαιο και φυσικό αέριο σε πολύ υψηλή τιμή, εάν μπορούν να το εξασφαλίσουν φθηνότερα.
Έτσι, ο ενεργειακός πόλεμος κατά της Ρωσίας μπορεί να αποδώσει για τις ΗΠΑ, με την πτώση των τιμών, οδηγώντας τη Ρωσία του Πούτιν, όπως και την πάλαι ποτέ Σοβιετική Ένωση, σε μεγάλα προβλήματα.
ΠΗΓΗ: http://mag.newsweek.com/2014/04/18/cold-war-russia-vulnerable-energy.html".
Συνεχίστε το διάβασμα ΕΔΩ........

Τετάρτη 9 Απριλίου 2014

Τι παζαρεύουν ΗΠΑ-Ρωσία για την Ουκρανία

του George Friedman
Οι απευθείας συνομιλίες ΗΠΑ-Ρωσίας και το déjà vu του Ψυχρού Πολέμου. Ποιοι είναι οι σχεδιασμοί των Ρώσων και γιατί δεν θέλουν νέο διαμελισμό της Ουκρανίας. Η στρατηγική των ΗΠΑ, η κατακερματισμένη Ευρώπη και η... δοκιμασμένη συνταγή.
Friedman: Τι παζαρεύουν ΗΠΑ-Ρωσία για την Ουκρανία
Κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, οι υπουργοί Εξωτερικών των ΗΠΑ και της Σοβιετικής Ένωσης διαπραγματεύονταν σε τακτική βάση το αποτέλεσμα κρίσεων και τη μοίρα χωρών. Έχει περάσει πολύς καιρός από την τελευταία φορά που έγιναν τέτοιες συνομιλίες, ωστόσο η περασμένη εβδομάδα άφησε μια αίσθηση déjà vu. Αμερικανοί και Ρώσοι διαπραγματεύονταν πάνω απ' όλους τους άλλους προκειμένου να βρουν τρόπο να αποκλιμακώσουν την κρίση στην Ουκρανία και, στο πλαίσιο αυτό, να διαμορφώσουν τη μοίρα της χώρας.
Κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων, ο Αμερικανός πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα κατέστησε σαφές ότι η Ουάσιγκτον δεν έχει καμία πρόθεση να διευρύνει το ΝΑΤΟ ούτε στην Ουκρανία, ούτε στη Γεωργία. Οι Ρώσοι έχουν δηλώσει πως δεν έχουν καμία πρόθεση για περαιτέρω στρατιωτικές επιχειρήσεις στην Ουκρανία. Ο διάλογος μεταξύ των υπουργών Εξωτερικών της Ρωσίας, Σεργκέι Λαβρόφ, και των ΗΠΑ, Τζον Κέρι, υπήρξε εκτενής και συνεχόμενος. Για διάφορους λόγους, καμία πλευρά δεν θέλει να συνεχιστεί η κρίση και η κάθε μία έχει διαφορετική ανάγνωση της κατάστασης. Ε

Η οπτική γωνία της Ρωσίας

Οι Ρώσοι είναι πεπεισμένοι ότι η εξέγερση στο Κίεβο υποκινήθηκε από δυτικές μυστικές υπηρεσίες που στήριζαν μη κυβερνητικές οργανώσεις και πως χωρίς αυτό οι διαδηλώσεις θα είχαν σταματήσει και η κυβέρνηση θα είχε επιβιώσει. Αυτό δεν είναι ένα νέο αφήγημα από την πλευρά της Ρωσίας, που είχε υποστηρίξει ότι η Πορτοκαλιά Επανάσταση είχε τις ίδιες ρίζες. Η Δύση το αρνείται. Αυτό που εμφανίζεται σημαντικό είναι ότι το πιστεύουν οι Ρώσοι. Αυτό σημαίνει πως πιστεύουν ότι οι μυστικές υπηρεσίες της Δύσης έχουν την ικανότητα να αποσταθεροποιήσουν την Ουκρανία και πιθανότατα κι άλλες χώρες στη ρωσική σφαίρα επιρροής, ή ακόμα και την ίδια τη Ρωσία. Και αυτό καθιστά τους Ρώσους επιφυλακτικούς έναντι της αμερικανικής ισχύος.
Οι Ρώσοι επίσης δεν έχουν πειστεί ότι πρέπει να κάνουν κάτι. Πέραν της θεωρίας τους για τις μυστικές υπηρεσίες της Δύσης, γνωρίζουν πως οι Ουκρανοί είναι κατακερματισμένοι και πως το να καθοδηγείς μια εξέγερση είναι πολύ διαφορετικό από το να κυβερνάς μια χώρα.
Οι Ρώσοι έχουν αυξήσει την τιμή του φυσικού αερίου κατά 80% για την Ουκρανία, και το πρόγραμμα διάσωσης της Ουκρανίας από το ΔΝΤ περιλαμβάνει σημαντική κοινωνική και οικονομική οδύνη. Καθώς η οδύνη αυτή θα αρχίσει να γίνεται αισθητή αυτό το καλοκαίρι, και η ρομαντική ανάμνηση της εξέγερση θα αρχίσει να ξεθωριάζει, οι Ρώσοι εκτιμούν πως θα υπάρξει βίαιη αντίδραση κατά της Δύσης ενώ θα χρησιμοποιήσει και τη δική της επιρροή -ανοικτή και συγκεκαλυμμένη- για να διαμορφώσει την ουκρανική κυβέρνηση.
Η κατάληψη της ανατολικής Ουκρανίας δεν θα άφηνε να εξελιχθεί αυτή η στρατηγική. Οι Ρώσοι θέλουν οι φιλορωσικές περιοχές να ψηφίσουν στις ουκρανικές εκλογές, στέλνοντας μια ισχυρή αντιπολίτευση στο Κίεβο. Η αποκοπή μέρους ή ολόκληρης της ανατολικής Ουκρανίας θα ήταν παράλογη.
Υπάρχουν και άλλες επιλογές για τους Ρώσους, οι οποίες δεν είναι ελκυστικές. Έγινε λόγος για δράση στη Μολδαβία από την Υπερδνειστερία. Όμως, αν και είναι δυνατόν οι ρωσικές δυνάμεις να ενεργήσουν στη Μολδαβία, οι προμήθειες για την περιοχή περνούν μέσα από την Ουκρανία. Στην περίπτωση σύγκρουσης, οι Ρώσοι θα πρέπει να υποθέσουν ότι οι Ουκρανοί θα αρνηθούν την πρόσβαση. Οι Ρώσοι θα μπορούσαν πιθανότατα να χρησιμοποιήσουν βία, όμως τότε μια μετρημένη δράση στη Μολδαβία θα έφερνε ως αποτέλεσμα την εισβολή στην Ουκρανία.
Είναι πιθανή η ανάληψη δράσης στη Βαλτική. Το Κρεμλίνο θα ενθάρρυνε τις ρωσικές μειονότητες να βγουν στους δρόμους. Όμως η Βαλτική είναι στο ΝΑΤΟ και η απάντηση θα ήταν απρόβλεπτη. Οι Ρώσοι θέλουν να διατηρήσουν τη σφαίρα επιρροής τους στην Ουκρανία χωρίς να σπάσουν τους εμπορικούς και πολιτικούς δεσμούς με την Ευρώπη, ιδιαίτερα με τη Γερμανία. Η μετακίνηση Ρώσων στρατιωτών στη Βαλτική θα δημιουργούσε πρόβλημα στη σχέση της Ρωσίας με την Ευρώπη.
Οι διαπραγματεύσεις για την άμβλυνση της κρίσης έχουν λογική για τους Ρώσους, λόγω των κινδύνων που ενέχουν οι άλλες πιθανές ενέργειες αλλά και διότι θεωρούν ότι μπορούν να ανακτήσουν την επιρροή τους στην Ουκρανία όταν χτυπήσει η οικονομική κρίση και αρχίσουν να μοιράζουν ρευστό για να αμβλύνουν τον πόνο.

Η οπτική γωνία των ΗΠΑ

Οι ΗΠΑ θεωρούν πως οι Ρώσοι έχουν δύο μοχλούς. Στρατιωτικά, οι Ρώσοι είναι ισχυρότεροι απ' ό,τι οι Αμερικάνοι στην περιοχή τους. Οι ΗΠΑ δεν είχαν καμία ουσιαστική στρατιωτική επιλογή στην Κριμαία, όπως δεν είχαν καμία και στη Γεωργία το 2008. Οι ΗΠΑ θα χρειάζονταν μήνες για να ενισχύσουν τις δυνάμεις τους στην περίπτωση μεγάλης σύγκρουσης στην Ευρασία. Η προετοιμασία της Καταιγίδας της Ερήμου χρειάστηκε έξι μήνες, και η εισβολή στο Ιράκ το 2003 χρειάστηκε παρόμοια προετοιμασία. Με ένα τέτοιο χρονοδιάγραμμα, οι Ρώσοι θα είχαν πετύχει τους στόχους τους και η μόνη επιλογή που θα είχαν οι Αμερικάνοι θα ήταν μια αδύνατη επιλογή: να ηγηθούν μιας εισβολής σε ρωσοκρατούμενα εδάφη. Οι Αμερικάνοι δεν θέλουν οι Ρώσοι να ασκήσουν στρατιωτικές επιλογές, διότι θα αποκάλυπταν την ανικανότητα των ΗΠΑ να προχωρήσουν σε έγκαιρη απάντηση. Παράλληλα αυτό θα φανέρωνε τις αδυναμίες του ΝΑΤΟ.
Οι Αμερικάνοι επίσης δεν θέλουν να δοκιμάσουν τους Γερμανούς, αφού δεν γνωρίζουν προς ποια κατεύθυνση θα κινηθεί το Βερολίνο. Από μια άποψη, οι Γερμανοί ήταν αυτοί που ξεκίνησαν την κρίση, αντικρούοντας την άρνηση των Ουκρανών να προχωρήσουν τη διαδικασία με την Ε.Ε. και στηρίζοντας έναν από τους ηγέτες της εξέγερσης τόσο πριν, όσο και μετά τις διαδηλώσεις. Έκτοτε όμως, οι Γερμανοί έχουν σιωπήσει και το άτομο το οποίο υποστήριζαν, ο Βιτάλι Κλίτσκο, έχει αποχωρήσει από την κούρσα για την προεδρία της Ουκρανίας. Οι Γερμανοί έχουν κάνει πίσω.
Οι Γερμανοί δεν θέλουν να ξεσπάσει μικρός Ψυχρός Πόλεμος. Οι συνεχιζόμενες συγκρούσεις στα ανατολικά τους θα υπερτόνιζαν την αστάθεια της Ευρωπαϊκής Ένωσης και θα μπορούσαν να αναγκάσουν τη Γερμανία να προχωρήσει σε πιο επιθετικές ενέργειες στις οποίες πραγματικά δεν θέλει να προχωρήσει.
Το Βερολίνο είναι πολύ απασχολημένο με το να προσπαθεί να σταθεροποιήσει την Ευρωπαϊκή Ένωση και να συγκρατήσει τη Νότια και Κεντρική Ευρώπη ώστε να μην καταρρεύσουν λόγω της οικονομικής εξάρθρωσης και της ανάδυσης μιας όλο και πιο ορατής ακροδεξιάς. Δεν χρειάζεται και μια μονομαχία με τη Ρωσία. Οι Γερμανοί παίρνουν το ένα τρίτο της ενέργειάς τους από τη Ρωσία. Είναι αμοιβαίο το συμφέρον, όμως οι Γερμανοί δεν είναι σίγουροι ότι η Ρωσία θα δει και αυτή τα αμοιβαία συμφέροντα κατά τη διάρκεια μιας κρίσης. Είναι ένα ρίσκο που δεν μπορούν να σηκώσουν.
Αν η Γερμανία είναι προσεκτική, ασχέτως του πώς θα εξελιχθούν τα πάθη στην περιοχή, οι Κεντροευρωπαίοι πρέπει να είναι και αυτοί προσεκτικοί. Η Πολωνία δεν μπορεί, για παράδειγμα, απλώς να αγνοήσει τη Γερμανία. Οι ΗΠΑ μπορεί να δημιουργήσουν διμερείς σχέσεις στην περιοχή, όμως για την ώρα, δεν είναι καθόλου έτοιμες να αναλάβουν δράση, πόσο μάλλον σε μια περιοχή όπου δύο δυνάμεις -η Ρωσία και η Γερμανία- μπορεί να αντιτίθενται στις ενέργειές τους.
Η Ουάσιγκτον, όπως και η Μόσχα, έχει περιορισμένες επιλογές. Ακόμα και αν υποτεθεί ότι οι ρωσικοί ισχυρισμοί για την αμερικανική επιρροή μέσω των μη κυβερνητικών οργανώσεων είναι αληθείς, έχουν ήδη παίξει αυτό το χαρτί και θα είναι δύσκολο να το ξαναπαίξουν καθώς θα γίνεται αισθητή η λιτότητα. Έτσι, τα τελευταία γεγονότα είναι λογικά. Οι Ρώσοι έχουν στραφεί προς τους Αμερικάνους για να συζητήσουν την άμβλυνση της κρίσης, ζητώντας τη δημιουργία μιας ομοσπονδίας στην Ουκρανία, και έχουν υπάρξει προτάσεις για μετάβαση ελεγκτών στην περιοχή.

Η σημασία των διαπραγματεύσεων

Αυτό που έχει περισσότερο ενδιαφέρον είναι ότι, καθώς παίζεται η επόμενη πράξη, οι Ρώσοι και οι Αμερικάνοι έχουν έρθει σε επαφή. Οι Ρώσοι έχουν μιλήσει με τους Ευρωπαίους, βεβαίως, όμως καθώς οι συζητήσεις φθάνουν στο στάδιο του καθορισμού του μέλλοντος και των επιλογών, ο Λαβρόφ τηλεφωνεί στον Κέρι και ο Κέρι απαντά στο τηλέφωνο.
Αυτό μας λέει κάτι σημαντικό για το πώς λειτουργεί ο κόσμος. Ανέλυσα τις αδυναμίες και των δύο χωρών, όμως ακόμα και με αυτές τις αδυναμίες, οι Ρώσοι γνωρίζουν ότι δεν μπορούν να βγουν από την κρίση χωρίς τη συνεργασία των Αμερικάνων, και οι ΗΠΑ καταλαβαίνουν ότι θα χρειαστεί να συνεργαστούν με τους Ρώσους και δεν μπορούν απλώς να επιβάλουν ένα αποτέλεσμα, όπως έκαναν ορισμένες φορές στην περιοχή τη δεκαετία του 1990.
Μέρος αυτού μπορεί να είναι τα χούγια που αποκτήθηκαν κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου. Είναι όμως κάτι περισσότερο από αυτό. Αν οι Ρώσοι θέλουν να καταλήξουν σε λύση για το πρόβλημα της Ουκρανίας, η οποία θα προστατεύει τα εθνικά τους συμφέροντα χωρίς να τους αναγκάζει να κινηθούν πέρα από ένα επίπεδο ρίσκου που θεωρούν αποδεκτό, η μόνη χώρα με την οποία μπορούν να συνομιλήσουν είναι οι ΗΠΑ.Δεν υπάρχει κανένα συγκεκριμένο πρόσωπο στην Ευρώπη που να μιλά εκ μέρους των ευρωπαϊκών κρατών σε θέματα τέτοιας σημασίας.
Οι Βρετανοί μιλούν εκ μέρους των Βρετανών, οι Γάλλοι εκ μέρους των Γάλλων, οι Γερμανοί εκ μέρους των Γερμανών και οι Πολωνοί εκ μέρους των Πολωνών. Στις διαπραγματεύσεις με τους Ευρωπαίους, πρέπει πρώτα να τους δώσεις το περιθώριο να διαπραγματευτούν μεταξύ τους. Μετά τις συζητήσεις, μεμονωμένες χώρες -ή ίσως η Ευρωπαϊκή Ένωση- μπορεί, για παράδειγμα, να στείλουν ελεγκτές. Όμως η Ευρώπη είναι μια αφηρημένη έννοια σε ό,τι αφορά την πολιτική ισχύος.
Οι Ρώσοι κάλεσαν τους Αμερικάνους διότι καταλαβαίνουν ότι όποια και αν είναι η αδυναμία των ΗΠΑ αυτή τη στιγμή και σε αυτό το σημείο, η πιθανή ισχύς τους είναι σημαντικά μεγαλύτερη από τη δική τους. Σε ένα ζήτημα τέτοιας σημασίας για τους Ρώσους, η αποτυχία διαπραγμάτευσης με τις ΗΠΑ θα ήταν επικίνδυνη, και η διεξαγωγή της διαπραγμάτευσης πρώτα με τους Αμερικάνους είναι ο καλύτερος δρόμος για να επιλυθεί το πρόβλημα.
Μια συμφωνία ΗΠΑ-Ρωσίας για την αποκλιμάκωση της κρίσης πιθανότατα θα έφερνε στη συμφωνία και τους Γερμανούς και τους υπολοίπους. Η Γερμανία θέλει μια λύση που δεν θα εμποδίζει τις σχέσεις με τη Ρωσία και που δεν θα προκαλεί εντάσεις στις σχέσεις με την Κεντρική Ευρώπη. Οι Γερμανοί χρειάζονται τις καλές σχέσεις με τους Κεντροευρωπαίους στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι Αμερικανοί θέλουν τις καλές σχέσεις, όμως προς το παρόν η εξάρτησή τους από την Κεντρική Ευρώπη είναι ελάχιστη. Έτσι, οι Αμερικάνοι δυνητικά μπορούν να δώσουν περισσότερα απ' όσα οι Ευρωπαίοι, ακόμα και αν οι Ευρωπαίοι κατάφερναν να οργανωθούν για να διαπραγματευτούν.
Τέλος, οι ΗΠΑ έχουν παγκόσμια συμφέροντα τα οποία μπορούν να επηρεάσουν οι Ρώσοι. Το Ιράν είναι το εμφανέστερο. Ως εκ τούτου, οι Ρώσοι μπορούν να συνδέσουν τα ζητήματα της Ουκρανίας με τα ζητήματα του Ιράν για να αποκομίσουν μια καλύτερη συμφωνία με τις ΗΠΑ. Μια διαπραγμάτευση με τις ΗΠΑ έχει ελάχιστα οικονομικά συστατικά και τεράστια πολιτικά και στρατιωτικά συστατικά. Υπάρχουν μέρη όπου οι ΗΠΑ θέλουν ρωσική βοήθεια για τέτοια ζητήματα.

Οι αποκλίνουσες ανησυχίες των ΗΠΑ

Το σημαντικότερο είναι ότι οι ΗΠΑ δεν έχουν ξεκαθαρίσει τι είναι αυτό που θέλουν από τους Ρώσους. Εν μέρει θέλουν να δημιουργήσουν μια συνταγματική δημοκρατία στην Ουκρανία. Οι Ρώσοι στην πραγματικότητα δεν φέρνουν αντίρρηση, αρκεί η Ουκρανία να μην ενταχθεί στο ΝΑΤΟ ή στην Ευρωπαϊκή Ένωση, όμως οι Ρώσοι αντιλαμβάνονται επίσης πως η δημιουργία μιας συνταγματικής δημοκρατίας στην Ουκρανία είναι ένα τεράστιο και πιθανότατα άγονο εγχείρημα. Γνωρίζουν πως η κυβέρνηση είναι χτισμένη πάνω σε ένα επικίνδυνα μεταβαλλόμενο οικονομικό και κοινωνικό έδαφος. Υπάρχουν ορισμένοι στην αμερικανική κυβέρνηση που ανησυχούν μήπως η Ρωσία αναδυθεί ως περιφερειακός ηγεμόνας και υπάρχουν άλλοι στην αμερικανική κυβέρνηση που εξακολουθούν να έχουν εμμονή με τη Μέση Ανατολή, που βλέπουν τους Ρώσους ως ανταγωνιστές εκεί, ενώ άλλοι τους βλέπουν ως πιθανούς εταίρους.
Όπως συμβαίνει ορισμένες φορές στις ΗΠΑ, υπάρχει μια περίπλοκη ιδεολογική και θεσμική ποικιλία. Το υπουργείο Εξωτερικών και το υπουργείο Άμυνας σπανίως βλέπουν τα πράγματα με τον ίδιο τρόπο, και διαφορετικές υπηρεσίες από το κάθε υπουργείο έχουν συχνά αντικρουόμενες απόψεις. Και μετά υπάρχει και το Κογκρέσο. Έτσι, από κάποιες απόψεις, οι ΗΠΑ είναι το ίδιο δύσκολο να διαπραγματευτούν όσο και η Ευρώπη. Όμως παράλληλα ανοίγει και ευκαιρίες για χειραγώγηση στην πορεία των διαπραγματεύσεων.
Ωστόσο, σε περιπτώσεις υψίστης εθνικής σημασίας, όποιες και αν είναι οι διαφορές στις απόψεις, στο τέλος ο πρόεδρος η κάποια άλλο κυρίαρχο πρόσωπο μπορεί να μιλήσει με εξουσία. Στην περίπτωση αυτή φαίνεται πως ο Κέρι είναι αυτός που, παρά τις αντικρουόμενες απόψεις για τα ανθρώπινα δικαιώματα και την πολιτική της εξουσίας, μπορεί να μιλά εκ μέρους της μοναδικής δύναμης που μπορεί να εισέλθει στη συμφωνία και να δημιουργήσει τον συνασπισμό στην Ευρώπη και στο Κίεβο, που θα αποδεχθούν τη συμφωνία.
Η Ρωσία υπέστη μια τεράστια ανατροπή μετά την πτώση του πρώην Ουκρανού προέδρου Βίκτορ Γιανουκόβιτς. Δεν ενήργησε τόσο ως προς την κατεύθυνση της αναστροφής της ήττας, όσο προς την κατεύθυνση της διαμόρφωσης των αντιλήψεων για την ισχύ της.
Η ισχύς της Μόσχας είναι πραγματική, όμως ανεπαρκής να αναστρέψει άμεσα τα γεγονότα με την κατάληψη του Κιέβου. Θα χρειαστεί να εκμεταλλευτεί την οικονομική αδυναμία, τον πολιτικό κατακερματισμό της Ουκρανίας αλλά και τον χρόνο, για να επαναβεβαιώσει τη θέση της. Για να το πράξει αυτό, χρειάζεται μια διαπραγματευμένη λύση που ελπίζει ότι θα την ξεπεράσουν τα γεγονότα. Για να έχει αυτήν τη λύση, η Μόσχα χρειάζεται έναν σημαντικό εταίρο στις διαπραγματεύσεις. Οι ΗΠΑ είναι ο μόνος διαθέσιμος. Και, παρά την περιπλοκότητα και τις παραξενιές της, εάν πειστεί να ενεργήσει, μόνο η Αμερική μπορεί να παράσχει τη σταθερή πλατφόρμα που χρειάζεται τώρα η Ρωσία.
Οι ΗΠΑ δεν είναι έτοιμες να ομολογήσουν ότι έχουν εισέλθει σε μια περίοδο κατά την οποία ο ανταγωνισμός με τη Ρωσία θα αποτελεί καθοριστικό παράγοντα στην εξωτερική τους πολιτική. Η εσωτερική λογική της Αμερικής δεν είναι επικεντρωμένη στη Ρωσία, ούτε όμως είναι ευθυγραμμισμένα και τα εσωτερικά γραφειοκρατικά συμφέροντα.
Υπάρχει ένα ακόμα επιχείρημα, και αυτό είναι ότι δεν είναι προς το συμφέρον των ΗΠΑ να τερματίσουν την κρίση στην Ουκρανία, ότι το να επιτραπεί στη Ρωσία να μπει βαθύτερα στο ουκρανικό τέλμα θα αποστραγγίξει τη δύναμή της και θα αποτρέψει τον αναδυόμενο ανταγωνισμό πριν καν ξεκινήσει. Όμως οι ΗΠΑ λειτουργούν με τις δικές τους διαδικασίες και δεν είναι ακόμα έτοιμες να σκεφτούν σε όρους αποδυνάμωσης της Ρωσίας, και δεδομένης της σχετικής απομόνωσής τους, η αναβολή δεν είναι κακή ιδέα.
Έτσι, οι διαπραγματεύσεις δείχνουν να είναι υποσχόμενες. Όμως, το σημαντικότερο είναι ότι οι Ρώσοι μας έχουν δείξει τον τρόπο με τον οποίον συνεχίζει να λειτουργεί ο κόσμος. Όταν κάτι πρέπει να γίνει, αυτές που παίρνεις τηλέφωνο συνεχίζουν να είναι οι ΗΠΑ.".
Συνεχίστε το διάβασμα ΕΔΩ........

Τετάρτη 2 Απριλίου 2014

Παίρνει «διαζύγιο» η Ρωσία με τη Δύση ;

lukianov maler 468

Εκείνες τις ήρεμες ημέρες που κυριαρχούσε το όραμα για μια Ευρώπη χωρίς διαχωριστικές γραμμές, ο πιο σημαντικός στόχος ήταν η διατήρηση των καλών σχέσεων με τη Δύση. Ετσι, ακόμα κι όταν η Ρωσία έκανε στη διεθνή σκηνή βήματα που έρχονταν σε φανερή αντίθεση με τις επιθυμίες της Ευρώπης και των ΗΠΑ, η διπλωματία της Μόσχας άφηνε κάποιο περιθώριο ελιγμών για την ελαχιστοποίηση των ζημιών στις μεταξύ τους σχέσεις. Η «Δυτικοκεντρική κατεύθυνση» στην εξωτερική πολιτική της Ρωσίας θεωρήθηκε ως η εγγύηση της ασφάλειας, της ανάπτυξης και της ευημερίας της χώρας.
Το 2014, η Μόσχα συμπεριφέρθηκε διαφορετικά. Αγνοώντας όλα τα καλέσματα, τις προειδοποιήσεις και τις απειλές των Δυτικών χωρών, η Μόσχα ενέταξε την Κριμαία και τη Σεβαστούπολη στη Ρωσική Ομοσπονδία. Όλοι είχαν συνηθίσει ότι η Ρωσία ποτέ δεν υποστήριζε μέχρι τέλους τα συμφέροντά της, έτσι όπως η ίδια τα αντιλαμβάνεται και ιεραρχεί. Και, όταν προχώρησε πέρα από την «κόκκινη γραμμή», ΗΠΑ και Ευρώπη ήθελαν να τιμωρηθεί, ανεξάρτητα εάν ήταν δικαιολογημένη και τεκμηριωμένη η πράξη της.
Στο ίδιο πλαίσιο εντάσσεται και η συμπεριφορά των εταίρων της Μόσχας στην ομάδα «G8», την οποία πολλοί θεωρούν ως το πιο ισχυρό πολιτικό φόρουμ στον κόσμο. Τι πρέπει να κάνει μια τέτοια δομή, όταν ξεσπάει μια μεγάλη διεθνής πολιτική κρίση; Φυσικά να συνεδριάσει για να συζητήσει προτάσεις και σενάρια που θα οδηγούσαν στην επίλυση του προβλήματος. Ωστόσο, η πρώτη -το τονίζω, η πρώτη- αντίδραση των επτά χωρών για το θέμα της Κριμαίας, ήταν ότι δεν θα γίνει η προγραμματισμένη για τον Ιούνιο συνάντηση του «κλάμπ», στο Σότσι της Ν.Ρωσίας, σε πλήρη σύνθεση. Δεν θα έρθουμε στο Σότσι, είπαν. Στη συνέχεια, η «Επτάδα» πλέον, κάνει μια σειρά από δηλώσεις, καταδικάζοντας τη Ρωσία, και απευθύνοντας απειλές εναντίον της, προχωράει στην επιβολή κυρώσεων, και στο τέλος –πρακτικά- κηρύσσει τον τερματισμό της δομής των «οκτώ». Η συνήθεια της αντιμετώπισης των κρίσεων μέσω της άσκησης πίεσης, και όχι μέσω διαβουλεύσεων, είναι πολύ βαθιά ριζωμένη στους ισχυρούς του πλανήτη.

Κόσμος δεν είναι μόνο η Δύση


Το κύριο δίδαγμα για τη Ρωσία σε αυτή την περίπτωση, είναι ότι ο κόσμος δεν περιορίζεται στη Δύση. Επιπλέον, ότι ο σημερινός κόσμος έχει γίνει πραγματικά ετερογενής και διαφοροποιημένος, και ότι η συγκέντρωση της παγκόσμιας κυριαρχίας στα χέρια ενός και μόνο παίκτη είναι απλά, αδύνατη. Και επειδή έχουν εμφανιστεί πολλοί νέοι σημαντικοί παίκτες στη διεθνή σκηνή, ο καθένας από τους οποίους απαιτεί μια ειδική προσέγγιση, δεν είναι σκόπιμο να επιδεικνύεις συμπεριφορές στο παγκόσμιο σύστημα με βάση τις σχέσεις προτεραιότητας με τη Δύση. Έτσι, για τη Ρωσία, αυτή η κίνηση είναι μια πολύ σοβαρή στροφή, επειδή για αιώνες η ματιά της στην εξωτερική πολιτική ήταν «Δυτικοκεντρική».
Σχετικά με τις κινήσεις της Ρωσίας στην Ασία έχουν ειπωθεί αρκετά. Πρόσφατα, ο Βλαντίμιρ Πούτιν παρουσίασε τις κύριες προτεραιότητες της ρωσικής εξωτερικής πολιτικής στον 21ο αιώνα. Εάν η Δύση αρχίζει να ασκεί οικονομική και πολιτική πίεση στη Ρωσία, προσπαθώντας να επιβάλει περιορισμούς σε «λογικές» Ψυχρού Πολέμου (σε επενδύσεις, στην τεχνολογία, στην πρόσβαση στις χρηματοπιστωτικές αγορές, πιέζοντας για τη διάρρηξη επαφών και σχέσεων, με το κλείσιμο των εμπορικών αγορών, το μπλοκάρισμα των συστημάτων πληρωμών, κλπ.), τότε, «ο κόσμος χωρίς τη Δύση» θα μπορούσε να γίνει για τη Μόσχα μια αντικειμενική πραγματικότητα.

Στροφή προς τη «μη-Δύση»

Και η στροφή προς την Ασία, σημαίνει στροφή προς τη «μη – Δύση». Δηλαδή, πρόκειται για μια ευρύτερη διαδικασία διεθνών σχέσεων. Ειδικά τώρα, που από οικονομική και τεχνολογική άποψη η Δύση έχει πάψει να αποτελεί μονοπώλιο και οι αγορές του «Τρίτου Κόσμου» μοιάζουν να είναι ατελείωτες. Προφανώς, ο αναπροσανατολισμός της εξωτερικής πολιτικής προς άλλα κέντρα οικονομικής επιρροής, είναι ένα αρκετά δυνατό σοκ.
Κατ' αρχήν, θα πρέπει να παραδεχτούμε με ειλικρίνεια ότι η Ρωσία δεν έχει συνηθίσει σε ισότιμες και αμοιβαία επωφελείς σχέσεις συνεργασίας με χώρες, που μέχρι πρόσφατα είχαμε την τάση να τις βλέπουμε περισσότερο σαν κομμάτι της περιφέρειας και όχι του κέντρου, σαν αντικείμενα, παρά σαν υποκείμενα. Να σημειωθεί πως στη σοβιετική εποχή, λειτουργούσαμε σαν προστάτες, μαχόμαστε με τις Ηνωμένες Πολιτείες για το ποιός θα ασκήσει μεγαλύτερη επιρροή στις χώρες της Ασίας, της Αφρικής και της Λατινικής Αμερικής. Στη μετα-σοβιετική εποχή, στην αρχή, πρακτικά τις αγνοήσαμε και μόνο στη συνέχεια, προσπαθήσαμε να αποκαταστήσουμε την επαφή και τις χαμένες σχέσεις.
Κατά δεύτερον, οι θέσεις των Αμερικανών στον αναπτυσσόμενο κόσμο είναι ισχυρές. Έτσι, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι θα κάνουν τις δέουσες «κινήσεις» σχετικά με τη Ρωσία. Ο αποκλεισμός (εμπάργκο) είναι πλέον δύσκολος. Η κατάσταση έχει αλλάξει πολύ σε σύγκριση με αυτή που ήταν πριν από 25-30 χρόνια, αλλά δεν πρέπει να υποτιμάμε τους μοχλούς πίεσης της Δύσης. Το Ιράν, για παράδειγμα, γνωρίζει πολύ καλά τι σημαίνουν οι μονομερείς κυρώσεις, που έχει επιβάλλει η Ουάσιγκτον στις χώρες και στις εταιρείες που συνεργάζονται μαζί του.

Οι «κίνδυνοι» με την Κίνα

Τρίτον, υπάρχει και η Κίνα, η οποία με τη σημερινή κατάσταση, είναι μια φυσική εναλλακτική επιλογή. Όμως, δεν μπορούμε να αγνοήσουμε και τα μειονεκτήματα αυτής της προοπτικής. Η Ρωσία, υστερεί της Κίνας στην οικονομική ανάπτυξη και συνδέεται ολοένα και περισσότερο μαζί της πολιτικά. Το Πεκίνο είναι πρόθυμο να υποστηρίξει τη Μόσχα -έστω ανεπίσημα- και να παράσχει χρηματοπιστωτική βοήθεια στη Ρωσία, αλλά το κόστος μιας τέτοιας βοήθειας θα είναι η ταχεία ανάπτυξη μιας βαθύτερης εξάρτησης της Ρωσίας από την Κίνα. Τα συμφέροντα των δύο χωρών δεν ταυτίζονται σε όλους τους τομείς, και η Ρωσία θα πρέπει να λαμβάνει ολοένα περισσότερο υπόψη την κινεζική γνώμη στη λήψη των αποφάσεων.
Όπως και να' χει, ιδιαίτερα σημαντική για τη Ρωσία είναι η ενεργοποίηση ενός ευρέως φάσματος επαφών, πέραν της παραδοσιακής Δύσης, για να εξισορροπήσει τη νέα της θέση. Το μεγαλύτερο τμήμα του παγκόσμιου πληθυσμού έχει κουραστεί από την έλλειψη εναλλακτικών λύσεων στη Δυτική κυριαρχία. Η Ρωσία δεν πρέπει να περιμένει την επίσημη αναγνώριση των ενεργειών της στην Κριμαία. Αλλωστε, είναι πάρα πολύ ευαίσθητο θέμα για πολλούς η αλλαγή των συνόρων. Ωστόσο, μπορεί να είναι σε μεγάλο βαθμό σίγουρη ότι δεν είναι δυνατόν να της επιβληθεί εμπάργκο. Οι αναπτυσσόμενες χώρες πλέον, αρνούνται να υπακούουν όλες μαζί, με «στρατιωτική πειθαρχία», στις επιταγές της Δύσης, και προσπαθούν να χρησιμοποιήσουν τις διαμάχες των γιγάντων για να ενισχύσουν τις δικές τους θέσεις.

Ο βαρύνων ρόλος της Δύσης

Είναι σαφές ότι η Δύση εξακολουθεί να είναι ο πιο ισχυρός και με τη σημαντικότερη επιρροή παγκόσμιος παίκτης. Παράλληλα, διαθέτει ένα ισχυρό δυναμικό, κυρίως στον επιστημονικό, τεχνολογικό και εκπαιδευτικό τομέα, που κανείς δεν μπορεί να αντικαταστήσει. Ακόμα και η πολιτιστική ελκυστικότητα της Ευρώπης για τη Ρωσία, αλλά και για όλο τον κόσμο, δύσκολα μπορεί να υποεκτιμηθεί.
Για τη Ρωσία δεν υπάρχει κανένας λόγος να ξεκινήσει μια σύγκρουση με τη Δύση, και να απομονωθεί απ' αυτή. Αυτό που ακριβώς πρέπει να γίνει κατανοητό, είναι ότι η συνεργασία δεν μπορεί να γίνεται με οποιουσδήποτε όρους και με οποιοδήποτε κόστος. Στον κόσμο του 21ου αιώνα είναι μάταιο να ελπίζουμε σε επιτυχία χωρίς ισχυρούς δεσμούς με τη Δύση. Έτσι, αν τελικά η Δύση προχωρήσει στην επιβολή κυρώσεων, θα πρέπει να τους ευχαριστήσουμε. Θα βοηθήσουν στην έναρξη της διαδικασίας αναπροσανατολισμού της εξωτερικής πολιτικής μας, που έχει ήδη ωριμάσει. Επιπλέον, η άρνηση της Ρωσίας να συνεχίσει στα μονοπάτια της «Δυτικοκεντρικής» εξωτερικής πολιτικής, που πλέον είναι «στενός κορσές», θα στείλει σε όλο τον κόσμο το μήνυμα ότι μπορεί να γίνει πράξη ο πολυπολικός κόσμος, και ότι ουδείς μπορεί να τον αγνοήσει.
(Η Ρωσία τώρα)
Συνεχίστε το διάβασμα ΕΔΩ........