© Le Monde
Αμβροσία τέρμα! Από εδώ και πέρα, βραστό λάχανο!
Όταν η παγκόσμια οικονομική διακινδύνευση αιφνιδίασε ολόκληρο τον πλανήτη, οι κυβερνήσεις απροσδόκητα ανέλαβαν την πολιτική πρωτοβουλία να διασώσουν την παγκόσμια οικονομία με τα δικά τους μέσα. Πέρσι, το πρόβλημα ήταν οι τράπεζες· φέτος τα δημόσια οικονομικά. Ποιος θα σώσει, τις κυβερνήσεις τούτη τη φορά, από τη δημοσιονομική κατρακύλα; H διακινδύνευση πλέον αφορά την προεξόφληση της καταστροφής στο παρόν, που όμως φυσικά και δεν είναι η απλή μεταφορά και υλοποίηση των προγνώσεων του μέλλοντος.
Έτσι οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις βρίσκονται να παλεύουν με αυτό που έως μόλις χτες ήταν αδιανόητο: το φάντασμα της πιθανής δημοσιονομικής χρεοκοπίας και της κατάρρευσης του ευρώ πλανάται πάνω από τις χρηματοοικονομικές αγορές. Κι όμως, δεν πάει πολύς καιρός που το ευρώ ήταν το αξιόπιστο αγκυροβόλι, που εγγυούταν τη σταθερότητα σε αυτή την εποχή των παγκόσμιων οικονομικών αναστατώσεων.
Και ιδού που έξαφνα εμφανίζεται ένα δίλημμα αρχής: συνεργασία ή αποτυχία; Αμέσως είπα: Θεέ μου, τι ευκαιρία! Ακόμα κι αν δεν υπήρχε η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ), θα χρειαζόταν να την ανακαλύψουμε, για να αποτρέψουμε την κατάρρευση του ευρώ. Ιμμάνουελ Καντ (Ιmmanuel Kant) ή καταστροφή! Χρειαζόμαστε ένα ευρώ ισχυρό και σταθερό, οπότε είναι η ώρα να κινητοποιηθεί κάθε ικμάδα πολιτικής βούλησης ώστε η «πολιτική της ειρήνης με άλλα μέσα» η οικονομική συνεργασία και η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, να υπερβούν μια ακόμα αποφασιστική φάση.
Εκτός αν η Γερμανία εκτιμήσει πως σήμερα είναι η ώρα να υπερασπιστεί τον εαυτό της ενάντια στην Ευρώπη ή το επιτυχημένο γερμανικό μοντέλο έναντι των ασωτιών των ζηλόφθονων Ευρωπαίων εταίρων τους που σκοπεύουν να θεραπεύσουν τα οικονομικά τους προβλήματα απομυζώντας τα πορτοφόλια των Γερμανών πολιτών. Μήπως τελικά ο αμοιβαίος εθνικισμός είναι η λύση, όπως δηλώνουν διάφοροι «πραγματιστές» Ευρωπαίοι, αφού όχι μόνο επιτρέπει, αλλά αναγκάζει την κάθε χώρα να λύσει μόνη της, αυτόνομα, τα οικονομικά της προβλήματα;
Αν και κάθε κράτος-μέλος της ΕΕ οφείλει πράγματι να αναγνωρίζει την εθνική κυριαρχία των υπολοίπων εταίρων του, κάθε Ευρωπαίος υποχρεούται ταυτόχρονα να προσπαθεί οι οικονομικές του αποφάσεις να μην έχουν αρνητικές επιπτώσεις στους εταίρους του.
Έχουμε εδώ μια άποψη που στηρίζεται σε τρεις αρχές: (α) ισότητα δικαιωμάτων, (β) διαβούλευση πριν τη λήψη των αποφάσεων και (γ) αμοιβαία ευθύνη -στις οποίες προστίθεται μια τέταρτη: η εμμονή στην άρνηση να επεκταθεί η δικαιοδοσία της ΕΕ στον οικονομικό τομέα. Αν όμως αυτό το υπόδειγμα «αμοιβαίου εθνικισμού» μπορεί να αρκέσει σε αίθριες συνθήκες, είναι συνταγή βεβαίας αποτυχίας όταν το ευρώ απειλείται με κατάρρευση. Η ασυμβατότητα της οικονομικής και νομισματικής σφαίρας από την οικονομική και δημοσιονομική σφαίρα λειτουργεί ως ναρκοπέδιο, τόσο εντός του κάθε κράτους-μέλους όσο και σε διακρατικό επίπεδο, αφού κανένα κράτος δεν είναι αρκετά ισχυρό ώστε να διασώσει τα υπόλοιπα όταν πέσουν σε κινούμενη άμμο. Ταυτόχρονα όμως η άποψη αυτή συσκοτίζει το βαθμό στον οποίο αλληλεξαρτώνται τα κράτη-μέλη: όταν ένα κράτος-μέλος χρεοκοπήσει, κινδυνεύει να συμπαρασύρει τους εταίρους του.
Από τις τρέχουσες δημοσιονομικές απειλές αναδύεται μια «κοσμοπολιτική επιταγή», από την άποψη πως τα κράτη-μέλη της ΕΕ είναι πλέον αναγκασμένα να συνεργάζονται, κι αυτό αφορά και τους παράγοντες εκείνους, σαν την ομοσπονδιακή καγκελάριο, που δεν θέλουν επ' ουδενί να αντιληφθούν αυτή την αναγκαιότητα.
Η κρίση που προκάλεσαν οι απειλές κατά του ευρώ λειτούργησε ως καταλύτης στη διαμόρφωση νέων συσχετισμών δύναμης. Όταν έρχεται η ώρα των αποφάσεων, αυτές πλέον δεν επαφίενται στην «ευρωπαϊκή επιτροπή», ούτε στον πρόεδρο της ΕΕ, ούτε στον πρόεδρο του συμβουλίου, ούτε καν στη Γαλλία, την Ιταλία, την Ισπανία, το Ηνωμένο Βασίλειο· τις κρίσιμες στιγμές, τις αποφάσεις τις λαμβάνει η Γερμανίδα ομοσπονδιακή καγκελάριος, σε στενή συνεργασία με το Γάλλο πρόεδρο Νικολά Σαρκοζί (Nicolas Sarkozy).
Όμως η 'Ανγκελα Μέρκελ δεν είναι η 'Ανγκελα Κολ (Kohl) ούτε η 'Ανγκελα Μπραντ (Brandt). Ο καγκελάριος Κολ δήλωνε στις προγραμματικές του δηλώσεις, εν έτει 1991: «η Γερμανία είναι η πατρίδα μας, αλλά η Ευρώπη το μέλλον μας». Και ο Βίλι Μπραντ είχε δηλώσει στην πρώτη συνεδρίαση της ομοσπονδιακής βουλής της ενοποιημένης Γερμανίας: «Το να είναι κανείς Γερμανός και το να είναι Ευρωπαίος πάνε πλέον μαζί, ας ελπίσουμε δια παντός». Η αναθεώρηση αυτής της παράδοσης στην οποία προχώρησε η Μέρκελ αγγίζει ορισμένα πολύ ευαίσθητα νεύρα, και όχι μόνο στους Ευρωπαίους εταίρους μας.
Δεν είναι όμως ούτε η Μάγκι Μέρκελ, που υποτάσσει την Ευρώπη στη λογική της αγοράς, με σιδηρά πυγμή. Είναι όμως η 'Ανγκελα Μπους (Bush). Σαν τον Αμερικανό πρόεδρο Τζορτζ Μπους, που αξιοποίησε την έννοια της διακινδύνευσης ώστε να επιβάλει τη μονομερή του προσέγγιση στον υπόλοιπο κόσμο κηρύσσοντας τον πόλεμο κατά της τρομοκρατίας, η 'Ανγκελα Μπους αξιοποίησε την νομισματική διακινδύνευση της Ευρώπης ώστε να επιβάλει στην υπόλοιπη ΕΕ την γερμανική πολιτική δημοσιονομικής σταθεροποίησης.
Το γερμανικό μάρκο υπήρξε το σύμβολο της γερμανικής ισχύος. Θα πρέπει άρα να συμβεί το ίδιο με το ευρώ. Εκ των υστέρων -και κατά συνέπεια- ο εθνικισμός που αποτυπωνόταν στο γερμανικό μάρκο, μεταφέρεται πλέον στο απειλούμενο από κατάρρευση ευρώ. Οι ίδιες οι βάσεις της μεταπολεμικής γερμανικής πολιτικής, πάει να πει η ίδια η πολυμερής προσέγγιση, θυσιάστηκαν εν μια νυκτί, και μάλιστα στο όνομα της Ευρώπης, στο βωμό της «σταθεροποίησης του ευρώ», με κόστος ένα εκπληκτικό μείγμα αυτοϊκανοποίησης, αυτάρκειας και αυταπάτης.
Αλλά η επέλαση της Μέρκελ υπέρ του «γερμανευρώ» («deutscheuro», DE) εγγράφεται και σε ένα ευρύτερο πλαίσιο, που περικλείει την οικονομία, την εξωτερική πολιτική και τα περιθώρια ελιγμού των γερμανικών ενόπλων δυνάμεων (Bundeswehr) στο εξωτερικό. Η καγκελάριος εκπροσωπεί μια Γερμανία αναδιπλωμένη στον εαυτό της, μιας Γερμανία που παύει να είναι «ο πλέον ευρωπαϊστής των Ευρωπαίων» και που επιλέγει να περιστέλλει τις συμμαχίες της και τις υποχρεώσεις της εντός της ΕΕ· μια Γερμανία που φλερτάρει με την ιδέα της μεταβολής της σε «εκτενή Ελβετία» ή σε «μικρή Κίνα» (με μεγάλα πλεονάσματα στο ισοζύγιο πληρωμών, συνδυασμένα με περιορισμένη εσωτερική ζήτηση)· μια Γερμανία που ξαναγράφει τη μεταπολεμική της συνταγματική ιστορία στην κατεύθυνση ενός αυτο-αναφορικού κράτους, και τελευταίο αλλά όχι έλασσον, μια Γερμανία που επαναδιατυπώνει το «γερμανικό πρόβλημα» εντός του ευρωπαϊκού πλαισίου.
Πίσω από όλα αυτά, αρχίζει να παίρνει πολιτική μορφή μια ψευδής εθνική μυθολογία που επεξεργάζονται ορισμένες διανοητικές ελίτ που αρέσκονται να στιγματίζουν την απρόσωπη ευρωπαϊκή γραφειοκρατία –όπως το έκανε πρόσφατα από τις στήλες του Σπίγκελ ο Χανς-Μάγκνους Ενζενμπέργκερ (Hans-Magnus Enzensberger)- που εκφράζεται και ως δημοκρατική οπισθοχώρηση (δείτε την εξέταση της συνταγματικότητας της «συνθήκης της Λισσαβόνας» από το συνταγματικό δικαστήριο, μία ακόμα κραυγαλέα ένδειξη, ειρήσθω εν παρόδω, της νέας γερμανικής μονομέρειας). Με όλα αυτά, σχηματίζεται άρρητα η παντελώς αιθεροβάμων υπόθεση που είναι δυνατή η επιστροφή στην ειδυλλιακή εποχή του κράτους-έθνους.
Βασιλεύει μια τυφλή πίστη στο κράτος-έθνος, που έρχεται σε κατάφορη σε αντίθεση με την ιστορικότητά του, και η επίμονη και καταθλιπτική αφέλεια να θεωρείται «αιώνιο» και «φυσικό» αυτό που έως και δύο ή τρεις αιώνες μόλις πριν, θεωρούνταν εντελώς απίθανο και αφύσικο. Ο διανοητικός αυτός εθνικισμός, και η -θεμελιωμένη στη νοσταλγία- απατηλή εθνική μυθολογία που τον συνοδεύει, δεν φιλοξενείται μόνο σε ορισμένους σκοτεινούς θύλακες της Ευρώπης, όπου εμφιλοχωρεί και ο δεξιός λαϊκισμός, αλλά κυριαρχεί στους πλέον πεφωτισμένους και καλλιεργημένους ευρωπαϊκούς κύκλους.
Το μεταπολεμικό γερμανικό υπόδειγμα υπήρξε φορέας μιας εξωτερικής πολιτικής που χαρακτηριζόταν από τη μέγιστη νεωτερικότητα: ήταν μετα-εθνικό, πολυμερές, βασισμένο στην οικονομία, ειρηνόφιλο από κάθε άποψη και σε κάθε επίπεδο, που διακήρυσσε την ολομέτωπη αλληλεξάρτηση, αναζητούσε παντού φίλους και δεν έβλεπε πουθενά αντιπάλους. Λέξεις σαν «ισχύς» ή «πυγμή» θεωρούνταν υβριστικές, κι έπρεπε να αντικατασταθούν από την «ευθύνη»· όσο για το εθνικό συμφέρον, έμπαινε πάντοτε στο ράφι, σαν τις παλιές πολυθρόνες «Σαρλ Ντις», πίσω από βαριές κουρτίνες στις οποίες ήταν ραμμένες με χρυσά γράμματα οι λέξεις «Ευρώπη», «ειρήνη», «συνεργασία», «σταθερότητα», «ομαλότητα», ακόμα και «ανθρωπότητα».
Πρόκειται απλά για μια στιγμιαία εντύπωση ή για ένα τετελεσμένο γεγονός; H «ενωμένη Ευρώπη» στην οποία αναφέρεται το προοίμιο του γερμανικού συντάγματος έπαψε να αποτελεί τον πολικό αστέρα της γερμανικής πολιτικής, ή τον τρόπο που αντιλαμβάνονται εαυτόν οι ίδιοι οι Γερμανοί; Κάτι τέτοιο, που αν συμβαίνει οφείλει να προκαλέσει ζωηρή συζήτηση στο εσωτερικό της ΕΕ, θα σήμαινε το τέλος των ευτυχών ημερών της Ευρώπης και της Γερμανίας. Η ΕΕ θα προοριζόταν να ξαναγίνει μια ζώνη ελευθέρων συναλλαγών ειδών πολυτελείας, σε μια κοινωνία που ευρίσκεται υπό την διακινδύνευση της παγκοσμιοποίησης, όπου καμιά χώρα δεν μπορεί πλέον να λύσει μόνη της τα προβλήματά της.
Ο Ulrich Beck είναι κοινωνιολόγος και φιλόσοφος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου