Σάββατο 24 Ιανουαρίου 2015

Οι οκτώ μεγα-τάσεις που ανατρέπουν το οικονομικό μοντέλο

Αθανάσιος Χ. ΠαπανδρόπουλοςΑθανάσιος Χ. Παπανδρόπουλος 
ath.papandropoulos@euro2day.gr

Το καίριο ερώτημα που προκύπτει από τη σημερινή διεθνή χρηματοπιστωτική κρίση είναι αυτό της υφής των αλλαγών που ήδη έχουν δρομολογηθεί και των τρόπων αντιμετώπισής τους. Οκτώ ανατροπές που θα καθορίσουν ολόκληρες δεκαετίες.
Διαπρεπείς και επώνυμοι οικονομολόγοι, όπως ο Αμερικανός Νουριέλ Ρουμπίνι, ο Γάλλος Ζακ Ατταλί, ο ινδικής καταγωγής Αμάρτυς Σεν και ο Ιταλός Μάριο Μόντι, πρώην πρωθυπουργός της χώρας του, αναγνωρίζουν χωρίς περιστροφές ότι η διεθνής οικονομία γενικά και η Δύση ειδικότερα έχουν βυθιστεί πολύ βαθιά στον μεγαλύτερο πιστωτικο-επιχειρηματικό κύκλο που έχει να παρουσιάσει η παγκόσμια οικονομική ιστορία. Και αν στο παρελθόν πολλοί κύκλοι είχαν παγκόσμια εμβέλεια, αυτός ο τελευταίος τους αφήνει πολύ πίσω – συμπεριλαμβανομένης και της κρίσης του 1980.
Τα είκοσι και πλέον χρόνια που πέρασαν, ένας ωκεανός χρήματος και πιστώσεων πλημμύρισε κάθε γωνιά του πλανήτη μας. Την ίδια περίοδο, η κουλτούρα του εύκολου πλουτισμού εδραιώθηκε ακόμα και στις μικρότερες οικονομίες, από τη Νορβηγία στη Χιλή και από την Ιρλανδία στη Μογγολία. Τη δε επίδραση αυτού του χρηματοπιστωτικού κύκλου την ένιωσαν όλες οι οικονομίες, ακόμα και αυτές με τις υψηλότερες εξαγωγικές επιδόσεις σε διεθνή εμπορεύματα και ενέργεια. Ε 
Το αναπόφευκτο σκάσιμο της φούσκας αυτής απορρόφησε πολλά τρισεκατομμύρια δολάρια πλούτου και, επειδή το όλο οικοδόμημα είχε το χρέος ως βασικό υλικό του, σήμερα είναι πλέον ορατός και ο αποπληθωρισμός στον δυτικό κόσμο – που είναι, από κάθε άποψη, και ο πιο υπερχρεωμένος.
Ανεξάρτητα από τα αίτια της χρηματοπιστωτικής αυτής φούσκας, που είναι μια μεγάλη ιστορία, αυτό που προέχει σήμερα είναι η αποφυγή μιας κατάρρευσης του ανεπτυγμένου κόσμου – με την παράλληλη, όμως, δημιουργία συνθηκών για παγκόσμια και βιώσιμη οικονομική ανάπτυξη. Ωστόσο, έως ότου φθάσουμε στη θεωρητικά επιθυμητή αυτή κατάσταση, μεγάλα ερευνητικά ινστιτούτα και παγκοσμιοποιημένοι σύμβουλοι επενδυτών και επιχειρήσεων, ενίοτε δε και κυβερνήσεων, προβλέπουν τις αποκαλούμενες «μεγατάσεις» της οικονομικής και κοινωνικής δραστηριότητας, οι οποίες και οδηγούν τις ανθρώπινες κοινωνικοοικονομικές συμπεριφορές για αρκετά από τα χρόνια που ακολουθούν.
Μεγατάση 1: Η κουλτούρα της κατανάλωσης έχει υποστεί σοβαρότατο ρήγμα και δεν θα επιστρέψει ποτέ στα προηγούμενα επίπεδα. Πρόκειται δε για μία μεγατάση-κλειδί, που θα επηρεάσει όλες τις λειτουργίες και πτυχές της οικονομίας.
Στο πλαίσιο αυτής της νέας πραγματικότητας, στον ανεπτυγμένο κόσμο προβλέπεται ότι η συμμετοχή της προσωπικής κατανάλωσης στο Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ) θα μειωθεί κατά δέκα ποσοστιαίες μονάδες και στις χώρες μέλη του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Αναπτύξεως (ΟΟΣΑ), από το επίπεδο του 70% σήμερα, θα πέσει στο 60%, ποσοστό που ίσχυε το 1988.
Σε χώρες όπως οι ΗΠΑ θα παρατηρηθεί εντυπωσιακή άνοδος της αποταμίευσης, με αποτέλεσμα για κάθε μία ποσοστιαία μονάδα ανόδου της τελευταίας, η κατανάλωση να μειώνεται 100 δισ. δολάρια τον χρόνο. Για μία οικονομία όπως η αμερικανική, όπου η κατανάλωση αντιπροσωπεύει το 73% του ΑΕΠ της, η αλλαγή θα έχει σημαντικές και βεβαίως ευρύτερες επιπτώσεις. Προφανώς δε, η άνοδος της αποταμίευσης θα μειώσει τα επιτόκια, πράγμα που θα προσελκύσει τον δανεισμό των επιχειρήσεων και άρα θα τονώσει την παραγωγή –την οποία, όμως, οι ΗΠΑ θα επιδιώξουν να τοποθετήσουν σε ξένες αγορές, εξέλιξη που σημαίνει ισχυρό ανταγωνισμό και νομισματικές αναταράξεις – με τις τελευταίες να είναι ήδη αισθητές.
Μεγατάση 2: Η πτώση της κατανάλωσης στις ΗΠΑ θα συνεχίσει να έχει επιπτώσεις στην παγκόσμια οικονομία. Οι αναπτυσσόμενες οικονομίες στον κόσμο εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τη ζήτηση των ανεπτυγμένων χωρών και, στις περισσότερες από αυτές, ο πλούτος που έχει δημιουργηθεί τα τελευταία χρόνια δεν είναι αρκετός για να στηρίξει την εσωτερική τους ζήτηση για καταναλωτικά αγαθά. Έως ότου λοιπόν η εσωτερική ζήτηση στις χώρες αυτές καλύψει απώλειες από χαμηλότερες εξαγωγές, θα πρέπει να βρεθούν νέες εξαγωγικές αγορές, πράγμα που δεν είναι εύκολο.
Οσοι ελπίζουν ότι μπορεί να υπάρξουν θετικές εξελίξεις λόγω Κίνας, δυστυχώς γι' αυτούς αγνοούν την κινεζική πραγματικότητα. Η κινεζική οικονομία, παρά τα φαινόμενα, αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα ανεργίας, τεράστιας εισοδηματικής ανισοκατανομής και υπερεπενδύσεων σε έργα υποδομής – προβλήματα που ήδη έχουν οδηγήσει στη δημιουργία παράπλευρών φουσκών. Υπό αυτές τις συνθήκες, οι αναπτυσσόμενες χώρες δύσκολα θα μπορούσαν να γίνουν ατμομηχανή της διεθνούς οικονομίας, όταν η κατανάλωση σε αυτές αντιπροσωπεύει κατά μέσον όρο μόνον το 30% του ΑΕΠ τους.
Μεγατάση 3: Η μετατόπιση της οικονομικής δύναμης από τον Ατλαντικό στον Ειρηνικό. Πολύ αμφιβάλλουμε αν γνωρίζει κανείς στην Ελλάδα γιατί, πέρα από την Αφρική, οι Κινέζοι πραγματοποιούν μαζικές επενδύσεις και στον αποκαλούμενο «ωκεανό των νήσων», που είναι ο Ειρηνικός. Η απάντηση είναι τόσον απλή όσο και σαφέστατη. Το Πεκίνο επιθυμεί να έχει ισχυρή γεωπολιτική και οικονομική παρουσία, μέσω επενδύσεων και σημαντικών επιδοτήσεων, σε μία περιοχή που στα βάθη της θάλασσάς της διαθέτει απίστευτο πλούτο μετάλλων και, ταυτόχρονα, ήδη γνωρίζει τους πιο εντυπωσιακούς ρυθμούς ανάπτυξης στον κόσμο.
Έτσι, σε οικονομικό επίπεδο, βρίσκεται σε εξέλιξη μία «Μάχη του Ειρηνικού», με πρωταγωνιστές τις ΗΠΑ, την Κίνα, την Ιαπωνία και την Αυστραλία. Είναι δε ξεκάθαρο ότι αυτή η νέα «Μάχη του Ειρηνικού» θα έχει όλο και μεγαλύτερες επιπτώσεις στην παγκόσμια οικονομία, καθώς και στις γεωπολιτικές της προεκτάσεις.
Με αφετηρία, λοιπόν, τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2007, βλέπουμε τον κόσμο να αλλάζει. Η Δύση, ανίκανη πλέον να καλύψει με τις αποταμιεύσεις της μία κρίση που δεν είχε προβλέψει, δανείζεται σήμερα από τις αναπτυσσόμενες χώρες – όχι, όμως, χωρίς να χάνει και σημαντικό μέρος του κεφαλαίου εμπιστοσύνης που οι τρίτες χώρες είχαν προς αυτήν. Έτσι, οι νέοι δανειστές της Δύσης επιβάλλουν τους όρους τους, αλλά και την σταδιακή υποχρέωση σε Αμερικανούς και Ευρωπαίους να εξοφλήσουν τα χρέη τους αν δεν θέλουν να κηρύξουν πτώχευση.
Βέβαια, αυτές οι εξελίξεις αποτελούν πολύ ψιλά γράμματα για τους εδώ «ογκόλιθους» της οικονομικής σκέψης, που το μόνο που βλέπουν είναι πώς θα κάνουν την αρπαχτή της μη αποπληρωμής του ελληνικού δημόσιου χρέους. Το αύριο είναι για τους άλλους, διότι προέχει ό,τι φάμε και ό,τι πιούμε σήμερα... Η δε Ευρωπαϊκή Ένωση καλείται να βρει τον βηματισμό της μέσα σε αυτήν τη νέα και ανατρεπτική γεωπολιτική πραγματικότητα και σίγουρα αυτό δεν θα συμβεί με «λιγότερη Ευρώπη», την οποία οραματίζονται κάποιοι, αλλά με ισχυρότερη και μεγαλύτερη.
Μεγατάση 4: Οι μεταμορφώσεις της πραγματικής οικονομίας και οι συνέπειές τους στις οικονομικές πολιτικές. Ο διεθνής καταμερισμός της εργασίας αλλάζει με πρωτοφανή για την οικονομική ιστορία ταχύτητα. Το γεγονός αυτό έχει δραματικές κοινωνικές επιπτώσεις, αφενός, και εξαιρετικά επικίνδυνες πολιτικές προεκτάσεις, αφετέρου. Η παραγωγή προστιθέμενης αξίας στηρίζεται όλο και περισσότερο στα αποκαλούμενα άυλα στοιχεία, που είναι η μετατροπή της γνώσης σε τεχνολογία και καινοτομία, με άμεση συνέπεια οι δαπάνες για έρευνα και ανάπτυξη να πλησιάζουν το 3% του δυτικού ΑΕΠ – με θλιβερή εξαίρεση την Ελλάδα (0,45% του ΑΕΠ της).
Το αντίστοιχο μέσο ποσοστό στον αναπτυσσόμενο κόσμο είναι 1,1%, αλλά η ετήσια αύξησή του σε χώρες όπως η Κίνα, η Ινδία και η Νότιος Κορέα είναι εντυπωσιακή. Ενώ η προστιθέμενη αξία στη Δύση παράγεται στη βάση άυλων δεδομένων, οι παραδοσιακές μεταποιητικές δραστηριότητες μετακομίζουν προς τις περιοχές χαμηλού εργατικού κόστους και μικρής κοινωνικής πρόνοιας. Την ίδια στιγμή, το δυτικοευρωπαϊκό κράτος πρόνοιας έχει φθάσει στα όριά του και, υπό τη δημογραφική παρακμή που παρατηρείται σε μέρος του ανεπτυγμένου κόσμου, το κόστος του γίνεται απαγορευτικό.
Έτσι, στο μέτρο που οι δυτικές πολιτικές ηγεσίες δυσκολεύονται να παρακολουθήσουν με την ανάλογη ταχύτητα τις εξελίξεις, από τη μια πλευρά αυξάνεται η ανεργία και, από την άλλη, μεγαλώνουν οι απαιτήσεις των μεσαίων τάξεων στις αναπτυσσόμενες χώρες. Οι τελευταίες κοινωνικές εκρήξεις στη Βραζιλία, στον αραβικό κόσμο και στη Βόρεια Αφρική επιβεβαιώνουν του λόγου το ασφαλές. Παράλληλα, όμως, φέρνουν στο προσκήνιο και άλλα σοβαρά προβλήματα που θα αντιμετωπίσει ο ανεπτυγμένος κόσμος, με μεταναστευτικά ρεύματα και θρησκευτικές συγκρούσεις του ισλαμικού κόσμου που θα μπορούσαν να μεταφερθούν στο εσωτερικό του. Ήδη, η προέλαση του Ισλαμικού Κράτους στο Ιράκ και τη Συρία αποτελεί πρόγευση των εξελίξεων, που σίγουρα θα επηρεάσουν και τη γειτονική μας Τουρκία.
Μεγατάση 5: Μετανάστευση και δημογραφική κάμψη στον ανεπτυγμένο κόσμο. Η εποχή όπου ο πλανήτης θα έχει περί τα 9 δισεκατομμύρια κατοίκους δεν είναι και πολύ μακρυά. Απέχουμε από αυτήν 30 με 37 χρόνια. Αυτό σημαίνει ότι τα μεταναστευτικά ρεύματα προς τον ανεπτυγμένο κόσμο θα ενταθούν, ακόμα και αν οι αναπτυσσόμενες χώρες γνωρίσουν διψήφιους ρυθμούς ανάπτυξης. Πρόκειται για ένα πολύ σοβαρό πρόβλημα, το οποίο σήμερα έχει προσλάβει και σαφέστατες πολιτικοθρησκευτικές διαστάσεις.
Ήδη, στη Δυτική Ευρώπη κατοικούν 50 εκατομμύρια μουσουλμάνοι και ο αριθμός αυτός είναι πολύ πιθανόν το 2050 να μην απέχει πολύ από τα 50 εκατομμύρια. Έτσι, στην καρδιά της Ευρώπης θα υπάρχει μία ισχυρή μουσουλμανική χώρα, ενώ η Γηραιά Ήπειρος θα περιστοιχίζεται από άλλα 560 εκατομμύρια μουσουλμάνους. Το σενάριο μιας σύγκρουσης πολιτισμών κάθε άλλο παρά επιστημονική φαντασία αποτελεί, αν ληφθεί υπ' όψιν και η δημογραφική παρακμή στην Ευρώπη. Ασφαλώς δε, μια τέτοια σύγκρουση δεν θα έχει τον παραδοσιακό χαρακτήρα μιας πολεμικής συρράξεως όπως αυτές έγιναν γνωστές στους δύο Παγκόσμιους Πολέμους του 20ού αιώνα. Ο τρίτος παγκόσμιος πόλεμος θα έχει εντελώς διαφορετικό χαρακτήρα και είναι πολύ πιθανό να έχει ήδη σχεδιαστεί από κάποια αρρωστημένα μυαλά – οι αποδείξεις είναι αρκετές και εύγλωττες.
Μεγατάση 6: Οικολογία, οικονομία, βιώσιμη ανάπτυξη και ενέργεια. Η πράσινη ανάπτυξη θα βρίσκεται πλέον με αυξανόμενο ρυθμό στο επίκεντρο της ανάπτυξης και θα αποτελεί κορυφαίο συγκριτικό πλεονέκτημα για τη Δύση, η οποία θα επιδιώκει να επιβάλλει στις διεθνείς συναλλαγές οικολογικούς όρους ευνοϊκούς προς τα δικά της συστήματα παραγωγής. Θεαματικές εξελίξεις θα υπάρξουν επίσης και στην ανάδειξη νέων ενεργειακών πηγών, ικανών να μειώνουν την εξάρτηση του ανεπτυγμένου κόσμου κυρίως από το πετρέλαιο.
Τα τεχνολογικά επιτεύγματα είναι ήδη εντυπωσιακά στον τομέα της ενέργειας, με τις ΗΠΑ να ευελπιστούν ότι το 2035 δεν θα έχουν καμιά απολύτως πετρελαϊκή εξάρτηση. Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι, μέσα στην προσεχή εικοσαετία, θα έχουν γίνει αξιοποιήσιμα και τα εκπληκτικά ενεργειακά αποθέματα που έχουν ήδη εντοπιστεί στην Αρκτική – όπου η Αμερική και η Ρωσία έχουν τον πρώτο λόγο.
Μεγατάση 7: Η νέα οικονομία του αγοραστή. Εάν μας ζητούσε κανείς να συνοψίσουμε τι εννοούμε με τον όρο «νέα οικονομία», θα λέγαμε ότι το κύριο χαρακτηριστικό της είναι η πέρα για πέρα μη συμβατική δομή του κόστους. Στη «νέα οικονομία», όπως υποστηρίζει ο οικονομολόγος και καθηγητής Ντανιέλ Κοέν, αυτό που κοστίζει ακριβά είναι η πρώτη μονάδα του παραγόμενου αγαθού και όχι αυτές που ακολουθούν.
Από τη στιγμή που υλοποιήθηκε το λογισμικό Windows, μπορεί να πωληθεί τόσο σε ένα χωριό, όσο και στον κόσμο ολόκληρο. Το συνολικό του κόστος στις περιπτώσεις αυτές ελάχιστα θα μεταβληθεί. Η ίδια συλλογιστική ισχύει και στα οπτικοακουστικά μέσα. Μία ταινία κοστίζει ακριβά για να γίνει, αλλά όχι για να προβληθεί. Κάτι παρόμοιο συμβαίνει και στη φαρμακοβιομηχανία, όπου αυτό που μετράει είναι η ανακάλυψη ενός εμβολίου και όχι η παραγωγή του.
Οι οικονομολόγοι Μπ. Ντελόνγκ και Μ.Φρούμκιν στο βιβλίο τους «Παλαιοί Κανόνες για τη Νέα Οικονομία» τονίζουν ότι στην παλιά οικονομική πραγματικότητα, ο καταναλωτής πλήρωνε στον παραγωγό την υπηρεσία που αυτός του προσέφερε. Στη νέα οικονομία, που είναι αυτή του αγοραστή, ο παραγωγός δεν ενδιαφέρεται να πουλήσει μία υπηρεσία στον καταναλωτή, όσο να εξασφαλίσει την προσοχή του –με στόχο, βέβαια, να τον κάνει και όσο πιο πιστό γίνεται. Έτσι, τα ιδιωτικά τηλεοπτικά κανάλια δεν πουλάνε υπηρεσίες στους καταναλωτές, αλλά ενδιαφέρονται να τους προσφέρουν προγράμματα που προσελκύουν την προσοχή τους και μπορούν έτσι να αντλήσουν διαφημιστικά έσοδα.
Αυτού του τύπου η νέα οικονομία θα γνωρίσει αλματώδη ανάπτυξη μέσω του Διαδικτύου και, όπως εύκολα αντιλαμβάνεται κανείς, θα ανατρέψει και όλους τους καθιερωμένους μέχρι σήμερα κανόνες του μάρκετινγκ.
Συμπληρωματικά θα πρέπει να προσθέσουμε ότι αυτή η νέα μορφή της οικονομίας δίνει και νέες διαστάσεις στην παγκοσμιοποίηση, ιδιαίτερα δε στο επίπεδο του ανθρώπινου δυναμικού. Δεν είναι έτσι διόλου τυχαίο το γεγονός ότι σήμερα μαίνεται σε παγκόσμιο επίπεδο ο «πόλεμος αναζήτησης ταλέντων» – που σημαίνει ότι παγκοσμιοποιούνται και τα προσόντα αυτών που εισέρχονται στην αγορά εργασίας με ανοικτούς ορίζοντες.
Είναι λοιπόν φανερό ότι ένα σημαντικό χαρακτηριστικό της μετά την κρίση εποχής θα είναι και η κινητικότητα στο επίπεδο της εργασίας. Πρόκειται για μία όγδοη μεγατάση, την οποίαν οι νέοι κυρίως θα πρέπει να λάβουν πολύ σοβαρά υπ' όψιν τους. Γιατί η μεγατάση αυτή θα επιβάλλει και πολλούς επαγγελματικούς επαναπροσανατολισμούς στην καριέρα – γεγονός που κάνει εκ των ων ουκ άνευ τη διά βίου μάθηση.
Η εξέλιξη αυτή, ωστόσο, επιβάλλει σοβαρές μεταρρυθμίσεις στα εκπαιδευτικά συστήματα, τα οποία, όπως προκύπτει από τη διεθνή πραγματικότητα, ήδη αποτελούν κορυφαίο συντελεστή παραγωγής, καθ' όσον επεξεργάζονται φαιά ουσία. Παράλληλα, όμως, αυτή η φαιά ουσία αποκτά όλο και μεγαλύτερη κινητικότητα, πράγμα που σημαίνει ότι αναζητεί τύπους καλύτερης αξιοποίησής της. Τώρα, κατά πόσον αυτό κάποιοι στην Ελλάδα το καταλαβαίνουν, είναι ένα καλό ερώτημα – με μάλλον δυσάρεστα αρνητική απάντηση, για την ώρα
πηγη euro2day".
Συνεχίστε το διάβασμα ΕΔΩ........

Παρασκευή 2 Ιανουαρίου 2015

Παρασιτικός κοινωνικός καταναλωτισμός

...στην Ελλάδα δεν υπάρχουν πια περιθώρια για μισόλογα και διακριτικούς υπαινιγμούς - του Παναγιώτη Κονδύλη

Παναγιώτης Κονδύλης
Εισαγωγικό σημείωμα του Δαμιανού Βασιλειάδη, εκπαιδευτικού, συγγραφέα

«Η εργατική τάξη ενδιαφέρεται μόνο για την κατανάλωση και όχι για επενδύσεις στον εκσυγχρονισμό της οικονομίας»
Ανδρέας Γ. Παπανδρέου


Κατωτέρω παρατίθεται μια ανάλυση του μεγάλου Έλληνα διανοητή, φιλοσόφου, ιστορικού, κοινωνιολόγου και λογοτέχνη - γλωσσοπλάστη Παναγιώτη Κονδύλη, που περιγράφει την φρι κτή παρακμιακή αξιακή μετάλλαξη του Έλληνα, αιτία όλων των δεινών του. Πάντως είναι ένας ακριβής καθρέφτης της ελληνικής κοινωνίας, που υπήρξε πριν την κρίση, στην οποία αναφέρεται. Μήπως όμως συνεχίζεται και τώρα με άλλη μορφή;

Η παθογένεια του πολιτικού συστήματος και της κοινωνίας. Επίκαιρο όσο ποτέ!

Ένα προφητικό κείμενο του στοχαστή Παναγιώτη Κονδύλη για τις αιτίες της ελληνικής παρακμής και για όσα συμβαίνουν στις μέρες μας (γραμμένο το 1992!)

Ο Παναγιώτης Κονδύλης δεν θέλει μόνο να καταγράψει μια κατάσταση, αλλά να μας οδηγήσει και στην λύση, που προτείνει έμμεσα και είναι άλλη απ’ αυτήν που καθιέρωσε ο Ανδρέας Παπανδρέου με το παρασιτικό καταναλωτικό μοντέλο, που μας οδήγησε στην ανθρωπιστική κρίση.

Σκληρές αλήθειες, είν’ αλήθεια, αλλ’ είν’ αλήθεια ότι είναι σωτήριες, αν αξιοποιηθούν κατάλληλα στα πλαίσια ενός νέου διαφωτισμού.

Η Ανάλυση του Παναγιώτη Κονδύλη

 ΕΗ σημερινή Ελλάδα αποτελεί ακριβώς περίπτωση φθίνοντος έθνους, το οποίο εκλαμβάνει τις έμμονες μυθολογικές του ιδέες για τον εαυτό του ως ρεαλιστική αυτεπίγνωση. Δεν είναι διόλου περίεργο ότι η ψυχολογική αυτή κατάσταση συχνότατα παρουσιάζει συμπτώματα παθολογικού αυτισμού, γιατί το απαραίτητο υπόβαθρο και πλαίσιο της υγιούς αυτεπίγνωσης είναι η γνώση του ευρύτερου περιβάλλοντος κόσμου, μέσα στον οποίο καλείται να δράσει ένα ατομικό ή συλλογικό υποκείμενο, αποτιμώντας κατά το δυνατόν νηφάλια τις δυνατότητες του και υποκαθιστώντας τη νοσηρά εγωκεντρική αρχή της ηδονής με τη φυσιολογικά εγωκεντρική αρχή της πραγματικότητας.Όπως οι κατώτεροι ζωικοί οργανισμοί, έτσι και οι σημερινοί Έλληνες αντιδρούν με έντονες αντανακλαστικές κινήσεις μονάχα σ’ ό,τι τους ερεθίζει άμεσα και ειδικά· Oι δηλώσεις κάποιου «φιλέλληνα» στη Χαβάη ή κάποιου «μισέλληνα» στη Γροιλανδία (κι ας μη μιλήσουμε καθόλου για τα όσα παρεμφερή μαθαίνει κανείς από τις Βρυξέλλες ή την Ουάσιγκτον) ευφραίνουν ή εξάπτουν, αναλόγως, τα πνεύματα πολύ περισσότερο απ’ ό,τι τα απασχολούν τα ουσιώδη, αν και συχνά αφανή, μεγέθη της πολιτικής και της οικονομίας.

Επίσης ελάχιστοι φαίνεται να ενδιαφέρονται για τα πολιτικά συμπαρομαρτούντα των διαγραφόμενων οικολογικών στενωπών ή για τις προσεχείς συνέπειες της μετανάστευσης των λαών σε μια χώρα τόσο ευπαθή οικολογικά και τόσο έκθετη γεωγραφικά όσο η Ελλάδα. Όμως η έλλειψη, και μάλιστα η άρνηση, της αυτεπίγνωσης δεν φαίνεται μόνον έμμεσα στη στενότητα της πολιτικής κοσμοεικόνας, από την οποία συνήθως αφορμώνται οι συζητήσεις πάνω στην εθνική πολιτική. Φαίνεται και άμεσα, στον τρόπο διεξαγωγής αυτών των συζητήσεων. Στο επίκεντρό τους βρίσκονται δηλ. περισσότερο ή λιγότερο θεμελιωμένες σκέψεις και γνώμες για το ποιά τροπή θα πάρει αυτή ή εκείνη η συγκεκριμένη εξέλιξη και για το αν αυτή ή εκείνη η ενέργεια ενδείκνυται ή όχι, πράγμα πού συχνότατα οδηγεί στη γνωστή και προσφιλή πολιτικολογία και τραπεζορητορεία. Δεν θίγεται όμως ο ακρογωνιαίος λίθος κάθε πολιτικής προβληματικής: ποιά είναι η ταυτότητα και η οντότητα του πολιτικού υποκειμένου, για τις πράξεις, τις παραλείψεις και το μέλλον του οποίου γίνεται λόγος; Πιο συγκεκριμένα: ποιά είναι η σημερινή φυσιογνωμία της Ελλάδας και τι προκύπτει απ’ αυτήν ως προς την ικανότητά της να ασκήσει εθνική πολιτική μέσα στις σημερινές πλανητικές συνθήκες; Η εσωτερική αποσύνθεση, την οποία κανείς αφήνει να προχωρήσει όσο δεν φαίνεται ν’ αντιμετωπίζει άμεσο κίνδυνο, του στερεί τα απαιτούμενα μέσα και περιθώρια ελιγμών όταν η ανάγκη σφίγγει.

Υπάρχει διάχυτη η εντύπωση ότι μόλις εμφανισθεί στο διεθνές προσκήνιο η Ελλάδα (ολόκληρη Ελλάδα!) και υψώσει τη φωνή για τα δίκαιά της, η κοινωνία των εθνών θα αφήσει τις δικές της έγνοιες και θα ενδιαφερθεί για τα ελληνικά αιτήματα, περίπου αποσβολωμένη από την ηθική λάμψη τους. Η προβολή της εξ ορισμού ανώτερης ηθικής διάστασης φαίνεται να απαλλάσσει από τους ταπεινούς μόχθους και τους παραζαλιστικούς λαβυρίνθους της συγκεκριμένης πολιτικής, φαίνεται δηλ. ότι αρκεί να έχει κανείς το δίκαιο με το μέρος του για να έχει κάνει σχεδόν τα πάντα, όσα εξαρτώνται απ’ αυτόν. Στον υπόλοιπο κόσμο εναπόκειται να αντιληφθεί το ελληνικό δίκαιο και να πράξει ανάλογα. Η ελληνική πλευρά συχνότατα θεώρησε και θεωρεί ως αδιανόητο ότι οι άλλοι μπορούν να έχουν (ειλικρινά ή όχι) διαφορετική αντίληψη για το τι είναι δίκαιο· επίσης δυσκολευόταν και δυσκολεύεται να συμφιλιωθεί με τη σκέψη ότι οι άλλοι δεν παίρνουν πάντα τοις μετρητοίς τους ισχυρισμούς της κι ότι χρησιμοποιούν και άλλες πηγές πληροφοριών ή ακούνε και άλλες απόψεις. Εκείνο όμως πού προ παντός αρνείται να κατανοήσει σε μόνιμη βάση η ελληνική πλευρά, καθώς έχει αυτοπαγιδευθεί στις υπεραναπληρώσεις των ηθικολογικών άλλοθι, είναι ότι κάθε ισχυρισμός και κάθε διεκδίκηση μετρούν μόνο τόσο, όσο και η εθνική οντότητα πού στέκει πίσω τους.

Όποιος λ.χ. μονίμως επαιτεί δάνεια και επιδοτήσεις για να χρηματοδοτήσει την οκνηρία και την οργανωτική του ανικανότητα δεν μπορεί να περιμένει ότι θα εντυπωσιάσει ποτέ κανέναν με τα υπόλοιπα «δίκαιά» του. Ούτε μπορεί κανείς να περιμένει ότι θα ληφθεί ποτέ σοβαρά υπ’ όψιν μέσα στο διεθνές πολιτικό παιγνίδι, αν δεν έχει κατανοήσει, και αν δεν συμπεριφέρεται έχοντας κατανοήσει, ότι, πίσω και πέρα από τις μη δεσμευτικές διακηρύξεις αρχών ή τις αόριστες φιλοφρονήσεις, τις φιλίες ή τις έχθρες τις δημιουργεί και τις παγιώνει η σύμπτωση ή η απόκλιση των συμφερόντων. Όμως στη βάση αυτή μπορεί να κινηθεί μόνον όποιος έχει την υλική δυνατότητα να προσφέρει τόσα, όσα ζητά ως αντάλλαγμα. Με άλλα λόγια: οι κινήσεις στο πολιτικό-διπλωματικό πεδίο αποδίδουν όχι ανάλογα με το «δίκαιο», το οποίο άλλωστε η κάθε πλευρά ορίζει για λογαριασμό της, αλλά ανάλογα με το ιστορικό και κοινωνικό βάρος των αντίστοιχων συλλογικών υποκειμένων, το οποίο όλοι αποτιμούν κατά μέσον όρο παρόμοια, όπως γίνεται και με τα εμπορεύματα στην αγορά.Επί πλέον καμιά προστασία και καμιά συμμαχία δεν κατασφαλίζει τελειωτικά όποιον βρίσκεται μαζί της σε σχέση μονομερούς εξάρτησης. Η αξία μιας συμμαχίας για μιαν ορισμένη πλευρά καθορίζεται από το ειδικό βάρος της πλευράς αυτής μέσα στο πλαίσιο της συμμαχίας. Ισχυροί σύμμαχοι είναι άχρηστοι σ’ όποιον δεν διαθέτει ό ίδιος σεβαστό ειδικό βάρος, εφ’ όσον ανάλογα με τούτο εδώ αυξομειώνεται το ενδιαφέρον των ισχυρών. Ίσως να θεωρεί κανείς «απάνθρωπα» και λυπηρά αυτά τα δεδομένα. Aν όμως ασκεί εθνική πολιτική αγνοώντας τα, αργά ή γρήγορα θα βρεθεί σε μια κατάσταση όπου τη λύπη για την ηθική κατάπτωση των άλλων θα τη διαδεχθεί ο θρήνος για τις δικές του συμφορές.

Η παρατήρηση αυτή μας φέρνει στη δεύτερη από τις δύο μεγάλες φάσεις της εθνικής συρρίκνωσης του ελληνισμού σ’ αυτόν τον αιώνα. Αν η πρώτη είχε κυρίως γεωπολιτικό χαρακτήρα, η δεύτερη, πού άρχισε μετά τη σχετική ολοκλήρωση της πρώτης, χαρακτηρίζεται από τα συμπτώματα και τα συμπαρομαρτούντα ενός παρασιτικού καταναλωτισμού αδιάφορου για τις μακροπρόθεσμες εθνικές του επιπτώσεις, ιδιαίτερα σ’ ό,τι αφορά την ανεξαρτησία της χώρας και την αυτοτέλεια των εθνικών της αποφάσεων. Τον καταναλωτισμό αυτόν δεν τον ονομάζουμε παρασιτικό για να τον υποβιβάσουμε ηθικά, αντιπαρατάσσοντάς του «ανώτερα» και «πνευματικά» ιδεώδη ζωής, όπως κάνουν διάφοροι διανοούμενοι. Θα ήταν εξωπραγματικό και ανόητο να θέλει να αποκόψει κανείς τον ελληνικό λαό στο σύνολό του από τις νέες δυνατότητες της παραγωγής και της τεχνολογίας — και επί πλέον θα ήταν και επικίνδυνο, γιατί μια τέτοια αποκοπή θα συμβάδιζε με μια γενικότερη οικονομική και στρατιωτική καθυστέρηση. Ό όρος «παρασιτικός καταναλωτισμός» χρησιμοποιείται εδώ στην κυριολεξία του για να δηλώσει ότι η σημερινή Ελλάδα, όντας ανίκανη να παραγάγει η ίδια όσα καταναλώνει και μην έχοντας αρκετή αυτοσυγκράτηση — και αξιοπρέπεια — ώστε να μην καταναλώνει περισσότερα απ’ όσα μπορεί να παραγάγει η ίδια, προκειμένου να καταναλώσει παρασιτεί, και μάλιστα σε διπλή κατεύθυνση: παρασιτεί στο εσωτερικό, που υποθηκεύει τους πόρους του μέλλοντος μετατρέποντάς τους σε τρέχοντα τοκοχρεολύσια, και παρασιτεί προς τα έξω, που έχει επίσης δανεισθεί υπέρογκα ποσά όχι για να κάνει επενδύσεις μελλοντικά καρποφόρες, αλλά κυρίως για να πληρώσει με αυτά τεράστιες ποσότητες καταναλωτικών αγαθών, τις οποίες και πάλι εισήγαγε από το εξωτερικό. Η εξέλιξη αυτή συντελέσθηκε στο πλαίσιο της μεταπολεμικής προοδευτικής διαπλοκής των διεθνών οικονομικών διαδικασιών γενικά και των ευρωπαϊκών οικονομιών ειδικότερα, ωστόσο θα ήταν λάθος να τη θεωρήσουμε ως ειμαρμένη πού ενέσκηψε πάνω σε μιαν αδύνατη κι ανυπεράσπιστη Ελλάδα, αιχμαλωτισμένη ανέκκλητα στα δίχτυα του «διεθνούς κεφαλαίου». Τέτοιες φαινομενικά περισπούδαστες εξηγήσεις προσφέρουν όσοι οχυρώνονται πίσω από την αγοραία «αριστερή» και «φιλολαϊκή» ρητορική, αρνούμενοι να αναμετρήσουν το μέγεθος των δικών τους ευθυνών, το βάθος των συντελεστών της σημερινής εθνικής κρίσης και την οδυνηρότητα των πιθανών διεξόδων απ’ αυτήν.

Οι πρωταρχικοί λόγοι, πού έθεσαν σε κίνηση τη διαδικασία της εθνικής εκποίησης και της συναφούς πολιτικής αποδυνάμωσης της Ελλάδας σε διεθνές επίπεδοείναι ενδογενείς και ανάγονται στη λειτουργία του πολιτικού της συστήματος και στη συμπεριφορά όλων των υποκειμενικών του παραγόντων. Με άλλα λόγια: το ελληνικό κοινωνικό και πολιτικό σώμα στο σύνολο του επωφελήθηκε από τη μεταπολεμική πρωτοφανή ανάπτυξη της διεθνούς οικονομίας και άντλησε βραχυπρόθεσμα ωφελήματα απ’ αυτή με αντάλλαγμα τον μακροπρόθεσμο υποβιβασμό της Ελλάδας στην κλίμακα του διεθνούς καταμερισμού της εργασίας και συνάμα τη γενική εθνική της υποβάθμιση.Αυτό έγινε με τη μορφή ενός σιωπηρού, αλλά διαρκούς και κατά μέγα μέρος συνειδητού και επαίσχυντου κοινωνικού συμβολαίου, στο πλαίσιο του οποίου η εκάστοτε πολιτική ηγεσία — «δεξιά», «φιλελεύθερη» ή «σοσιαλιστική», κοινοβουλευτική ή δικτατορική: στο κρίσιμο τούτο σημείο οι αποκλίσεις υπήρξαν ελάχιστες — ανέλαβε τη λειτουργία να ενισχύει γρήγορα και παρασιτικά τις καταναλωτικές δυνατότητες του «λαού» με αντίτιμο την πολιτική του εύνοια ή ανοχή, ήτοι τη διαχείριση της πολιτικής εξουσίας και την κάρπωση των συναφών κοινωνικών και υλικών προνομίων . Βεβαίως, η συναλλαγή αυτή χαρακτήριζε τον ελληνικό κοινοβουλευτισμό από τα γεννοφάσκια του , όμως η πρωτοφανής μεταπολεμική διεθνής οικονομική συγκυρία της προσέδωσε δυνατότητες επίσης πρωτοφανείς: προς άγρα και συγκράτηση της εκλογικής πελατείας μπορούσαν τώρα να προσφερθούν όχι απλώς ανιαρές κρατικές θέσεις, αλλά επί πλέον πολύχρωμες μάζες καταναλωτικών αγαθών και πλήθος δελεαστικών καταναλωτικών δυνατοτήτων. Ενώ όμως η πρώτη προσφορά συνεπαγόταν κυρίως την εκποίηση του κρατικού μηχανισμού και των κρατικών πόρων στην εσωτερική αγορά, η δεύτερη — και πιο πλουσιοπάροχη — απέληγε με εσωτερική αναγκαιότητα στο ξεπούλημα ολόκληρου τού έθνους στη διεθνή αγορά . Αυτό το ξεπούλημα άρχισε με τα μεγάλα, αντίδρομα και ταυτοχρόνως συμπληρωματικά, κύματα της μετανάστευσης και του τουρισμού, για να κορυφωθεί, αλλάζοντας αισθητά όψη και συναισθηματική επένδυση, στην αγορά αυστριακών μπισκότων για σκύλους και στην οργάνωση τριήμερων ταξιδιών στο Λονδίνο για ψώνια, κατασταλάζοντας ενδιαμέσως παχυλές επιδοτήσεις μιας περιττής αγροτικής παραγωγής και την περαιτέρω διόγκωση μιας ημιπαράλυτης δημοσιοϋπαλληλίας. Ποτέ άλλοτε το κράτος και το έθνος δεν βρέθηκαν, χάρη στην απλόχερη μεσολάβηση του «πολιτικού κόσμου», σε τόσο αγαστή σύμπνοια με τον χαρτοπαίχτη της επαρχίας και με το τσόκαρο των Αθηνών.

Ο παρασιτικός καταναλωτισμός, όπως τον ορίσαμε παραπάνω, προκάλεσε μια τέτοια διασπάθιση πόρων, ιδιαίτερα στη δεκαετία του 1980 ,ώστε η στενότητα των πόρων θα ακολουθεί στο εξής, και για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα, την ελληνική εθνική πολιτική σαν βαριά σκιά.

Οι σημερινές, και οι αναπόδραστες αυριανές, προσπάθειες του «πολιτικού κόσμου» για τη λύση αυτού του πιεστικού προβλήματος δεν αποτελούν διαρθρωτική του αντιμετώπιση, παρά κατά βάθος αποσκοπούν στη δημιουργία συνθηκών πρόσκαιρης ανακούφισης πού θα επιτρέψουν ξανά την ανακύκλωση του προηγούμενου φαύλου παιγνιδιού μεταξύ κομμάτων και ψηφοφόρων.

Είναι περιττό να εξηγήσουμε ποιές μακροπρόθεσμες συνέπειες έχει η υφιστάμενη σήμερα στενότητα των πόρων για το μέλλον τού έθνους, δηλ. για την οικονομική ανταγωνιστικότητα του, για την παιδεία του και για την άμυνα του. Εξ αιτίας της στενότητας τούτης η Ελλάδα ξεκινά τον αγώνα δρόμου στην αρχόμενη πολυτάραχη φάση της πλανητικής πολιτικής με ένα επί πλέον σημαντικότατο μειονέκτημα. Η οικονομική της υποπλασία, η οποία χρηματοδοτήθηκε και εξωραΐσθηκε καταναλωτικά με την εκτεταμένη απώλεια της οικονομικής της ανεξαρτησίας, θα περιορίσει πολύ τα περιθώρια των πολιτικών της επιλογών και δραστηριοτήτων, προ παντός όταν θα συγκρουσθούν οι δικές της θέσεις με εκείνες των Ευρωπαίων και άλλων χρηματοδοτών της. Για τη σύγκρουση αυτή, η οποία, δεν αποκλείεται κάποτε να πάρει εκρηκτικές διαστάσεις, θα πούμε μερικά πράγματα αμέσως παρακάτω. Πάντως την πορεία και την έκβασή της τις προδιαγράφει η σημερινή εικόνα της Ελλάδας στον διεθνή, και προ παντός στον κοινοτικό ευρωπαϊκό χώρο. Θα πρέπει κανείς, όπως συμβαίνει κατά κανόνα στη μακάρια ελληνική επικράτεια, να αγνοεί τον χώρο αυτόν ή να έχει πάθει αθεράπευτη εθνικιστική τύφλωση και κώφωση για να μη γνωρίζει ότι στα μάτια των εταίρων της η Ελλάδα είναι σήμερα ένας ανεπιθύμητος παρείσακτος, ένας αναξιοπρεπής επαίτης, ο οποίος ζητά δισεκατομμύρια δολάρια κάθε χρόνο προκειμένου να καταναλώνει πολύ περισσότερα απ’ όσα του επιτρέπουν οι παραγωγικές του δυνατότητες και η παραγωγικότητα της εργασίας του, και ο οποίος επί πλέον, για να διασφαλίσει την παρασιτική του ευημερία, δεν διστάζει να ελίσσεται και να εξαπατά, ενώ ο επαρχιωτισμός και ο ενίοτε παιδικός εγωκεντρισμός του δεν του επέτρεψαν ποτέ να διατυπώσει κάποια ουσιώδη σκέψη ή πρόταση γενικού ευρωπαϊκού ή διεθνούς ενδιαφέροντος. Δεν έχει σημασία αν την εικόνα τούτη τη συμμερίζονται όλοι ανεξαιρέτως και αν ευσταθούν όλες της οι λεπτομέρειες ! Bαρύνουσα πολιτική σημασία έχει η γενική της διάδοση και προ παντός η γενική συμφωνία της με τα πραγματικά δεδομένα. Εδώ ήδη φαίνεται καθαρότατα η βαθειά εσωτερική σχέση ανάμεσα στην πολιτική του παρασιτικού καταναλωτισμού και στις τύχες της χώρας μέσα στην κοινωνία των εθνών.

Οι απωθητικοί και αντισταθμιστικοί μηχανισμοί, με τη βοήθεια των οποίων η πολυδαίδαλη και πολυμήχανη νεοελληνική ψυχή παρακάμπτει τους εξευτελισμούς χωρίς ποτέ να τους υπερνικήσει κατά μέτωπο, είναι παλαιοί, δοκιμασμένοι και γνωστοί. Επειδή ο επαίτης κατάγεται, γεωγραφικά τουλάχιστον, από τον τόπο του Περικλή, πιστεύει ο ίδιος ότι δικαιούται να εμφανίζεται με χλαμύδα, τη λευκότητα της οποίας τίποτε, ούτε καν κατάφωρες παραχαράξεις και καταχρήσεις, δεν θα μπορούσε να σπιλώσει . Παράλληλα, οι περιοδικές πατριωτικές εξάρσεις ή αψιθυμίες, από διάφορες αφορμές, επιτρέπουν την ψυχολογικά βολική υπερκάλυψη της εθνικά ολέθριας συλλογικής πρακτικής από το υψιπετές εθνικό φρόνημα, της κοντόθωρης ευδαιμονιστής δραστηριότητας από το μετέωρο παραλήρημα. Επίσης καθιστούν δυνατή την ψευδαίσθηση της ομοψυχίας όταν οι ατομικές βλέψεις και οι προσωπικές επιδιώξεις στην πραγματικότητα αποκλίνουν τόσο, ώστε είναι πια δυσχερέστατο να συντονισθούν με καθοριστικό άξονα τις επιταγές μιας μακρόπνοης εθνικής πολιτικής. Η κραυγαλέα επίδειξη ομοψυχίας υποκαθιστά έτσι την ύπαρξη πρακτικά δεσμευτικής και αποδοτικής ομογνωμίας πάνω σε συγκεκριμένα ζητήματα και συγκεκριμένες λύσεις . Έτσι, ό,τι θα έπρεπε ν’ αποτελεί ψυχολογικό θεμέλιο για την άσκηση εθνικής πολιτικής μετατρέπεται σε ψυχολογικό άλλοθι για τη ματαίωση των προϋπο­θέσεών της, καθώς η διαρκής πατριωτική μέθη εμποδίζει μόνιμα τους ευτυχείς φορείς της να αποκρυσταλλώσουν τη ρητορική εθελοθυσία τους σε κοινές πραγματιστικές πολιτικές αποφάσεις, ήτοι σε μία κατανομή ευθυνών, εργασιών, προσφορών και απολαβών μέσα σ’ ένα μακρόχρονο και δεσμευτικό πρόγραμμα εθνικής επιβίωσης.Όσο περισσότερο η συζήτηση μετατοπίζεται προς την κατεύθυνση τέτοιων αποφάσεων, τόσο γρηγορότερα η μέθη ξεθυμαίνει για να επικρατήσει και πάλι η ατομική ή «κλαδική» λογική του παρασιτικού καταναλωτισμού. Ως συνδετικός ιστός και ως κοινός παρονομαστής απομένει έτσι μία γαλανόλευκος πομφόλυξ.

Το γεγονός, το οποίο περιπλέκει αφάνταστα τη σημερινή ελληνική κατάσταση, κάνοντάς τη να φαίνεται κατ’ αρχήν αδιέξοδη , είναι ότι η υπέρβαση του παρασιτικού καταναλωτισμού ειδικότερα και του κοινωνικού και ιστορικού παρασιτισμού γενικότερα, η εκλογίκευση της οικονομίας και της εθνικής προσπάθειας στο σύνολο της, δεν προσκρούουν απλώς στα οργανωμένα συμφέροντα μιας μειοψηφίας, η οποία στο κάτω-κάτω θα μπορούσε να παραμερισθεί με οποιαδήποτε μέσα και προ παντός με τη συμπαράσταση της μεγάλης πλειοψηφίας. Τα πράγματα είναι ακριβώς αντίστροφαΓια να ακριβολογήσουμε, βέβαια, πρέπει να προσθέσουμε ότι σε σχέση με τη σύγχρονη Ελλάδα η έννοια του παρασιτισμού μόνον οξύμωρα μπορεί να χρησιμοποιηθεί: γιατί εδώ δεν πρόκειται για έναν λίγο-πολύ υγιή εθνικό κορμό, ο οποίος έχει αρκετές περισσές ικμάδες ώστε να τρέφει και μερικά παράσιτα ποσοτικώς αμελητέα, παρά για ένα πλαδαρό σώμα πού παρασιτεί ως σύνολο εις βάρος ολόκληρου του εαυτού του, ήτοι τρώει τις σάρκες του και συχνότατα και τα περιττώματα του. Οι κοινωνικές και ατομικές συμπεριφορές, πού ευδοκιμούν μοιραία σε τέτοιο μικροβιολογικό περιβάλλον, συμφυρόμενες με ζωτικότατα κατάλοιπα αιώνων ραγιαδισμού, βαλκανικού πατριαρχισμού και πελατειακού κοινοβουλευτισμού, αποτελούν την άκρα αντίθεση και τον κύριο φραγμό προς κάθε σύλληψη και λύση των προβλημάτων της εθνικής επιβίωσης πάνω σε βάση μακροπρόθεσμης και οργανωμένης συλλογικής προσπάθειας. Η σημερινή ψυχοπνευματική εξαθλίωση του ελληνικού λαού στο σύνολο του δεν νοείται ωστόσο εδώ με τη στενή σημασία των διαφόρων ηθικολόγων, παρά πρωταρχικά ως μέγεθος πολιτικό: έγκειται στην επίμονη και ιδιοτελή παραγνώριση της αδήριτης σχέσης πού υφίσταται ανάμεσα σε απόδοση και απόλαυση, και κατ’ επέκταση στην αδιαφορία απέναντι στην υπονόμευσηΗ συντριπτική πλειοψηφία του ελληνικού λαού όλων των κοινωνικών στρωμάτων έχει εν τω μεταξύ συνυφάνει, κατά τρόπους κλασσικά απλούς ή απείρως ευρηματικούς, την ύπαρξη και τις απασχολήσεις της με τη νοοτροπία και με την πρακτική του παρασιτικού καταναλωτισμού και του κοινωνικού παρασιτισμού του εθνικού μέλλοντος εξ αιτίας απολαύσεων μη καλυπτομένων από αντίστοιχη απόδοση.

Ως ελαφρυντικό πρέπει ίσως να θεωρήσει κανείς ότι οι πλείστοι Έλληνες δεν γνωρίζουν καν τι σημαίνει «απόδοση» με τη σύγχρονη έννοια και συχνά πιστεύουν ότι αποδίδουν μόνο και μόνο επειδή ιδροκοπούν, φωνασκούν και τρέχουν από το πρωί ως το βράδυ. Όμως αυτό ελάχιστα μεταβάλλει το πρακτικό αποτέλεσμα. Η δυσαρμονία απόλαυσης και απόδοσης ήταν ανεκτή όσο η απόλαυση ήταν γλίσχρα και όσο η απόδοση δεν μετριόταν πάντα με τα μέτρα των προηγμένων ανταγωνιστικών οικονομιών. Αλλά στις τελευταίες δεκαετίες μεταστράφηκαν και οι δύο αυτοί όροι: τα οικονομικά σύνορα έπεσαν, τουλάχιστον σ’ ό,τι άφορα το μέτρο της απόδοσης, εφ’ όσον δεν είναι δυνατό να αποτιμώνται με άλλο μέτρο απόδοσης τα (συνεχώς αυξανόμενα) εισαγόμενα και με άλλο τα εξαγόμενα, κι επομένως όποιος θέλει να εισαγάγει χωρίς να ξεπουληθεί πρέπει να εξαγάγει ίση απόδοση. Oι αντιλήψεις για το τι σημαίνει απόλαυση προσανατολίσθηκαν, πάλι, μαζικά στα πρότυπα των προηγμένων καταναλωτικών κοινωνιών, έτσι ώστε η απόσταση απ’ αυτά να γίνεται από τους πλείστους αισθητή ως στέρηση. Έτσι η διάσταση ανάμεσα σε απόλαυση και απόδοση έγινε εκρηκτική, με αποτέλεσμα τον τελευταίο καιρό να ξαναγίνουν επίκαιρες ορισμένες στοιχειώδεις οικονομικές αλήθειες πού η Ελλάδα νόμιζε ότι τις είχε ξεπεράσει με την απλή μέθοδο του δανεισμού . Με δεδομένες όμως τις νοοτροπίες και τις συμπεριφορές πού επισημάναμε παραπάνω, οι αλήθειες αυτές δεν επενέργησαν ως καταλύτης παραγωγικών ενεργειών, παρά μάλλον ως καταλύτης αντεγκλήσεων, η στειρότητα των οποίων επέτεινε τη συλλογική αμηχανία και αβουλία. Πράγματι, για όποιον δεν είναι εξ επαγγέλματος και ιδιοτελώς υποχρεωμένος (λ.χ. ως πολιτικός) να τρέφει και να διαδίδει ψευδαισθήσεις, είναι προφανές ότι η χώρα βυθίζεται στον κοινωνικό λήθαργο και στη συλλογική απραξία, ήτοι η κοινωνική πράξη έχει υποκατασταθεί από αντανακλαστικές κινήσεις: το νευρόσπαστο κινείται κι αυτό, όμως δεν πράττει .

Η αίσθηση της αποσύνθεσης είναι γενική και δεσπόζει σε όλες τις συζητήσεις, ενώ η εξ ίσου διάχυτη δυσφορία εκτονώνεται όλο και ευκολότερα, όλο και συχνότερα σε προκλητική επιθετικότητα και σε επιδεικτική χυδαιότητα.

Η σημερινή κατάσταση του «πολιτικού κόσμου» δεν απέχει ουσιαστικά από τη γενική κατάσταση του περιούσιου λαού και αποτελεί επίσης ισχυρότατο εμπόδιο για την εκλογίκευση της εθνικής πολιτικής. Αν ο «πολιτικός κόσμος» κάποτε εμφανίζεται χειρότερος από τον «λαό», ενώ είναι απλώς ίδιος, ο λόγος είναι ότι ο «λαός» ή όσοι μιλούν εκάστοτε στο όνομά του έχουν ένα τακτικό πλεονέκτημα απέναντι στον «πολιτικό κόσμο»: Mπορούν να τον αποκαλούν ανίκανο η διεφθαρμένο χωρίς να φοβούνται δυσάρεστες συνέπειες — απεναντίας μάλιστα, αποκτούν πολύτιμους και εξαργυρώσιμους τίτλους δημοσίων κηνσόρων. Αλίμονο όμως σ’ έναν κοινοβουλευτικό πολιτικό, αν τολμήσει να αποκαλέσει τον δήμο ηλίθιο ή ιδιοτελή κι αδιάφορο για το εθνικό μέλλον! H σταδιοδρομία του σε μεγάλο βαθμό εξαρτάται από την ικανότητά του να εγκωμιάζει τις μεγάλες ψυχικές αρετές και την ευθυκρισία ή τουλάχιστον το αλάνθαστο ένστικτο «του λαού μας».

Ωστόσο δεν έχουμε ενδείξεις για να υποθέσουμε ότι πολλοί Έλληνες πολιτικοί στις ημέρες μας αντιμετωπίζουν το δίλημμα της επιλογής μεταξύ παρρησίας και σταδιοδρομίας. Είναι οι ίδιοι, στη μέγιστη πλειοψηφία τους, τόσο ζυμωμένοι με τις διάφορες (όχι αναγκαία τις ίδιες πάντοτε) εκφάνσεις εκείνου πού συνιστά τη σημερινή ψυχοπνευματική εξαθλίωση του ελληνικού λαού, ώστε δεν χρειάζεται καν να κρύψουν μία περιφρόνηση, την οποία δεν έχουν αρκετό επίπεδο για να αισθανθούν μάλλον θαυμάζοντας τον λαό θαυμάζουν τον εαυτό τους ως ηγέτη του και μάλλον δείχνοντας κατανόηση προς τους άλλους επαιτούν επιείκεια γι’ αυτούς τους ίδιους.

Μεταξύ τους έχει άλλωστε εμπεδωθεί, αν όχι η ξεκάθαρη συνείδηση, πάντως η πρακτική του ότι αποτελούν κι αυτοί, όπως και όλες οι άλλες κοινωνικές ομάδες, κλάδο με ειδικά συμφέροντα, με μόνη τη διαφορά ότι ο κλάδος αυτός εξυπηρετεί τα ειδικά του συμφέροντα διαχειριζόμενος ή εκποιώντας τα γενικά συμφέροντα προς όφελος πολυπληθέστατων τρίτων Η ακραία και oλεθριότερη περίπτωση αυτής της πρακτικής ήταν η ένταξη της χώρας στον δρόμο του παρασιτικού καταναλωτισμού και η εκσυγχρονισμένη εμπέδωση του κοινωνικού παρασιτισμού με αντάλλαγμα την εύνοια «του λαού», ήτοι τη νομή της εξουσίας. Ένας τέτοιος «πολιτικός κόσμος» δεν θα είναι ποτέ ικανός ως σύνολο να θέσει και να λύσει το πρόβλημα της εθνικής πολιτικής και της εθνικής επιβίωσης παρά μόνον ευκαιριακά και φραστικά. Είναι ο ίδιος όχι μόνο προαγωγός, αλλά και προϊόν του κοινωνικού παρασιτισμού , ανήμπορος ως εκ της φύσεώς του να αντιταχθεί στον «λαό», όταν ο «λαός» απαιτεί την εκποίηση του έθνους για να καταναλώσει περισσότερα και να εργασθεί λιγότερο. Πέρα απ’ αυτό, είναι ανίκανος να κάνει κάτι τι διαφορετικό απ’ ό,τι κάνει λόγω του επιπέδου και του ποιού του. Ότι ο σημερινός ελληνικός «πολιτικός κόσμος», κοινοβουλευτικός και εξωκοινοβουλευτικός, αποτελείται ως επί το πολύ από πρόσωπα ελαφρά έως φαιδρά, δεν αποτελεί καν κοινό μυστικό! Aποτελεί πηγή δημόσιας θυμηδίας, συχνά με τη σύμπραξη των ίδιων των διακωμωδούμενων. Οι λίγοι, πού έχουν γνώση και συνείδηση, που κάτι είχαν και κάτι διατηρούν μέσα στους ρηχούς, καριερίστες ή απλώς ψευτόμαγκες συναδέλφους τους, καταπίνουν κι αυτοί τη γλώσσα τους ή μιλούν με πρόσθετες περιστροφές όταν τα θέματα γίνονται οριακά για την πολιτική τους επιβίωση.

Η κομματικοποίηση των μεγάλων θεμάτων της εθνικής πολιτικής και η άγρια εσωτερική τους εκμετάλλευση είναι πασίγνωστη ήδη από το γεγονός ότι οι πάντες την επιρρίπτουν στους πάντες — διαιωνίζοντας την. Στο σημείο αυτό γίνεται εμφανέστατη η εθνική ανεπάρκεια τού ελληνικού «πολιτικού κόσμου» και συνάμα ο οργανικός του συγχρωτισμός με τη σημερινή κατάσταση της ελληνικής κοινωνίας,ο οποίος τον καθιστά ανίκανο να της αντιπαραταχθεί για να την καθοδηγήσει. Ο κατακερματισμός των αντιλήψεων για την ελληνική εθνική πολιτική, ο μικροπολιτικός της χειρισμός και η σύνδεση της με ζητήματα προσωπικού γοήτρου αντανακλούν τον κατακερματισμό του κοινωνικού σώματος, τον αποπροσανατολισμό του συνόλου λόγω του ιδιοτελούς και παρασιτικού προσανατολισμού των ατόμων και των ομάδων. Σ’ αυτό το πλαίσιο θα ήταν βέβαια μάταιο ν’ αναμένει κανείς από τους συγκαιρινούς Έλληνες διανοουμένους να δώσουν εκείνοι ό,τι αδυνατεί να δώσει ο κατά τεκμήριο αρμοδιότερος «πολιτικός κόσμος». Όχι μόνον επειδή οι ίδιοι είναι κατακερματισμένοι σε ομάδες επίσης κατακερματισμένες σε εν πολλοίς αυτιστικά άτομα, όχι μόνον επειδή η γενική τους μόρφωση θυμίζει ως προς το ποιόν και τη συγκρότησή της τον αεριτζίδικο και αυτοσχεδιαστικό χαρακτήρα της ελληνικής οικονομικής δραστηριότητας, όχι μόνον επειδή για τις παγκόσμιες πολιτικοοικονομικές εξελίξεις γνωρίζουν συνήθως ακόμα λιγότερα και από τα όσα επιφανειακά και ασυνάρτητα γράφονται στις ελληνικές εφημερίδες, αλλά και για έναν πρόσθετο λόγο: επειδή αντιλαμβάνονται την πολιτική με βάση φιλολογικές ή ηθικολογικές κατηγορίες και επιχειρούν πολιτικές αποφάνσεις στο επίπεδο των αντίστοιχων νερουλών γενικεύσεων.

Δεν είναι δύσκολο να αντιληφθεί κανείς ότι, από ψυχολογική άποψη, η ευρωπαϊκή πανάκεια αποτελεί μιαν ακόμη   μεταμφίεση του όψιμου   επιχώριου ευδαιμονισμού,   ο οποίος ονειρεύεται ανεξάντλητες πηγές επιδοτήσεων και συνάμα την έμμεση τουλάχιστον διασφάλιση των συνόρων από ξένα όπλα, έτσι ώστε να κατοχυρωθεί από όλες τις πλευρές και να «την αράξει». Ωστόσο ακόμα και μία γνώση των διεθνών πραγμάτων τόσο ατελής, όσο αυτή πού συναντάται κατά κανόνα στην Ελλάδα, θα αρκούσε για να θεωρηθεί πρακτικά έωλη μία ουσιώδης προϋπόθεση της ευρωπαϊκής προοπτικής, δηλ. η πεποίθηση ότι η «Ευρώπη» θα αποτελέσει κάποτε, αν όχι μία πραγματική πολιτική ενότητα, πάντως ένα σύνολο κρατών ικανό να δρα σε κάθε περίπτωση ενιαία και αποφασιστικά . Tόσο η ένταση των πλανητικών ανταγωνισμών όσο και η όξυνση του προβλήματος της Ινδοευρωπαϊκής ηγεμονίας, ιδιαίτερα μετά τη γερμανική επανένωση, μάλλον τις κεντρόφυγες παρά τις κεντρομόλες δυνάμεις θα ενισχύσει στην ευρωπαϊκή ήπειρο, κι ας μη μιλήσουμε καθόλου για την επικείμενη διεύρυνση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας ή για τις μελλοντικές εξελίξεις στην ανατολική Ευρώπη. Οι τριγμοί πού ακούγονται στα θεμέλια του ευρωπαϊκού πολιτικού συστήματος, καθώς στις μεγαλύτερες ευρωπαϊκές χώρες το κύρος των κατεστημένων κομμάτων καταπίπτει, ενώ νέα ανέρχονται! Η διαγραφόμενη για το άμεσο μέλλον οικονομική στασιμότητα και η συνεπόμενη στενότητα των πόρων, οι οικολογικές και πληθυσμιακές αναταραχές: όλα αυτά, μαζί και με άλλα, θα ρίξουν το κάθε έθνος πίσω στις δι­κές του δυνάμεις, καθώς είναι ευκολότερο να συμμετέχουν όλοι στην κοινή ευημερία παρά ο ένας να βαστάζει τα βάρη του άλλου . Στην περίπτωση αυτή, στους κόλπους της «Ευρώπης» μάλλον θα είχαμε έναν συνασπισμό των ισχυρών με σκοπό ν’ απαλλαγούν από τους αδύνατους ή ανίκανους παρά την αδελφική διανομή προς ανακούφιση όσων ολιγώρησαν ή υστέρησαν.

Ώστε η «ευρωπαϊκή ένταξη» διόλου δεν θα λύσει τα μεγάλα προβλήματα της ελληνικής εθνικής πολιτικής κατά τον ευθύγραμμο τρόπο πού φαντάζονται πολλοί Έλληνες «ευρωπαϊστές», ποζάροντας από τώρα ως ξεσκολισμένοι και υπερώριμοι «Ευρωπαίοι». Όμως επίσης δεν θα τα έλυνε μία ελληνοκεντρική αναδίπλωση , η οποία ναι μεν είναι χρήσιμη για να θυμάται κανείς που και που ότι σε τελευταία ανάλυση πρέπει να σταθεί στα δικά του τα πόδια, εφ’ όσον ούτε από το πετσί του μπορεί να βγει, ωστόσο καθίσταται επιζήμια όταν ως πρόταση συνάπτεται με διάφορες ανιστόρητες ανοησίες πού αντιπαραθέτουν στην «πνευματική» Ανατολή την «υλόφρονα» Δύση κ.τλ. Τέτοιες αντιλήψεις μπορούν να χρησιμεύσουν μονάχα ως ιδεολογικές υπεραναπληρώσεις λαών συχνά ταπεινωμένων και με ελάχιστη συνεισφορά στον σύγχρονο πολιτισμό, δεν προσφέρονται όμως ως πυξίδα μιας εθνικής πολιτικής πάνω στον σημερινό πλανήτη. Γιατί, θέτοντας στο επίκεντρο ηθικά ή μεταφυσικά μεγέθη, φενακίζουν τα πνεύματα, καθώς επικαλύπτουν κάτω από διανοουμενίστικες αοριστολογίες την καθοριστική σημασία της μεθόδου του οικονομείν για μία σύγχρονη κοινωνία και τους υπαρξιακούς κινδύνους μιας ουσιώδους ολιγωρίας στο σημείο αυτό. Εδώ πρέπει να υπογραμμισθεί ότι η συνήθης αντιπαράθεση των εκσυγχρονιστικών τάσεων προς την καλλιέργεια της εθνικής παράδοσης είναι απλουστευτική και παραπλανητική.

Μονάχα η ευόδωση της εκσυγχρονιστικής προσπάθειας επιτρέπει την επιτυχή άμιλλα με άλλα έθνη και έτσι χαρίζει την αυτοπεποίθηση εκείνη, η οποία επιτρέπει την απροβλημάτιστη αναστροφή με την εθνική παράδοση και καθιστά ψυχολογικά περιττό τον πιθηκισμό. Αντίθετα, η ανικανότητα ενός έθνους να συναγωνισθεί τα άλλα σε ό,τι σήμερα — καλώς η κακώς — θεωρείται κεντρικό πεδίο της κοινωνικής δραστηριότητας θέτει σε κίνηση έναν διπλό υπεραναπληρωτικό μηχανισμό: τον πιθηκισμό ως προσπάθεια να υποκαταστήσεις με επιφάσεις ό,τι δεν κατέχεις ως ουσία και την παραδοσιολατρία ως αντιστάθμισμα του πιθηκισμού. Απ’ αυτή την άποψη, ο πτωχοπροδρομικός ελληνοκεντρισμός και ο κοσμοπολίτικος πιθηκισμός αποτελούν μεγέθη συμμετρικά και συναφή, όσο κι αν φαινομενικά εκπροσωπούν δύο κόσμους εχθρικούς μεταξύ τους. Μονάχα ο εκσυγχρονισμός στη βάση μιας μακρόπνοης εθνικής πολιτικής και εθνικής ανανέωσης θα δημιουργήσει συνθήκες ψυχικής υγείας, έτσι ώστε και η αναγκαιότητα του εκσυγχρονισμού (στη μορφή της τεχνικής-οικονομικής ορθολογικότητας) να καταφάσκεται και η στενότητα της παράδοσης να γίνεται αισθητή, και οι επικίνδυνες αντινομίες του σύγχρονου κόσμου να διαπιστώνονται ψύχραιμα και η εθνική παράδοση να βιώνεται δίχως συμπλέγματα κατωτερότητας ή ανωτερότητας.

Και η τελευταία τάση, για την οποία θα μιλήσουμε ακροθιγώς σε σχέση με την ελληνική εθνική πολιτική, δεν διαθέτει κάποιον αξιόλογο και μαζικό πολιτικό φορέα, αλλά είναι μάλλον διάχυτη, όπως και η προηγούμενη. Απλώνεται σε διάφορους βαθμούς ασάφειας κυρίως μέσα στον χώρο της ευρύτερης αριστεράς , μολονότι κάποτε συνοδοιπορεί με την πολιτική της ευρωπαϊκής ένταξης, αν και εφ’ όσον απ’ αυτήν αναμένεται η άμβλυνση των εθνικισμών και η προαγωγή της ειρήνης ή της συναδέλφωσης μεταξύ των λαών μέσω της απάλειψης των συνόρων, της καθολικής εφαρμογής των ανθρωπίνων δικαιωμάτων κ.τλ. κ.τλ. Τέτοιοι, κατά βάθος απολιτικοί, ευσεβείς πόθοι αποτελούν κατ’ ουσία την αριστερή εκδοχή ή παραλλαγή του μαζικοδημοκρατικού ευδαιμονισμού, ο οποίος ονειρεύεται μία κατάσταση, όπου συλλογικές προσπάθειες και συλλογικές θυσίες θα είναι περιττές , και την απροθυμία του γι’ αυτές την ντύνει με ψευτοηθικές δεοντολογίες. Μετά την κατάρρευση του κομμουνιστικού κινήματος, οι παρεμφερείς αντιλήψεις εκπληρώνουν μία πρόσθετη ψυχολογική λειτουργία.

Πολλοί, των οποίων οι ελπίδες, οι διαγνώσεις και οι προγνώσεις διαψεύσθη­καν παταγωδώς και οι οποίοι τώρα δεν έχουν αρκετή αξιοπρέπεια για να σωπάσουν και να αναρωτηθούν μήπως είναι ανίκανοι να καταλάβουν τι γίνεται στον κόσμο, παρά αντίθετα συνεχίζουν απτόητοι τη φιλόδοξη πολιτική ή συγγραφική τους σταδιοδρομία επικαλούμενοι την ακατάλυτη πίστη τους στο «μέλλον του άνθρωπου» και στην «πρόοδο» — πολλοί τέτοιοι, λοιπόν, ζητούν σήμερα υποκατάστατα των παλαιών ορθόδοξων σοσιαλιστικών ουτοπιών σε θολούς ειρηνισμούς και σε οικουμενιστικές ηθικολογίες . Νομίζουν ότι με τον τονισμό του μεγάλου κοινού ανθρωπιστικού παρονομαστή και με την υπόμνηση του πάντα αδιάπτωτου ανθρωπιστικού τους φρονήματος θα ρίξουν μία γέφυρα ανάμεσα στις χθεσινές και στις σημερινές τους τοποθετήσεις, σβήνοντας έτσι από τη μνήμη των άλλων τις πολιτικές τους γκάφες και διασκεδάζοντας τις εύλογες αμφιβολίες, ως προς τις πνευματικές τους ικανότητες σ’ ό,τι αφορά στη σύλληψη πολιτικών καταστάσεων. Ο κόπος τους φαίνεται ωστόσο να πηγαίνει χαμένος. Γιατί και τα καινούργια τους θεολογούμενα απέχουν, το ίδιο όπως και τα παλιά, παρασάγγες από τις κινητήριες δυνάμεις της σύγχρονης πλανητικής ιστορίας και από τον χαρακτήρα της πολιτικής. Είναι πολιτικά νήπιος όποιος αναφέρεται στις δήθεν γενικές σύγχρονες τάσεις για υπέρβαση του εθνικού κράτους και για τη βαθμιαία πτώση των συνόρων, αποσιωπώντας ότι είναι δύο πολύ διαφορετικά πράγματα να περνούν τα σύνορα σου στρατιές τουριστών και να τα περνούν τα στρατεύματα ενός γειτονικού κράτους. Και εξ ίσου πολιτικά νήπιοι είναι όσοι φαντάζονται ότι τα «ανθρώπινα δικαιώματα» μπορούν ν’ αποτελέσουν αμετακίνητο κριτήριο για την άσκηση εθνικής πολιτικής, παραγνωρίζοντας τη συγκεκριμένη επήρεια και χρήση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε κάθε πολιτική συγκυρία.

Ας επαναλάβουμε, κλείνοντας, ότι σκοπός των σύντομων αυτών παρατηρήσεων δεν ήταν, ούτε μπορούσε να είναι, η διατύπωση συγκεκριμένων προτάσεων πάνω στα συγκεκριμένα προβλήματα πού αντιμετωπίζει σήμερα η ελληνική εξωτερική πολιτική. Θελήσαμε να τονίσουμε την απλή και στοιχειώδη αλήθεια, ότι μία τελεσφόρα και μακρόπνοη εθνική πολιτική μπορεί ν’ απορρεύσει μονάχα από μιαν ακμαία εθνική οντότητα ως conditio sine qua non. Το τι θα κάμει στα επί μέρους όποιος διαθέτει την απαραίτητη τούτη προϋπόθεση εξαρτάται από τον εκάστοτε διεθνή συσχετισμό δυνάμεων, από τις εκάστοτε ανάγκες και επιδιώξεις του. Για να περπατήσει κανείς πρέπει πρώτα-πρώτα να έχει πόδια. Tο που, πώς και πότε θα πάει, δεν το ξέρει πάντοτε εκ των προτέρων και δεν το καθορίζει πάντοτε ο ίδιος. Συχνότατα η σημερινή ελληνική εθνική πολιτική θυμίζει κάποιον ο οποίος δεν ανησυχεί γιατί δεν έχει πόδια, πιστεύοντας ότι στην κρίσιμη στιγμή θα του φυτρώσουν φτερά. Η στάση αυτή δεν προμηνύει τίποτε καλό. Πράγματι, μία νηφάλια εκτίμηση μάλλον θα κατέληγε στο πόρισμα ότι είναι άκρως αμφίβολο αν η Ελλάδα θα μπει στον επίπονο και τραχύ δρόμο της εσωτερικής ανόρθωσης, πού μόνος θα της έδινε τις προϋποθέσεις για την άσκηση εθνικής πολιτικής ικανής ν’ αντεπεξέλθει στις εξαιρετικά δυσχερείς συνθήκες της σημερινής πλανητικής συγκυρίας. Μάλλον θα συνεχίσει να αιωρείται αμήχανα μεταξύ ευρωπαϊκών ελπίδων και υπεραναπληρωτικού νευρωτικού εθνικισμού, ανήκοντας στην Ευρώπη με τον πιθηκισμό της και στα Βαλκάνια με ό,τι γνησιότερο έχει: τη μιζέρια και τον επαρχιωτισμό της.

Αυτό επιβάλλεται να πει όποιος επιχειρεί σήμερα μία διάγνωση πέρα από επιθυμίες και φόβους, συμπάθειες και αντιπάθειες. Ούτε αγνοώ ούτε λησμονώ τις άκρως τιμητικές ατομικές εξαιρέσεις έναντι των κανόνων πού διέπουν τη λειτουργία της σημερινής ελληνικής κοινωνίας. Όμως οι εξαιρέσεις δεν μπορούν ν’ αποτελέσουν το αντικείμενο μιας σύντομης κοινωνιολογικής και πολιτικής ανάλυσης, όταν οι κανόνες είναι τόσο εξόφθαλμοι και τόσο επαχθείς. Πολλοί ίσως βρουν υπερβολικά καυστικές διάφορες εκφράσεις απ’ όσες χρησιμοποιήθηκαν στην παραπάνω περιγραφή.  Θα είναι ασφαλώς εκείνοι πού ακόμα δεν κατάλαβαν ότι στην Ελλάδα δεν υπάρχουν πια περιθώρια για μισόλογα και διακριτικούς υπαινιγμούς.".
Συνεχίστε το διάβασμα ΕΔΩ........