Από τον Στέφανο Μυτιληναίο
(Το άρθρο αυτό δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά το 2004)στο περιοδικό Δαυλός
Τον τελευταίο καιρό πολύς είναι ο λόγος που γίνεται σχετικά με την παγκοσμιοποίηση και τις λεγόμενες «πολυπολιτισμικές» κοινωνίες που αναγκαία θα προκύψουν ως συνέπεια αυτής. Και είναι κάποιοι "διανοούμενοι", οι οποίοι ενώ από τη μία εμφανίζονται ως πολέμιοι της παγκοσμιοποίησης, από την άλλη οι ίδιοι είναι οι θερμότεροι υποστηρικτές των πολυπολιτισμικών κοινωνιών -όπως τις ονομάζουν- στις οποίες λαοί και έθνη εντελώς διάφορα και ξένα μεταξύ τους, δηλαδή ένα συνοθύλευμα ανθρώπων απ’ όλες τις ηπείρους και απ’ όλες τις κουλτούρες, θα συμβιώνουν στο μέλλον αρμονικά...
Ωστόσο, οι περισσότεροι από εκείνους που εκφράζουν αυτές τις απόψεις σε τηλεοπτικά «τραπέζια», τηλεοπτικά «παράθυρα» και μέσα από τις σελίδες του ημερήσιου και περιοδικού Τύπου, στερούνται τη στοιχειώδη ιστορική γνώση γύρω από το θέμα, εφόσον η παγκοσμιοποίηση δεν είναι ένα φαινόμενο πρωτοφανές στην ιστορία της ανθρωπότητας. Έχει ξανασυμβεί στο παρελθόν, τόσο στo πλαίσιo της Περσικής Αυτοκρατορίας όσο και κατά την Ρωμαϊκή περίοδο. Βεβαίως, ενώ τα μεγέθη είναι ανάλογα των εποχών, οι πληροφορίες που αντλούμε μέσα από τα κείμενα της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας είναι αρκούντως προειδοποιητικές για το τι μας περιμένει....................... 1 Όπως θα δούμε και στη συνέχεια του κειμένου, οι πρόγονοι μας στερούμενοι κάθε ίχνους ρατσισμού και ξενοφοβίας τοποθέτησαν τα πράγματα στη λογική και πραγματική τους βάση έχοντας υπόψη τους πάνω απ’ όλα τις αδυναμίες της απαίδευτης ανθρώπινης φύσης οι οποίες συνήθως προκαλούν παρανοήσεις, φοβίες και παρεξηγήσεις που μοιραία με τη σειρά τους οδηγούν σε διαπολιτισμικές και φυλετικές συγκρούσεις.
Τι συμβολίζει η νικηφόρα ελληνική αντίσταση ενάντια στην Περσική Αυτοκρατορία
Έχουμε συνηθίσει να λέμε, ότι η αντίσταση των Αθηναίων και των Πλαταιών στη μάχη του Μαραθώνα σε συνδυασμό και με τη μετέπειτα νικηφόρα αντίσταση των ελληνικών πόλεων στους Μηδικούς Πολέμους, έσωσε τον πολιτισμό από την ανατολίτικη βαρβαρότητα που πρέσβευε η Περσία. Αυτό, όμως, δεν είναι παρά ένα συμπέρασμα των μεταγενέστερων. Ο Πλάτων στους «Νόμους» του, μας δίνει μία άλλη διάσταση εκείνου του αγώνα, η οποία, όπως την περιγράφει ο ίδιος, ήταν μία μάχη και κατά της παγκοσμιοποίησης της τότε εποχής:
«Πραγματικά, όταν λέμε ότι οι Έλληνες απέκρουσαν τον εχθρό δεν μιλάμε σωστά. Αν δεν υπήρχε η κοινή απόφαση Αθηναίων και Σπαρτιατών να αντισταθούν στον κίνδυνο της δουλείας, θα είχαμε τώρα ολοκληρωτική επιμειξία ανάμεσα σε όλες τις ελληνικές φυλές αλλά κι ανάμεσα σε Έλληνες και βαρβάρους –και το αντίστροφο. Αυτό ακριβώς είχε γίνει ανάμεσα στους λαούς που είναι σήμερα υπόδουλοι στους Πέρσες. οι διάφορες φυλές διασπάστηκαν και μετά ανακατεύτηκαν με τις άλλες, σχηματίζοντας νέες κοινότητες» (Πλάτων, «Νόμοι», 693a).
Οι Έλληνες λοιπόν, αντιστάθηκαν στη δουλεία η οποία μεταξύ άλλων δεινών θα έφερνε και την πλήρη απώλεια της εθνικής τους συνείδησης. Η παγκοσμιοποίηση που βιώνουμε σήμερα και που επιδιώκει ακριβώς τους ίδιους στόχους, δηλαδή την ισοπέδωση των εθνικών ιδιαιτεροτήτων και τη δημιουργία ενός «παγκόσμιου λαού» δεν είναι τίποτα άλλο από μία νέα δουλεία που επιδιώκει να στερήσει από τους λαούς όσα τους κάνουν διαφορετικούς. Μόνο μέσα από τις διαφορετικότητες έρχεται η πρόοδος και η εξέλιξη. Η παγκοσμιοποίηση επιθυμεί να μετατρέψει τα έθνη σε μία άλογη (κατά τα πρότυπα του ποιμνίου) μάζα. Μόνος δρόμος, όπως έδειξαν με το παράδειγμα τους οι πρόγονοι, είναι η αντίσταση.
Οι αρχαίοι φιλόσοφοι εναντιώνονται στις πολυπολιτισμικές κοινωνίες.
Τόσο ο Πλάτων όσο και ο Πλούταρχος δείχνουν να διαφωνούν με το μοντέλο των πολυπολιτισμικών πόλεων, το θεωρούν καταδικασμένο εξαρχής και αδιέξοδο για όποιον επιχειρήσει να το εφαρμόσει.
Οι μαρτυρίες των δύο φιλοσόφων είναι σημαντικότατες διότι ενώ απέχουν μεταξύ τους περίπου πέντε αιώνες βλέπουμε να υποστηρίζουν –κατ’ αναλογία- τα ίδια τα οποία έχουν απήχηση και στην εποχή μας, πράγμα που σημαίνει ότι η ανθρώπινη φύση και οι κοινωνίες έχουν παραμείνει αμετάβλητες στις βασικές τους δομές ανεξάρτητα από τις εποχές.
Ο Πλάτων, αναφερόμενος στις προϋποθέσεις και τις διαδικασίες που προηγούνται της ίδρυσης μίας πόλης, γράφει χαρακτηριστικά για το αρνητικό ενδεχόμενο οι υποψήφιοι πολίτες να προέρχονται από διαφορετικές φυλές, ακόμα και αν είναι όλοι Έλληνες. Ας μην λησμονούμε, ότι κατά την εποχή του Πλάτωνα, αλλά και σήμερα ακόμα, οι κατά τόπους Έλληνες πέρα από την κοινή εθνική συνείδηση και τις πανελλήνιες συνήθειες που τους συνδέουν, έχουν και τα ιδιαίτερα τοπικά τους έθιμα και αντιλήψεις που πολλές φορές δεν συμβαδίζουν με τα έθιμα και τις συνήθειες άλλων περιοχών της πατρίδας μας:
«Τότε δεν θα είναι εύκολο για τις Κρητικές πόλεις να ιδρύσουν την αποικία τους. Γιατί οι άποικοι δεν έχουν την ενότητα ενός σμήνους μελισσών δεν είναι λαός από μία συγκεκριμένη περιοχή με αμοιβαίες καλές διαθέσεις ανάμεσα σ’ αυτούς που μένουν πίσω και σ’ εκείνους που φεύγουν αναγκασμένοι από τη στενότητα του χώρου ή από άλλες παρόμοιες δυσκολίες. Μερικές φορές ένα μέρος της πόλης, διωγμένο από εμφύλιους σπαραγμούς, αναγκάζεται να φύγει και να πάει σε άλλο τόπο. Σε κάποια περίπτωση μετανάστευσε ολόκληρη η πόλη, όταν νικήθηκε από ισχυρότερους αντιπάλους. Μ’ αυτές τις συνθήκες, άλλοτε είναι σχετικά εύκολο και άλλοτε μάλλον δύσκολο να ιδρυθεί μία πόλη και να θεσπιστούν οι νόμοι της. Όταν ένας λαός μιλάει την ίδια γλώσσα και υπακούει στους ίδιους νόμους, δημιουργείται ένα συναίσθημα αδελφοσύνης, αφού όλοι κάνουν τις ίδιες θρησκευτικές και άλλες τελετές. (…) Απ’ το άλλο μέρος, τα άτομα που έχουν συγκεντρωθεί από διάφορες περιοχές ίσως να φανούν περισσότερο πρόθυμα να υπακούσουν σε ένα νομικό κώδικα αλλά θα χρειαστεί πολύς καιρός, για να αποκτήσουν σύμπνοια όπως τα άλογα που είναι ζεμένα μαζί» («Νόμοι», 708b-d).
Σημειώνουμε, ότι ο Πλάτων αναγνωρίζει τις παραπάνω δυσκολίες για τη σωστή λειτουργία μίας πόλης έχοντας στο νου του σύνθεση πληθυσμού από διαφορετικά μέρη της Ελλάδας, δηλαδή με διαφορετικές ελληνικές φυλές.
Και φυσικά είχε δίκιο. Όποιος μελετήσει τις κοινωνικές δομές της σημερινής Αθήνας, η οποία μετατράπηκε σε ένα χωνευτήρι των Ελλήνων, μπορεί με άνεση να διαπιστώσει ότι στη μεγαλούπολη-πληγή του Ελληνισμού έχουν πλέον πλήρως χαθεί όχι μόνο τα τοπικά παραδοσιακά ήθη και τα έθιμα της ίδιας της πόλης των Αθηνών αλλά και των υπολοίπων Ελλήνων που ήρθαν να κατοικήσουν σε αυτήν.
Επίσης, η τρομακτική συγκέντρωση υπερπληθυσμού με διαφορετικές νοοτροπίες εντός του λεκανοπεδίου, όχι μόνο αλλοίωσε το τοπίο και τη φύση αλλά και τους ίδιους τους πολίτες οι οποίοι νιώθουν ξένοι στην πόλη την οποία κατοικούν και ξένοι ως προς τους συμπολίτες τους. Βεβαίως, το γεγονός ότι μέχρι πριν δύο δεκαετίες ο πληθυσμός της Αθήνας ήταν τουλάχιστον αμιγώς ελληνικός είχε περιορίσει τη πολιτισμική ζημιά, εφόσον τα πανελλήνια έθιμα είχαν παραμείνει αλώβητα αλλά υπήρχε και η κοινή εθνική συνείδηση μεταξύ των πολιτών ως ένας ισχυρότατος συνδετικός κρίκος.
Τι συμβαίνει, όμως, όταν σε μία πόλη αρχίζουν και έρχονται να κατοικήσουν επί ίσοις όροις αλλοεθνείς; Ο Πλάτων δεν μπορούσε να δώσει απάντηση σε αυτό, διότι του ήταν άγνωστο και αδιανόητο. Εξάλλου, οι ξένοι που κατοικούσαν στην κλασσική Αθήνα ήταν οι Έλληνες μέτοικοι, οι δούλοι όπου οι περισσότεροι ήταν ελληνικής καταγωγής και οι Σκύθες τοξότες οι οποίοι δεν υπερέβαιναν τις 4.000, ήταν δούλοι, ασκούσαν αστυνομικά καθήκοντα και δεν είχαν καμία παραπέρα ανάμειξη στα πολιτικά ζητήματα ή στην ίδια την κοινωνία.
Όμως ο Πλούταρχος, που έζησε κατά τα ρωμαϊκά χρόνια, και είχε γνωρίσει τις πόλεις του ρωμαϊκού «ιμπέριουμ» εντός των οποίων ζούσαν άνθρωποι απ’ όλα τα μέρη και τα έθνη της αυτοκρατορίας, είχε άποψη την οποία και καταθέτει στο παρακάτω απόσπασμα:
«Οι πολλές και ποικίλες ποιότητες, που περικλείουν αντιθέσεις και είναι δύσκολο να τις δαμάσεις, καταστρέφονται προτού βρεθούν μαζί, εφόσον, όπως σε πόλη με ανθρώπους μιγάδες που έχουν συγκεντρωθεί από παντού, δεν είναι εύκολο να φτάσουν σε κατάσταση ενότητας και ομοιοπάθειας, αλλά κάθε μία τραβάει προς αυτό που της είναι οικείο και είναι δύσκολο να συνδυαστεί με το αλλόφυλο» («Συμποσιακά», Δ΄, Πρόβλημα Α΄, 661C).
Πόσο δίκιο είχε πράγματι ο Πλούταρχος. Όσα περιγράφει τα ζούμε πλέον και στις μεγάλες πόλεις της πατρίδας μας, ενώ πολύ πριν από εδώ τα ίδια συνέβησαν στις πρωτεύουσες των δυτικών χωρών. Εκεί μπορεί να δει κανείς, ότι οι διάφορες εθνότητες μόνο τυπικά συνυπάρχουν, εφόσον τα «γκέτο» (οι γειτονιές) στα οποία συσπειρώνονται οι ομοεθνείς είναι ο μόνιμος τρόπος που επιλέγουν οι έχοντες κοινή καταγωγή για να συμβιώσουν εντός της ίδιας πόλης με αλλόφυλους. Οι λεγόμενες «Τσάινα τάουν» (κινέζικες πόλεις-συνοικίες), τα εβραϊκά γκέτο, αλλά και οι ελληνικές συνοικίες σε Ευρώπη και Η.Π.Α., είναι η καλύτερη απόδειξη.
Συχνά, τα γκέτο συγκρούονται μεταξύ τους, όπως στις Η.Π.Α. όπου οι Πορτορικανοί ανοίγουν συχνά πόλεμο με τους Νέγρους ή τους Μεξικάνους ή τους Κουβανούς, με τον Νόμο να μην μπορεί να επιβληθεί στις περιοχές που ελέγχουν, και την κρατική εξουσία να έχει δώσει τη θέση της στις ένοπλες συμμορίες με τους εμπόρους ναρκωτικών οπλαρχηγούς τους. Μάλιστα, οι άγριες φυλετικές συγκρούσεις μεταξύ των εθνοτήτων των Η.Π.Α., όπου ολόκληρες συνοικίες μετατρέπονται σε πεδία μάχης, αποδεικνύουν ότι είναι αδύνατον να υπάρξει ισοπολιτεία και αρμονική συμβίωση μεταξύ ανθρώπων που νιώθουν, αλλά και είναι, ξένοι μεταξύ τους.
Την ίδια ώρα στη Βρετανία οι Πακιστανοί όπου είναι πληθυσμιακή πλειοψηφία και οι Άγγλοι μειονότητα, όπως συμβαίνει στην πόλη του Μπράντφορντ, επιδίδονται σε καθημερινούς βιασμούς νεαρών λευκών κοριτσιών και γυναικών επειδή η κουλτούρα τους τούς απαγορεύει να έχουν ολοκληρωμένη σχέση με ομόφυλη πριν το γάμο πράγμα που δεν ισχύει φυσικά για τις λευκές τις οποίες αντιμετωπίζουν ως ξένες και ως τέτοιες τις θέτουν εκτός των ηθικών κανόνων που τους δεσμεύουν με τις όμοιες τους. Επίσης, στον αμερικάνικο Νότο συχνά οι λευκοί «διασκεδάζουν» καίγοντας νέγρους, διότι δεν τους θεωρούν ανθρώπους.
Αυτή είναι η πραγματικότητα. Οι αρχαίοι σοφοί είχαν προειδοποιήσει αλλά κανείς δεν τους άκουσε. Οι αρχαίοι φιλόσοφοι γνώριζαν ότι εξαιτίας της έλλειψης ουσιαστικής παιδείας που σε όλες τις εποχές καταδυναστεύει, περισσότερο ή λιγότερο, τις λαϊκές μάζες είναι πολύ δύσκολο να συμβιώσουν αρμονικά ομάδες ανθρώπων που δεν αισθάνονται ομόφυλοι ή ομοεθνείς.
Επίσης πολύ συχνά τον τελευταίο καιρό ακούμε ως επιχείρημα ότι εξαιτίας της υπογεννητικότητας που υπάρχει στους Έλληνες ήταν λύση ανάγκης το να έλθουν αλλοδαποί στην Ελλάδα. Ο Πλάτων έχει άποψη για το θέμα, εντελώς διαφορετική από το επιχείρημα-δικαιολογία που μόλις αναφέραμε, και μάλιστα εξηγεί ότι η εισαγωγή ξένων στην πόλη για να αντιμετωπιστεί η έλλειψη πληθυσμού, αν δεν συνοδεύεται από την κατάλληλη εκπαίδευση στο σύστημα αξιών της πόλης, θα αποβεί μοιραία:
«Αν όμως ο πληθυσμός ελαττωθεί από επιδημίες ή από πόλεμο και πέσει κάτω από τον επιθυμητό αριθμό, δεν πρέπει να φέρνουμε στην πόλη ξένους πολίτες που δεν έχουν εκπαιδευθεί με τον σωστό τρόπο» («Νόμοι», 741a).
Την προειδοποίηση του Πλάτωνα κανείς δεν την πήρε στα σοβαρά όταν άνοιξαν τα σύνορα με την Αλβανία. Έτσι, την ίδια ώρα που οι Έλληνες λειτουργούσαν σύμφωνα με τις πανάρχαιες αρχές της φιλοξενίας και άνοιγαν τα σπίτια τους στα ακριτικά χωριά για να υποδεχθούν τους Αλβανούς λαθρομετανάστες, οι νεοφερμένοι, φορείς άλλης αντίληψης που θέλει όποιο σπίτι ξεκλείδωτο υποψήφιο για πλιάτσικο, έπραξαν ανάλογα με τον τρόπο που είχαν μάθει να σκέφτονται και να λειτουργούν στη χώρα τους: Κατάκλεψαν εκείνους που τους υποδέχτηκαν με ανοιχτές τις αγκαλιές! Στο τελευταίο, δεν τίθεται ζήτημα καλών Ελλήνων και κακών Αλβανών. Πρόκειται για τη σύγκρουση δύο κοινωνιών που είχαν διαφορετικούς τρόπους και αποκωδικοποιούσαν εντελώς αλλιώς τα γεγονότα.
Ο Κοσμοπολιτισμός απάντηση στην Παγκοσμιοποίηση
(Τι προτείνει ο Ελληνισμός τότε και σήμερα)
Ωστόσο, οι Έλληνες όντας λαός ναυτικός και ανήσυχος, από νωρίς βρέθηκαν να περιπλανώνται σε χώρες ξένες, μακριά από τις πατρίδες τους. Αποτέλεσμα των περιπλανήσεων τους ήταν και η ίδρυση αποικιών σε όλο τον κόσμο.
Εκεί στις αποικίες έμαθαν να συνυπάρχουν με τους ντόπιους λαούς, τις παραδόσεις και τα έθιμα τους και αντιλήφθηκαν ότι για να μπορεί να ευδοκιμήσει η συνύπαρξη πρέπει πρώτα να σέβεσαι τις συνήθειες και τους νόμους των άλλων και μετά εκείνοι τις δικές σου. Εντός των πόλεων τους οι Έλληνες σπάνια επέτρεπαν τη συμβίωση με τους αλλοδαπούς, εκτός αν γινόταν αποδεκτή από τους ξένους η ελληνική παιδεία, οπότε τότε δεν είχαν κανένα πρόβλημα αν και πάλι σπάνια παραχωρούσαν και πολιτικά δικαιώματα.
Η παραχώρηση πολιτικών δικαιωμάτων σε ξένο θεωρούνταν στις πόλεις-κράτη των Ελλήνων ως η υπέρτατη τιμή και ήταν κάτι που συνέβαινε σπάνια. Ήταν δε τόσο σχολαστικοί με τα πολιτικά δικαιώματα, ώστε για παράδειγμα Αθηναίος πολίτης μπορούσε να είναι μόνο όποιος είχε και τους δύο γονείς του Αθηναίους. Τηρούσαν με ευσέβεια όλες αυτές τις νομοθεσίες, όχι γιατί ήταν ρατσιστές ή πίστευαν ότι ήταν ανώτεροι, αλλά γιατί θεωρούσαν ότι μία πόλη για να κυβερνηθεί σωστά πρέπει οι πολίτες της να έχουν στενότατους δεσμούς μεταξύ τους δοκιμασμένους μέσα από πολλές γενιές. Εξάλλου, αν οι Έλληνες ήταν ρατσιστές ή ξενόφοβοι δεν θα είχαν αναγορεύσει τη φιλοξενία σε υπέρτατο αγαθό που τελούσε υπό την αιγίδα του Διός (Ξένιος Ζευς).
Κατά τα ελληνιστικά χρόνια όμως και στα ρωμαϊκά που ακολούθησαν, ο ελληνικός πολιτικός τρόπος οργάνωσης (πόλη-κράτος) παραχώρησε τη θέση του στις μεγάλες πολυεθνικές αυτοκρατορίες. Οι Έλληνες πολύ πιθανό να αφομοιώνονταν μέσα στην κοσμοπλημμύρα των βαρβάρων αν δεν οχυρώνονταν με την ελληνική παιδεία και φιλοσοφία.
Κατάφεραν έτσι, όχι μόνο να επιβιώσουν αλλά και σύντομα να επιβάλλουν τον ελληνικό τρόπο ζωής και σκέψης ως χαρακτηριστικό γνώρισμα του μορφωμένου και πνευματικά ανώτερου ανθρώπου.
Έτσι, από πολίτες εξελίχτηκαν σε κοσμοπολίτες. Ο Πλούταρχος έχει γράψει σχετικά:
«Ο άνθρωπος, όπως λέει ο Πλάτων, "δεν είναι φυτό της γης" ούτε ακίνητο "αλλά ουράνιο", όπου σαν άλλη ρίζα η κεφαλή κρατάει το σώμα όρθιο, στραμμένο προς τον ουρανό. Επομένως, εύστοχα είπε ο Ηρακλής:"Αργείος ή Θηβαίος, αφού δεν καυχιέμαι ότι ανήκω σε μία πόλη. όλα τα οχυρά των Ελλήνων είναι για μένα πατρίδα"Ο Σωκράτης το είπε ακόμα πιο εύστοχα, λέγοντας πως δεν είναι Αθηναίος ούτε Έλληνας πολίτης, αλλά πολίτης του κόσμου» («Περί Φυγής», 600F).
Στην εποχή μας, τις ίδιες ελληνικές αρχές του κοσμοπολιτισμού και της παγκόσμιας επί ίσοις όροις συνεργασίας, υπό τον όρο «παγκόσμιες αρχές» εξέφρασε και ο μύστης ποιητής μας Άγγελος Σικελιανός, δείχνοντας έτσι όχι μόνο τη διαχρονικότητα της ελληνικής σκέψης, αλλά και ότι ο Ελληνισμός (ως ιδεολογία) είναι η μόνη δύναμη ικανής και αποτελεσματικής αντίστασης στην ισοπέδωση που επιδιώκει η παγκοσμιοποίηση του Κεφαλαίου:
«Όλα τα έθνη βρίσκονται σε πόλεμο ή κουβαλούν μέσα τους το σπέρμα του πολέμου εναντίον αλλήλων. Αλλά η κατανόηση ανάμεσα τους κρέμεται από μία ερώτηση που ποτέ δεν αποσαφηνίζεται. Υπάρχουν άραγε στα έθνη, κάτω από τους ανήσυχους αγώνες τους, τις ασήμαντες φιλίες τους, τους κρυφούς και ανοιχτούς ανταγωνισμούς τους, αρχές κοινές γι’ όλα. Υπάρχει σε όλα τα έθνη κάποιος σπόρος σοφίας, όσο κρυμμένος κι αν είναι, που ξεπερνάει σε ζωτικότητα τη δοξασία; Αν υπάρχει, τότε η αποσαφήνιση αυτών των αρχών που περικλείνουν την αληθινή σοφία του καθενός, είναι το μοναδικό μονοπάτι προς την κορυφή του βουνού όπου δεσπόζει η ειρήνη. Χωρίς την ύπαρξη τέτοιων αρχών, ολόκληρη η προσπάθεια για ανθρώπινη αλληλεγγύη καταντάει ανοησία.
»Πιστεύω, όχι μόνο ότι υπάρχουν τέτοιες αρχές στην εσώτερη ουσία του ανθρώπου, αλλά ότι υπάρχουν και σήμερα σε όλα τα έθνη άνθρωποι, που έχουν μία καθαρή εικόνα του τι σημαίνουν αυτές οι αρχές. Αυτοί που βλέπουν καθαρά πέρα από δογματισμούς την εσώτερη αλήθεια και ενότητα…». (Εύα Πάλμερ Σικελιανού, «Ιερός Πανικός», σελίδες 78-79, εκδόσεις Εξάντας).
Σε αυτό που διαφέρει ο Ελληνισμός ως κοσμοθεωρία, από τις υπόλοιπες φιλοσοφίες και ιδεολογίες, είναι ότι αφενός μεν μέσα από τα αρχαία κείμενα προειδοποιεί για τα επερχόμενα που θα οφείλονται –όπως πάντα εξάλλου- στην ανθρώπινη αλαζονεία, και το κάνει αυτό με "μαντική" ικανότητα εκπληκτική, αφετέρου μας αντιπροτείνει και τους τρόπους για να προλάβουμε τα χειρότερα. Αν και η ελληνική σκέψη διακρίνεται για την προνοητικότητα της και όχι για τις εκ υστέρων και υπό το καθεστώς βίας λύσεις της τελευταίας στιγμής. Ωστόσο, ακόμα δεν είναι αργά. Με τη συνδρομή της αρχαίας φιλοσοφίας ίσως ακόμα και τώρα καταφέρουμε να ανατρέψουμε τα "δεδομένα". 2