ΠΗΓΗ: Pravda.ru ―ελληνική μετάφραση― (6 Δεκεμβρίου 2014)
ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ
Περίληψη: Το άρθρο αυτό εξετάζει τη στάση της Αριστεράς σε σχέση με την παγκοσμιοποίηση και δείχνει γιατί ήταν η θεωρητική αποτυχία της να αντιληφθεί την πραγματική σημασία ενός νέου συστημικού φαινόμενου, αυτού της ανόδου της Υπερεθνικής Επιχείρησης και της συνακόλουθης ανάδυσης της Νέας Διεθνούς Τάξης της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, καθώς και η συνακόλουθη πολιτική χρεοκοπία της, που αποτέλεσαν τη βασική αιτία της ανόδου της εθνικιστικής δεξιάς στην Ευρώπη.
Αυτή η νέα εθνικιστική δεξιά αγκαλιάζεται από τα περισσότερα θύματα της παγκοσμιοποίησης σε όλη την Eυρώπη, ιδιαίτερα από την εργατική τάξη που υποστήριζε συνήθως την Αριστερά, ενώ η τελευταία έχει ουσιαστικά αγκαλιάσει όχι μόνο την οικονομική παγκοσμιοποίηση, αλλά και την πολιτική, ιδεολογική και πολιτιστική παγκοσμιοποίηση,έχοντας πλήρως ενσωματωθεί στη Νέα Διεθνή Τάξη.
Αυτή η νέα εθνικιστική δεξιά αγκαλιάζεται από τα περισσότερα θύματα της παγκοσμιοποίησης σε όλη την Eυρώπη, ιδιαίτερα από την εργατική τάξη που υποστήριζε συνήθως την Αριστερά, ενώ η τελευταία έχει ουσιαστικά αγκαλιάσει όχι μόνο την οικονομική παγκοσμιοποίηση, αλλά και την πολιτική, ιδεολογική και πολιτιστική παγκοσμιοποίηση,έχοντας πλήρως ενσωματωθεί στη Νέα Διεθνή Τάξη.
Επιπλέον, μπορεί να δειχθεί ότι η παγκοσμιοποίηση της καπιταλιστικής οικονομίας της αγοράς, που θεμελιώθηκε στη μαζική επέκταση των Υπερεθνικών Επιχειρήσεων (Πολυεθνικών), μπορεί να είναι μόνο νεοφιλελεύθερη.[1]
Με αυτή την έννοια, ο νεοφιλελευθερισμός δεν αντιπροσωπεύει απλά μια αλλαγή πολιτικής ή ένα σατανικό δόγμα (αν όχι μια συνωμοσία!), όπως υποστηρίζει σήμερα το μεγαλύτερο μέρος της Αριστεράς, αλλά μια δομική αλλαγή που σηματοδότησε τη μετάβαση σε μια νέα μορφή νεωτερικότητας η οποία ήταν απαραίτητη για την αποτελεσματική λειτουργία των Πολυεθνικών Επιχειρήσεων.
ΕΕδώ όμως, θα πρέπει να διακρίνουμε μεταξύ της αντισυστημικής Αριστεράς και της ρεφορμιστικής Αριστεράς. Η πρώτη (κυρίως μαρξιστικής προέλευσης), χαρακτηρίζεται από μια στρατηγική και τακτική που στοχεύουν στην άμεση ανατροπή του καπιταλιστικού συστήματος και, ως εκ τούτου, της Διεθνούς Τάξης στο σύνολό της.
Από την άλλη, η στρατηγική και τακτική της δεύτερης έχουν άμεσο στόχο την μεταρρύθμιση ή βελτίωση του υπάρχοντος συστήματος, ―έστω και αν η ρητορική τους μπορεί μερικές φορές να αναφέρεται στην τελική αντικατάσταση του καπιταλιστικού συστήματος και της Διεθνούς Τάξης που το στηρίζει.
Η αντισυστημική Αριστερά, ιδιαίτερα η παλαιάμαρξιστική Αριστερά (με την εξαίρεση ορισμένων φωτισμένων νεο-Μαρξιστικών εξαιρέσεων[2]) έχει προσκολληθεί σε θεωρητικά εργαλεία που αναπτύχθηκαν πριν από έναν αιώνα, και, ως εκ τούτου, έχει αποτύχει ακόμη και να συλλάβει την έννοια της ίδιας της παγκοσμιοποίησης και της πελώριας σημασίας της ανόδου ενός νέου φαινομένου, δηλαδή, της Υπερεθνικής Επιχείρησης, θεωρώντας την, αντίθετα, ως τίποτε περισσότερο από τα καρτέλ που περιγράφονται στον Ιμπεριαλισμό του Λένιν!
Δεν είναι λοιπόν περίεργο ότι η ίδια Αριστερά δεν κατανόησε ποτέ τους οικονομικούς και πολιτικούς λόγους που οδήγησαν στην ανάδυση της Υπερεθνικής Ελίτ ―δηλαδή του δικτύου των διεθνικών ελίτ που διαχειρίζονται τη ΝΔΤ που εδράζονται κυρίως στις χώρες που απαρτίζουν το «G7». Αυτή η Αριστερά αδυνατεί επομένως να συλλάβει ότι βασικός στόχος της Υ/Ε είναι να ενσωματώσει πλήρως τις περιφερειακές χώρες ―πέρα από την αυταπόδεικτη ανάγκη της να ελέγχει όσες από αυτές διαθέτουν πλούσια ενεργειακά αποθέματα― στη Νέα Διεθνή Τάξη που όρισε η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση.
Είναι δηλαδή φανερό ότι, γενικά, η σημερινή αντισυστημική Αριστερά, συμπεριλαμβανομένου του μεταμοντέρνου «αναρχισμού», ο οποίος δεν έχει καμία σχέση με τον αντισυστημικό αναρχισμό, και φυσικά των Οικολόγων-Πράσινων, οι οποίοι σήμερα έχουν ενσωματωθεί πλήρως στην ΝΔΤ, (όπως έχει δείξει η πλήρης υποστήριξή τους σε όλους τους πολέμους της Υ/Ε) δεν έχει ιδέα (ή κάποιοι προτιμούν να μην έχουν ιδέα!) για αυτές τις παγκόσμιες σεισμικές αλλαγές.
Δεν είναι λοιπόν περίεργο ότι η ίδια Αριστερά δεν κατανόησε ποτέ τους οικονομικούς και πολιτικούς λόγους που οδήγησαν στην ανάδυση της Υπερεθνικής Ελίτ ―δηλαδή του δικτύου των διεθνικών ελίτ που διαχειρίζονται τη ΝΔΤ που εδράζονται κυρίως στις χώρες που απαρτίζουν το «G7». Αυτή η Αριστερά αδυνατεί επομένως να συλλάβει ότι βασικός στόχος της Υ/Ε είναι να ενσωματώσει πλήρως τις περιφερειακές χώρες ―πέρα από την αυταπόδεικτη ανάγκη της να ελέγχει όσες από αυτές διαθέτουν πλούσια ενεργειακά αποθέματα― στη Νέα Διεθνή Τάξη που όρισε η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση.
Είναι δηλαδή φανερό ότι, γενικά, η σημερινή αντισυστημική Αριστερά, συμπεριλαμβανομένου του μεταμοντέρνου «αναρχισμού», ο οποίος δεν έχει καμία σχέση με τον αντισυστημικό αναρχισμό, και φυσικά των Οικολόγων-Πράσινων, οι οποίοι σήμερα έχουν ενσωματωθεί πλήρως στην ΝΔΤ, (όπως έχει δείξει η πλήρης υποστήριξή τους σε όλους τους πολέμους της Υ/Ε) δεν έχει ιδέα (ή κάποιοι προτιμούν να μην έχουν ιδέα!) για αυτές τις παγκόσμιες σεισμικές αλλαγές.
Ωστόσο, εάν η αντισυστημική Αριστερά, παρά τα ξεπερασμένα θεωρητικά εργαλεία της, τουλάχιστον αμφισβητεί το καπιταλιστικό σύστημα καθώς και τους βασικούς οικονομικούς θεσμούς του, όπως η ΕΕ, ο ΠΟΕ κ.λπ., η ρεφορμιστική Αριστερά δεν τολμά καν να αμφισβητήσει τους εν λόγω θεσμούς! Το μόνο που συνήθως κάνει είναι να αμφισβητεί και να επικρίνει τις πολιτικές λιτότητας, σε μια προσπάθεια να διαφοροποιηθεί από τα παλιά σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, τα οποία έχουν πλέον ενσωματωθεί πλήρως στη ΝΔΤ, με τη μορφή σοσιαλ-φιλελεύθερων κομμάτων. Τα εν λόγω κόμματα, μαζί μετα παραδοσιακά συντηρητικά κόμματα (Χριστιανοδημοκράτες, οι Βρετανοί Συντηρητικοί, κ.λπ.) έχουν, για παράδειγμα, συγκροτήσει ένα συμπαγές μπλοκ στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το οποίο αποκλείει, στο οποιοδήποτε προβλέψιμο μέλλον, κάθε σημαντική αλλαγή στις σημερινές νεοφιλελεύθερες πολιτικές που επιβάλλονται από τις Πολυεθνικές και τη ΝΔΤ.
Αυτού του είδους η «Αριστερά» προφανώς δεν μπορεί να προσφέρει καμία πραγματική εναλλακτική λύση στα θύματα της παγκοσμιοποίησης για τους παρακάτω δύο βασικούς λόγους.
Αυτού του είδους η «Αριστερά» προφανώς δεν μπορεί να προσφέρει καμία πραγματική εναλλακτική λύση στα θύματα της παγκοσμιοποίησης για τους παρακάτω δύο βασικούς λόγους.
Πρώτον, επειδή δεν είναι σε θέση να καταργήσει τις πολιτικές λιτότητας, οι οποίες δεν επιβάλλονται απλώς από κάποιους «κακούς», (δηλαδή τους νεοφιλελεύθερους πολιτικούς και οικονομολόγους), αλλά από τη λογική και τη δυναμική μιας διεθνοποιημένης καπιταλιστικής οικονομίας της αγοράς. Σε μια τέτοια διεθνοποιημένη οικονομία, οποιοσδήποτε σημαντικός κοινωνικός έλεγχος επάνω στις αγορές θα υπονόμευε δραστικά την ανταγωνιστικότητα ―το κριτήριο επιτυχίας για την προσέλκυση κεφαλαίων.
Σε παρόμοιο πλαίσιο, οι χώρες πρέπει να ανταγωνίζονται η μία την άλλη για την προσέλκυση επενδυτικών κεφαλαίων, κυρίως από το εξωτερικό, μέσα από ανοικτές και ‘απελευθερωμένες’ αγορές που, τελικά, διασφαλίζουν απλώς την διεθνή ομογενοποίηση των πραγματικών μισθών και των συνθηκών εργασίας.
Δεν προκαλεί συνεπώς ιδιαίτερη έκπληξη το γεγονός ότι δεν έχει υπάρξει σοσιαλδημοκρατική ή «Αριστερή κυβέρνηση» στηνΕυρώπη που να έχει καταφέρει να απορρίψει τις νεοφιλελεύθερες πολιτικέςτης ΝΔΤ. Γεγονός βέβαια που εκ των πραγμάτων αποκλείει Κεϋνσιανές και μετα-Κεϋνσιανές πολιτικές, οι οποίες άλλωστε και εξ ορισμού αποκλειόντουσαν, εφόσον είχαν σχεδιαστεί για την περίοδο των κρατών εθνών. Αυτός είναι ο λόγος που η ρεφορμιστική Αριστερά είναι νεκρή στην Ευρώπη (εκτός από τις εξαιρετικές περιπτώσεις της Ισπανίας και της Ελλάδας που θα δούμε παρακάτω), και ο μόνος λόγος για τον οποίο σοσιαλδημοκρατικά κόμματα εξακολουθούν να επιβιώνουν σε διάφορες χώρες της Ευρώπης, είναι επειδή έχουν γίνει σοσιαλ-φιλελεύθερα κόμματα, δηλαδή ένα είδος υβριδικών κομμάτων με «σοσιαλιστική» ρητορική και νεοφιλελεύθερη πρακτική.
Όταν τα κόμματα αυτά έρχονται στην εξουσία εφαρμόζουν τις ίδιες πολιτικές με ορισμένες επουσιώδεις παραλλαγές —κάποτε συμμαχώντας και με συντηρητικά κόμματα (πχ Ελλάδα). Είναι άλλωστε το ίδιο συμπαγές μπλοκ συντηρητικών και σοσιαλ-φιλελεύθερων κομμάτων, το οποίο ελέγχει την ΕΕ και την Ευρωζώνη, και αποκλείει οποιεσδήποτε εναλλακτικές πολιτικές από τις σημερινές . Οι πολιτικές αυτές έχουν επιφέρει είτε μαζική ανοιχτή ανεργία ακόμα και σε περιφερειακές ευρωπαϊκές χώρες όπως η Ισπανία και η Ελλάδα, (η οποία αγγίζει το ένα τέταρτο του πληθυσμού και πάνω από το μισό ανάμεσα στους νέους), είτε συγκαλυμμένη ανεργία που παίρνει διάφορες μορφές: συμβάσεις μηδενικών ωρών «εργασίας», μαζική μερική ή περιστασιακή απασχόληση, και παγωμένους πραγματικούς μισθούς για όσους «τυχερούς» έχουν κάτι που να μοιάζει με πλήρη απασχόληση, όπως στη Βρετανία και τις ΗΠΑ, κ.λπ.
Σε παρόμοιο πλαίσιο, οι χώρες πρέπει να ανταγωνίζονται η μία την άλλη για την προσέλκυση επενδυτικών κεφαλαίων, κυρίως από το εξωτερικό, μέσα από ανοικτές και ‘απελευθερωμένες’ αγορές που, τελικά, διασφαλίζουν απλώς την διεθνή ομογενοποίηση των πραγματικών μισθών και των συνθηκών εργασίας.
Δεν προκαλεί συνεπώς ιδιαίτερη έκπληξη το γεγονός ότι δεν έχει υπάρξει σοσιαλδημοκρατική ή «Αριστερή κυβέρνηση» στηνΕυρώπη που να έχει καταφέρει να απορρίψει τις νεοφιλελεύθερες πολιτικέςτης ΝΔΤ. Γεγονός βέβαια που εκ των πραγμάτων αποκλείει Κεϋνσιανές και μετα-Κεϋνσιανές πολιτικές, οι οποίες άλλωστε και εξ ορισμού αποκλειόντουσαν, εφόσον είχαν σχεδιαστεί για την περίοδο των κρατών εθνών. Αυτός είναι ο λόγος που η ρεφορμιστική Αριστερά είναι νεκρή στην Ευρώπη (εκτός από τις εξαιρετικές περιπτώσεις της Ισπανίας και της Ελλάδας που θα δούμε παρακάτω), και ο μόνος λόγος για τον οποίο σοσιαλδημοκρατικά κόμματα εξακολουθούν να επιβιώνουν σε διάφορες χώρες της Ευρώπης, είναι επειδή έχουν γίνει σοσιαλ-φιλελεύθερα κόμματα, δηλαδή ένα είδος υβριδικών κομμάτων με «σοσιαλιστική» ρητορική και νεοφιλελεύθερη πρακτική.
Όταν τα κόμματα αυτά έρχονται στην εξουσία εφαρμόζουν τις ίδιες πολιτικές με ορισμένες επουσιώδεις παραλλαγές —κάποτε συμμαχώντας και με συντηρητικά κόμματα (πχ Ελλάδα). Είναι άλλωστε το ίδιο συμπαγές μπλοκ συντηρητικών και σοσιαλ-φιλελεύθερων κομμάτων, το οποίο ελέγχει την ΕΕ και την Ευρωζώνη, και αποκλείει οποιεσδήποτε εναλλακτικές πολιτικές από τις σημερινές . Οι πολιτικές αυτές έχουν επιφέρει είτε μαζική ανοιχτή ανεργία ακόμα και σε περιφερειακές ευρωπαϊκές χώρες όπως η Ισπανία και η Ελλάδα, (η οποία αγγίζει το ένα τέταρτο του πληθυσμού και πάνω από το μισό ανάμεσα στους νέους), είτε συγκαλυμμένη ανεργία που παίρνει διάφορες μορφές: συμβάσεις μηδενικών ωρών «εργασίας», μαζική μερική ή περιστασιακή απασχόληση, και παγωμένους πραγματικούς μισθούς για όσους «τυχερούς» έχουν κάτι που να μοιάζει με πλήρη απασχόληση, όπως στη Βρετανία και τις ΗΠΑ, κ.λπ.
Δεύτερον, διότι ακόμη και αν ερχόντουσαν στην εξουσία κόμματα με προγράμματα αντίθετα στις πολιτικές λιτότητας, εφόσον εξακολουθούν να είναι μέλη οικονομικών οργανισμών όπως η ΕΕ, θα συνεχίσουν να υπόκεινται σε καταστροφικές νεοφιλελεύθερες δεσμεύσεις.
Ακόμη περισσότερο αν είναι επίσης μέλη της Ευρωζώνης, οπότε δεν ελέγχουν ούτε καν το δικό τους νόμισμα, το οποίο ελέγχεται απευθείας από την Υ/Ε, μέσω των ευρωπαϊκών μελών της και κυρίως της γερμανικής ελίτ.
Και αυτό, διότι ως μέλη της ΕΕ δεσμεύονται από την Συνθήκη του Μάαστριχτ και τις μετέπειτα Συνθήκες που την συμπληρώνουν, να υιοθετούν όλες τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσειςπου θεσμοθετούν τη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση,και ιδίως τις πολιτικές που επιβάλλουν το άνοιγμα και την απελευθέρωση των «τεσσάρων αγορών», δηλαδή των αγορών κεφαλαίου, εργασίας, αγαθών και υπηρεσιών. Αυτές είναι οι πολιτικές που εφαρμόζονται αυτή τη στιγμή σε όλη την ΕΕ και, φυσικά―μέσω της Υ/Ε―σε όλο τον κόσμο, όσον αφορά στις χώρες που έχουν ενσωματωθεί στη ΝΔΤ της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, συμπεριλαμβανομένων εκείνων των χωρών που υποτίθεται αποσκοπούν στη δημιουργία ενός εναλλακτικού πόλου σε αυτή, όπως η «ομάδα των 20» (G20), που μόλις υπέγραψε ένα ανακοινωθέν, το οποίο γιορτάζει τις ίδιες νεοφιλελεύθερες αρχές. [3]
Ακόμη περισσότερο αν είναι επίσης μέλη της Ευρωζώνης, οπότε δεν ελέγχουν ούτε καν το δικό τους νόμισμα, το οποίο ελέγχεται απευθείας από την Υ/Ε, μέσω των ευρωπαϊκών μελών της και κυρίως της γερμανικής ελίτ.
Και αυτό, διότι ως μέλη της ΕΕ δεσμεύονται από την Συνθήκη του Μάαστριχτ και τις μετέπειτα Συνθήκες που την συμπληρώνουν, να υιοθετούν όλες τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσειςπου θεσμοθετούν τη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση,και ιδίως τις πολιτικές που επιβάλλουν το άνοιγμα και την απελευθέρωση των «τεσσάρων αγορών», δηλαδή των αγορών κεφαλαίου, εργασίας, αγαθών και υπηρεσιών. Αυτές είναι οι πολιτικές που εφαρμόζονται αυτή τη στιγμή σε όλη την ΕΕ και, φυσικά―μέσω της Υ/Ε―σε όλο τον κόσμο, όσον αφορά στις χώρες που έχουν ενσωματωθεί στη ΝΔΤ της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, συμπεριλαμβανομένων εκείνων των χωρών που υποτίθεται αποσκοπούν στη δημιουργία ενός εναλλακτικού πόλου σε αυτή, όπως η «ομάδα των 20» (G20), που μόλις υπέγραψε ένα ανακοινωθέν, το οποίο γιορτάζει τις ίδιες νεοφιλελεύθερες αρχές. [3]
Με αυτή την έννοια, η υποτιθέμενη αναβίωση της ρεφορμιστικής Αριστεράς σε χώρες όπως η Ισπανία και η Ελλάδα, μέσω των ανερχόμενων κομμάτων των Podemos και του ΣΥΡΙΖΑ αντίστοιχα, είναι στην πραγματικότητα άλλη μία πολιτική φούσκα έτοιμη να σκάσει μόλις έλθουν στην εξουσία.
Δεν αποτελεί έκπληξη ότι αυτό το είδος της Αριστεράς προωθήθηκε ακόμη και από ένα από τα κύρια όργανα της Υπερεθνικής Ελίτ, τους Financial Times, οι οποίοι την παρουσίασαν ως την «ριζοσπαστική» αριστερά που κάνει λογικές προτάσεις.[4]
Φυσικά, δεν υπάρχει τίποτα το ριζοσπαστικό σε αυτά τα δύο κόμματα, τα οποία όχι μόνο δεν αμφισβήτησαν ποτέ την ίδια την ΕΕ, αλλά ούτε καν τόλμησαν να δεσμευτούν κατηγορηματικά για έξοδο από την Ευρωζώνη —μολονότι βέβαια μια έξοδος από την Ευρωζώνη, που δεν συνοδεύεται από έξοδο από την ΕΕ, είναι σχεδόν εξίσου καταστροφική.
Επομένως, είναι σαφές ότι αυτό το είδος της Αριστεράς παίζει ένα προφανώς αποπροσανατολιστικό ρόλο όταν επιτίθεται μόνο στις πολιτικές λιτότητας, οι οποίες, όμως, είναι απλώς η αναπόφευκτη παρενέργεια της ένταξης στην ΝΔΤ και της συνακόλουθης υιοθέτησης της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης.
Δεν θα έπρεπε να ξεχνάμε άλλωστε ότι σημαντικοί σοσιαλδημοκράτες πριν από τον Τσίπρα και τον Ιγκλέσιας, οι οποίοι αντιπροσώπευαν τις σημαντικότερες χώρες του πυρήνα της ΕΕ όπως η Γαλλία και η Γερμανία, είχαν επίσης προσπαθήσει να αντιστρέψουν νεοφιλελεύθερες πολιτικές και είτε εξαναγκάστηκαν πάραυτα σε στροφή 180 μοιρών (Φρανσουά Μιτεράν, Φρανσουά Ολάντ) είτε πετάχτηκαν ακόμη και έξω από την κυβέρνηση (Όσκαρ Λαφοντέν).
Ούτε, βέβαια, έχει την παραμικρή βάση το επιχείρημα των Podemos και του ΣΥΡΙΖΑ, πως τώρα οι Ευρώ-ελίτ θα αναγκαστούν να αντιστρέψουν τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές, εφόσον αντιμετωπίζουν τον κίνδυνο της ανόδου στην εξουσία πραγματικά αντί-ΕΕ κομμάτων (δηλαδή των εθνικιστικών κομμάτων) .
Στην πραγματικότητα καμία κυβέρνηση χώρας που είναι ενσωματωμένη στη ΝΔΤ δεν έχει άλλη επιλογή από τις σημερινές νεοφιλελεύθερες πολιτικές. Επομένως, ούτε οι Podemos ούτε ο ΣΥΡΙΖΑ θα είναι ποτέ σε θέση να εφαρμόσουν αυστηρούς κοινωνικούς ελέγχους πάνω στις αγορές, παρά την απατηλή ρητορική τους, και το μόνο που θα μπορούσαν να εξασφαλίσουν, είναι ένα είδος ανάπτυξης όπως αυτή της Βρετανίας, όπου η ανοικτή μαζική ανεργία έχει απλά αντικατασταθεί με συγκεκαλυμμένη ανεργία και παγωμένους μισθούς.[5]
Δεν αποτελεί έκπληξη ότι αυτό το είδος της Αριστεράς προωθήθηκε ακόμη και από ένα από τα κύρια όργανα της Υπερεθνικής Ελίτ, τους Financial Times, οι οποίοι την παρουσίασαν ως την «ριζοσπαστική» αριστερά που κάνει λογικές προτάσεις.[4]
Φυσικά, δεν υπάρχει τίποτα το ριζοσπαστικό σε αυτά τα δύο κόμματα, τα οποία όχι μόνο δεν αμφισβήτησαν ποτέ την ίδια την ΕΕ, αλλά ούτε καν τόλμησαν να δεσμευτούν κατηγορηματικά για έξοδο από την Ευρωζώνη —μολονότι βέβαια μια έξοδος από την Ευρωζώνη, που δεν συνοδεύεται από έξοδο από την ΕΕ, είναι σχεδόν εξίσου καταστροφική.
Επομένως, είναι σαφές ότι αυτό το είδος της Αριστεράς παίζει ένα προφανώς αποπροσανατολιστικό ρόλο όταν επιτίθεται μόνο στις πολιτικές λιτότητας, οι οποίες, όμως, είναι απλώς η αναπόφευκτη παρενέργεια της ένταξης στην ΝΔΤ και της συνακόλουθης υιοθέτησης της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης.
Δεν θα έπρεπε να ξεχνάμε άλλωστε ότι σημαντικοί σοσιαλδημοκράτες πριν από τον Τσίπρα και τον Ιγκλέσιας, οι οποίοι αντιπροσώπευαν τις σημαντικότερες χώρες του πυρήνα της ΕΕ όπως η Γαλλία και η Γερμανία, είχαν επίσης προσπαθήσει να αντιστρέψουν νεοφιλελεύθερες πολιτικές και είτε εξαναγκάστηκαν πάραυτα σε στροφή 180 μοιρών (Φρανσουά Μιτεράν, Φρανσουά Ολάντ) είτε πετάχτηκαν ακόμη και έξω από την κυβέρνηση (Όσκαρ Λαφοντέν).
Ούτε, βέβαια, έχει την παραμικρή βάση το επιχείρημα των Podemos και του ΣΥΡΙΖΑ, πως τώρα οι Ευρώ-ελίτ θα αναγκαστούν να αντιστρέψουν τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές, εφόσον αντιμετωπίζουν τον κίνδυνο της ανόδου στην εξουσία πραγματικά αντί-ΕΕ κομμάτων (δηλαδή των εθνικιστικών κομμάτων) .
Στην πραγματικότητα καμία κυβέρνηση χώρας που είναι ενσωματωμένη στη ΝΔΤ δεν έχει άλλη επιλογή από τις σημερινές νεοφιλελεύθερες πολιτικές. Επομένως, ούτε οι Podemos ούτε ο ΣΥΡΙΖΑ θα είναι ποτέ σε θέση να εφαρμόσουν αυστηρούς κοινωνικούς ελέγχους πάνω στις αγορές, παρά την απατηλή ρητορική τους, και το μόνο που θα μπορούσαν να εξασφαλίσουν, είναι ένα είδος ανάπτυξης όπως αυτή της Βρετανίας, όπου η ανοικτή μαζική ανεργία έχει απλά αντικατασταθεί με συγκεκαλυμμένη ανεργία και παγωμένους μισθούς.[5]
Το αναπόφευκτο αποτέλεσμα αυτής της παταγώδους αποτυχίας της Αριστεράς είναι η ανάδυση μιας νέας εθνικιστικής Δεξιάς στην Ευρώπη, που αγωνίζεται γιατην έξοδο από την ΕΕ. Αυτό, βέβαια, εκτός από την περίεργη περίπτωσητων Ουκρανών νεο-ναζί, οι οποίοι ισχυρίζονται ότι είναι εθνικιστές που αντιτίθενται στην ΕΕ, και εντούτοις έχουν πλήρως υποστηριχτεί και χρηματοδοτηθεί από την ΕΕ και τις ΗΠΑ για να πολεμήσουν τους Ρώσους και την Ευρασιατική Ένωση ―δηλαδή, δυνητικά, το μόνο πραγματικό εναλλακτικό παγκόσμιο κέντρο εξουσίας στο σημερινό μονοπώλιο της εξουσίας της Υπερεθνικής Ελίτ!
Με άλλα λόγια, η εθνικιστική Δεξιά, (οπουδήποτε αλλού εκτός από την Ουκρανία!) απλώς κάλυψε το τεράστιο κενό που άφησε αυτή η χρεοκοπημένη Αριστερά, η οποία, αντί να τεθεί επί κεφαλής όλων αυτών των λαών που μάχονται ενάντια στην παγκοσμιοποίηση και τη σταδιακή εξάλειψη της οικονομικής και εθνικής τους κυριαρχίας, απλά κατέφυγε σε έναν αναχρονιστικό διεθνισμό, δικαιολογώντας ουσιαστικά την παγκοσμιοποίηση, και μάλιστα από δήθεν Μαρξιστική σκοπιά…
Με άλλα λόγια, η εθνικιστική Δεξιά, (οπουδήποτε αλλού εκτός από την Ουκρανία!) απλώς κάλυψε το τεράστιο κενό που άφησε αυτή η χρεοκοπημένη Αριστερά, η οποία, αντί να τεθεί επί κεφαλής όλων αυτών των λαών που μάχονται ενάντια στην παγκοσμιοποίηση και τη σταδιακή εξάλειψη της οικονομικής και εθνικής τους κυριαρχίας, απλά κατέφυγε σε έναν αναχρονιστικό διεθνισμό, δικαιολογώντας ουσιαστικά την παγκοσμιοποίηση, και μάλιστα από δήθεν Μαρξιστική σκοπιά…
Η νέα αυτή εθνικιστική Δεξιά αγκαλιάζεται από τα περισσότερα από τα θύματα της παγκοσμιοποίησης σε όλη την Ευρώπη, ιδιαίτερα την εργατική τάξη η οποία συνήθως υποστήριζε την Αριστερά,[6] ενώ η τελευταία έχει αγκαλιάσει ουσιαστικά όχι μόνο την οικονομική παγκοσμιοποίηση, αλλά και την πολιτική, ιδεολογική και πολιτιστική παγκοσμιοποίηση, έχοντας πλήρως ενσωματωθεί στη ΝΔΤ —πράγμα που αποτελεί καθοριστική αιτία της σημερινής πνευματικής και πολιτικής χρεοκοπίας της.
Η διαδικασία της χρεοκοπίας της Αριστεράς ενισχύθηκε παραπέρα από το γεγονός ότι, αντιμετωπίζοντας τον κίνδυνο πολιτικής κατάρρευσης στις εκλογές του Μαΐου 2014 για το Ευρώ-κοινοβούλιο, συμμάχησε με τις ελίτ στον χαρακτηρισμό αυτών των κομμάτων ως φασιστικών και νέο-ναζιστικών, κάποτε ακόμη και συναινώντας στη χρήση σαφώς ολοκληρωτικών μεθόδων για την καταστολή τους (όπως π.χ. στην Ελλάδα).
Ωστόσο, παρά το γεγονός ότι κάποια από αυτά πράγματι χρησιμοποιούν νέο-ναζιστική ρητορική, οι μόνοι πραγματικοί νεοναζί στην Ευρώπη σήμερα, όχι μόνο από την άποψη της ρητορικής τους, αλλά προπαντός των πρακτικών τους, είναι οι Ουκρανοί νέο-ναζί, οι οποίοι, όμως, υποστηρίζονται πλήρως από την Υ/Ε και (παραδόξως;) ακόμη και από την Σιωνιστική ελίτ[7] (παρά τον ξεκάθαρο αντισημιτισμό τους!) στην επίτευξη του στόχου αλλαγής του καθεστώτος και μετατροπής της Ουκρανίας σε προτεκτοράτο της ΕΕ.
Η διαδικασία της χρεοκοπίας της Αριστεράς ενισχύθηκε παραπέρα από το γεγονός ότι, αντιμετωπίζοντας τον κίνδυνο πολιτικής κατάρρευσης στις εκλογές του Μαΐου 2014 για το Ευρώ-κοινοβούλιο, συμμάχησε με τις ελίτ στον χαρακτηρισμό αυτών των κομμάτων ως φασιστικών και νέο-ναζιστικών, κάποτε ακόμη και συναινώντας στη χρήση σαφώς ολοκληρωτικών μεθόδων για την καταστολή τους (όπως π.χ. στην Ελλάδα).
Ωστόσο, παρά το γεγονός ότι κάποια από αυτά πράγματι χρησιμοποιούν νέο-ναζιστική ρητορική, οι μόνοι πραγματικοί νεοναζί στην Ευρώπη σήμερα, όχι μόνο από την άποψη της ρητορικής τους, αλλά προπαντός των πρακτικών τους, είναι οι Ουκρανοί νέο-ναζί, οι οποίοι, όμως, υποστηρίζονται πλήρως από την Υ/Ε και (παραδόξως;) ακόμη και από την Σιωνιστική ελίτ[7] (παρά τον ξεκάθαρο αντισημιτισμό τους!) στην επίτευξη του στόχου αλλαγής του καθεστώτος και μετατροπής της Ουκρανίας σε προτεκτοράτο της ΕΕ.
Ωστόσο, δεν υπάρχει τίποτε το εκπληκτικό σε αυτή τη στάση της Υ/Ε, η οποία είχε επίσης συμμαχήσει με τους Αφγανούς αντάρτες για να νικήσει τον Σοβιετικό στρατό, και στη συνέχεια με τους εγκληματίες τζιχαντιστές στη Λιβύη και τη Συρία, προκειμένου να ανατρέψει τα εθνικό-απελευθερωτικά καθεστώτα σε αυτές τις χώρες (τους γνωστούς ISIS που δέχονται σήμερα, για άλλους λόγους, την επίθεση της Υ/Ε).
Όμως, υπάρχει μια υπόρρητη συνέπεια εδώ που πρέπει να τονιστεί. Η άνοδος στην εξουσία ενός πραγματικά φασιστικού ή νέο-ναζιστικού κόμματος σήμερα είναι αδύνατη για οποιαδήποτε χώρα που είναι πλήρως ενσωματωμένη στη ΝΔΤ. Και αυτό, διότι ο πραγματικός φασισμός και Ναζισμός ήταν ιστορικά φαινόμενα της εποχής των εθνών-κρατών, πριν από την εποχή της παγκοσμιοποίησης, μιας εποχής που παρείχε σημαντικό βαθμό εθνικής και οικονομικής κυριαρχίας.
Εντούτοις, στην εποχή της παγκοσμιοποίησης είναι ακριβώς αυτή η κυριαρχία, η οποία είναι ανέφικτη για οποιαδήποτε χώρα που έχει πλήρως ενσωματωθεί στη ΝΔΤ. Αυτό σημαίνει ότι το μόνο είδος«φασισμού» που είναι δυνατό σήμερα είναι ο ψευδο-φασισμός, ο οποίος υποστηρίζεται από την ίδια την Υπερεθνική Ελίτ, όπως η περίπτωση της Ουκρανίας έχει σαφώς δείξει!
Όμως, υπάρχει μια υπόρρητη συνέπεια εδώ που πρέπει να τονιστεί. Η άνοδος στην εξουσία ενός πραγματικά φασιστικού ή νέο-ναζιστικού κόμματος σήμερα είναι αδύνατη για οποιαδήποτε χώρα που είναι πλήρως ενσωματωμένη στη ΝΔΤ. Και αυτό, διότι ο πραγματικός φασισμός και Ναζισμός ήταν ιστορικά φαινόμενα της εποχής των εθνών-κρατών, πριν από την εποχή της παγκοσμιοποίησης, μιας εποχής που παρείχε σημαντικό βαθμό εθνικής και οικονομικής κυριαρχίας.
Εντούτοις, στην εποχή της παγκοσμιοποίησης είναι ακριβώς αυτή η κυριαρχία, η οποία είναι ανέφικτη για οποιαδήποτε χώρα που έχει πλήρως ενσωματωθεί στη ΝΔΤ. Αυτό σημαίνει ότι το μόνο είδος«φασισμού» που είναι δυνατό σήμερα είναι ο ψευδο-φασισμός, ο οποίος υποστηρίζεται από την ίδια την Υπερεθνική Ελίτ, όπως η περίπτωση της Ουκρανίας έχει σαφώς δείξει!
Είναι, επομένως, ξεκάθαρο ότι ο στόχος της Υ/Ε που διαχειρίζεται τη ΝΔΤ, είναι να μετατρέψει τα έθνη-κράτη, μέσω της σταδιακής κατάργησης της οικονομικής και της εθνικής κυριαρχίας τους, στην καλύτερη περίπτωση, σε ένα είδος Νομαρχιών μέσα σε ένα σύστημα παγκόσμιας διακυβέρνησης, ή, στη χειρότερη περίπτωση, σε ένα είδος άτυπων προτεκτοράτων (όπως π.χ. η περίπτωση της Ελλάδας).
Η σημερινή Κοινωνική Πάλη επομένως δεν είναι πια μόνο μια πάλη για την κοινωνική απελευθέρωση, όπως ήταν στο παρελθόν, αλλά, επίσης, ένας αγώνας για την εθνική απελευθέρωση.
Αυτό δεν σημαίνει, βέβαια, την επιστροφή στην εποχή των εθνών-κρατών, όπου θα πολεμάει το ένα κράτος το άλλο για οικονομικούς λόγους (για το μοίρασμα των αγορών κ.λπ.) ή για γεωπολιτικούς λόγους. Θα μπορούσε να σημαίνει, αντίθετα, τη δημιουργία μιας νέας παγκόσμιας δημοκρατικής τάξης, όπως αυτή που περιέγραψα αλλού,[8] και η διαδικασία για την ανάπτυξη μιας Ευρασιατικής Ένωσης κυρίαρχων λαών θα μπορούσε δυνητικά να διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο προς αυτήν την κατεύθυνση.
Αυτή η διαδικασία δεν έχει βέβαια καμία σχέση με την «αναδιάταξη του κόσμου με βάση τις «σφαίρες επιρροής», όπως ισχυρίζονται οι ιδεολόγοι της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης και υποστηρικτές του σχεδίου για την παγκόσμια διακυβέρνηση, σε μια προφανή προσπάθεια να δυσφημίσουν τον αγώνα των λαών για κυριαρχία[9] και αυτοκαθορισμό.
Κάποιοι βέβαια θα μπορούσαν να αντιτείνουν εδώ τον κίνδυνο που μπορεί να προκύψει σε ένα τέτοιο σενάριο, καθώς, όταν ένα έθνος σπάει τα δεσμά του από τη ΝΔΤ, νέες δυνάμεις μπορεί να προκύψουν που θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν την ανάκτηση της εθνικής-οικονομικής κυριαρχίας, προκειμένου να εφαρμόσουν π.χ. ρατσιστικές πολιτικές.
Ωστόσο, αναρωτιέται κανείς αν τα επιχειρήματα αυτά μπορούν ακόμη να υποστηριχθούν σήμερα, όταν οι υποτιθέμενοι φάροι της δημοκρατίας στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, οι ΗΠΑ και το Ισραήλ, έχουν δείξει ξεκάθαρα το πραγματικό ρατσιστικό τους πρόσωπο. Οι πρώτες, όταν φανερώνουν ότι δεν είναι μόνο η εγγενής οικονομική βία που ασκείται κατά των Αφρο-Αμερικανών αλλά και ότι η ίδια η φυσική βία δεν σταμάτησε ποτέ αλλά απλά είχε γίνει πιο συγκαλυμμένη, ενώ το Σιωνιστικό κράτος επικυρώνει τώρα και με τη στάμπα του νόμου το καθεστώς δεύτερης κατηγορίας για τον γηγενή πληθυσμό, τους Παλαιστινίους.
Η σημερινή Κοινωνική Πάλη επομένως δεν είναι πια μόνο μια πάλη για την κοινωνική απελευθέρωση, όπως ήταν στο παρελθόν, αλλά, επίσης, ένας αγώνας για την εθνική απελευθέρωση.
Αυτό δεν σημαίνει, βέβαια, την επιστροφή στην εποχή των εθνών-κρατών, όπου θα πολεμάει το ένα κράτος το άλλο για οικονομικούς λόγους (για το μοίρασμα των αγορών κ.λπ.) ή για γεωπολιτικούς λόγους. Θα μπορούσε να σημαίνει, αντίθετα, τη δημιουργία μιας νέας παγκόσμιας δημοκρατικής τάξης, όπως αυτή που περιέγραψα αλλού,[8] και η διαδικασία για την ανάπτυξη μιας Ευρασιατικής Ένωσης κυρίαρχων λαών θα μπορούσε δυνητικά να διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο προς αυτήν την κατεύθυνση.
Αυτή η διαδικασία δεν έχει βέβαια καμία σχέση με την «αναδιάταξη του κόσμου με βάση τις «σφαίρες επιρροής», όπως ισχυρίζονται οι ιδεολόγοι της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης και υποστηρικτές του σχεδίου για την παγκόσμια διακυβέρνηση, σε μια προφανή προσπάθεια να δυσφημίσουν τον αγώνα των λαών για κυριαρχία[9] και αυτοκαθορισμό.
Κάποιοι βέβαια θα μπορούσαν να αντιτείνουν εδώ τον κίνδυνο που μπορεί να προκύψει σε ένα τέτοιο σενάριο, καθώς, όταν ένα έθνος σπάει τα δεσμά του από τη ΝΔΤ, νέες δυνάμεις μπορεί να προκύψουν που θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν την ανάκτηση της εθνικής-οικονομικής κυριαρχίας, προκειμένου να εφαρμόσουν π.χ. ρατσιστικές πολιτικές.
Ωστόσο, αναρωτιέται κανείς αν τα επιχειρήματα αυτά μπορούν ακόμη να υποστηριχθούν σήμερα, όταν οι υποτιθέμενοι φάροι της δημοκρατίας στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, οι ΗΠΑ και το Ισραήλ, έχουν δείξει ξεκάθαρα το πραγματικό ρατσιστικό τους πρόσωπο. Οι πρώτες, όταν φανερώνουν ότι δεν είναι μόνο η εγγενής οικονομική βία που ασκείται κατά των Αφρο-Αμερικανών αλλά και ότι η ίδια η φυσική βία δεν σταμάτησε ποτέ αλλά απλά είχε γίνει πιο συγκαλυμμένη, ενώ το Σιωνιστικό κράτος επικυρώνει τώρα και με τη στάμπα του νόμου το καθεστώς δεύτερης κατηγορίας για τον γηγενή πληθυσμό, τους Παλαιστινίους.
Η περίπτωση της Ουκρανίας είναι ιδιαίτερα σημαντική όχι μόνο γιατί φανέρωσε τη μονοπολική φύση της σημερινής παγκόσμιας τάξης, όπως εκφράζεται από την«διεθνή κοινότητα», (δηλαδή την Υ/Ε μαζί με τις διαπλεκόμενες πελατειακές ελίτ), αλλά, επίσης, γιατί μπορεί να είναι και προάγγελος του τέλους της παρούσας διεθνούς τάξης και της εμφάνισης ενός νέου δι-πολικού κόσμου.
Από την άλλη πλευρά, η αναχρονιστική Αριστερά, στερούμενη σύγχρονα θεωρητικά εργαλεία για να αναλύσει την παγκοσμιοποίηση, αδυνατεί να εξηγήσει πώς η Υ/Ε μπορεί και επιβάλλει, και μάλιστα χωρίς καμιά ουσιαστική διαφωνία από τα μέλη της, την πλήρη πολιτική, οικονομική και ιδεολογική απομόνωση της Ρωσίας, απλώς και μόνο επειδή τόλμησε να αντιταχθεί στα σχέδιά της για την πλήρη ενσωμάτωση της Ουκρανίας στη ΝΔΤ, μέσω της ΕΕ.
Πράγμα βέβαια καθόλου περίεργο όταν η ίδια «Αριστερά» ακόμη προσπαθεί να «εξηγήσει» τον σημερινό μονοπολικό κόσμο με αναχρονιστικές θεωρίες για ενδο-ιμπεριαλιστικές αντιθέσεις!
Από την άλλη πλευρά, η αναχρονιστική Αριστερά, στερούμενη σύγχρονα θεωρητικά εργαλεία για να αναλύσει την παγκοσμιοποίηση, αδυνατεί να εξηγήσει πώς η Υ/Ε μπορεί και επιβάλλει, και μάλιστα χωρίς καμιά ουσιαστική διαφωνία από τα μέλη της, την πλήρη πολιτική, οικονομική και ιδεολογική απομόνωση της Ρωσίας, απλώς και μόνο επειδή τόλμησε να αντιταχθεί στα σχέδιά της για την πλήρη ενσωμάτωση της Ουκρανίας στη ΝΔΤ, μέσω της ΕΕ.
Πράγμα βέβαια καθόλου περίεργο όταν η ίδια «Αριστερά» ακόμη προσπαθεί να «εξηγήσει» τον σημερινό μονοπολικό κόσμο με αναχρονιστικές θεωρίες για ενδο-ιμπεριαλιστικές αντιθέσεις!
Στην πραγματικότητα, δεν ήταν όμως καθόλου δύσκολο έργο για την Υ/Ε να εξοστρακίσει τη Ρωσία, δεδομένου ότι, μετά την κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού» και την παράλληλη χρεοκοπία της Αριστεράς, αυτή ελέγχει πολύ περισσότερα από την παγκόσμια οικονομία (μέσω των Υπερεθνικών Επιχειρήσεων).
Έτσι, η Υ/Ε ελέγχει επίσης:
- την διεθνή πολιτική, μέσω των προτεκτοράτων και ημι-προτεκτοράτων που έχει εγκαθιδρύσει σε όλο τον κόσμο, και των πολυποίκιλων διεθνών οργανισμών που επηρεάζει αποφασιστικά, (από τον ΟΗΕ μέχρι διεθνή δικαστήρια κ.λπ.).
- την παγκόσμια ιδεολογία και την αντίληψη της ίδιας της πραγματικότητας, μέσα από τον έλεγχο που ασκεί διαμέσου των ΜΜΕ (που ανήκουν σε οικονομικούς μεγιστάνες ή σε πολυεθνικές), των διεθνών Πανεπιστημίων και ερευνητικών κέντρων (των οποίων η έρευνα χρηματοδοτείται άμεσα ή έμμεσα απο την Υ/Ε), των διαφόρων ιδιωτικών «δεξαμενών σκέψης» (think tanks), των διεθνών ΜΚΟ κ.λπ..
- την διεθνή κουλτούρα, μέσω του ελέγχου που ασκεί η Υ/Ε στην παραγωγή και τη διανομή των πολιτιστικών αγαθών.
Τέλος, ιδιαίτερης σημασίας είναι το γεγονός ότι η Υ/Ε έχει εξασφαλίσει την αποτελεσματική ανοχή της αναχρονιστικής «Αριστεράς» σε πολέμους και προσχεδιασμένες εξεγέρσεις, αφού η στάση της Αριστεράς σε αυτά τα θέματα είναι, στην καλύτερη περίπτωση, μια στάση «ίσων αποστάσεων» μεταξύ των ανταγωνιστικών «ιμπεριαλισμών», και, στη χειρότερη περίπτωση, μια στάση ανοιχτής υποστήριξης προς τους υποτιθέμενους «επαναστάτες» στη Συρία, τη Λιβύη κ.λπ.―στάση που τήρησαν Τροτσκιστές και μεταμοντέρνοι «ελευθεριακοί» διαφόρων ειδών.
Και δεν είναι δύσκολο να αντιληφθεί κανείς ότι αυτή η στάση αφήνει δυνητικά την Υ/Ε ελεύθερη να καταστρέψει την τελευταία σημαντική προσπάθεια για αποτελεσματική αντίσταση κατά της ΝΔΤ, μέσω της δημιουργίας ενός εναλλακτικού παγκόσμιου πόλου κυρίαρχων εθνών, όπως η Ευρασιατική Ένωση είχε αρχικά σχεδιαστεί.
Όμως η εθνική και οικονομική κυριαρχία είναι η αναγκαία συνθήκη (αν και όχι επίσης επαρκής) για οποιαδήποτε συστημική αλλαγή ―μια αλλαγή που εξακολουθεί υποτίθεται να είναιο στόχος της αντισυστημικής Αριστεράς!
Και δεν είναι δύσκολο να αντιληφθεί κανείς ότι αυτή η στάση αφήνει δυνητικά την Υ/Ε ελεύθερη να καταστρέψει την τελευταία σημαντική προσπάθεια για αποτελεσματική αντίσταση κατά της ΝΔΤ, μέσω της δημιουργίας ενός εναλλακτικού παγκόσμιου πόλου κυρίαρχων εθνών, όπως η Ευρασιατική Ένωση είχε αρχικά σχεδιαστεί.
Όμως η εθνική και οικονομική κυριαρχία είναι η αναγκαία συνθήκη (αν και όχι επίσης επαρκής) για οποιαδήποτε συστημική αλλαγή ―μια αλλαγή που εξακολουθεί υποτίθεται να είναιο στόχος της αντισυστημικής Αριστεράς!
Υ.Γ. Στο άρθρο μου σχετικά με το «Διαδίκτυο και την ελευθερία του λόγου», αναφερόμουν στην περίπτωση της πολιτικής λασπολογίας ως μία από τις χειρότερες μορφές κατάχρησης της ελευθερίας του λόγου που υποτίθεται ότι παρέχεται από το διαδίκτυο. Φαίνεται τώρα ότι ένας λασπολόγος, που συμβαίνει επίσης να είναι ένα υπερήφανο μέλος της Διεθνούς Οργάνωσης για μια Συμμετοχική Κοινωνία (International Organization for a Participatory Society – IOPS), εμπνεύστηκε τόσο πολύ από αυτό το άρθρο ώστε να γράψει σε μέσο κοινωνικής δικτύωσης πως τώρα «γράφω για», «και λαμβάνω χρήματα από» τη «βρώμικη φυλλάδα του Ρωσικού Κομμουνιστικού Κόμματος », (Σ.Σ. εννοεί προφανώς την «Pravda» του ΚΚΡ που είναι βέβαια διαφορετική έκδοση από την Pravda.ru που δεν είναι κομματικό όργανο κανενός, μολονότι στη Συντακτική Ομάδα υπάρχουν βέβαια και κομουνιστές), και ότι αυτό με καθιστά «εγκάθετο ενός τμήματος της ρωσικής ελίτ»(sic!). Όμως, καθώς, «κατά σύμπτωση», στο παρελθόν είχα ασκήσει εμπεριστατωμένη κριτική στο συγκεκριμένο πολιτικό πρόταγμα (Πάρεκον) (χωρίς ποτέ να έχω λάβει απάντηση σε αυτή), ελπίζω το παραπάνω να μην σημαίνει ότι αυτό το είδος της «Αριστεράς» που έχει μια μικρή ομάδα και στην Ελλάδα, καταφεύγει τώρα στη λασπολογία για να επιτεθεί στους επικριτές της!
*Το άρθρο αυτό δημοσιεύτηκε αρχικά στην ηλεκτρονική εφημερίδα Pravda.ru. Η μετάφραση είναι του Πάνου Λιβιτσάνου.
[1] Βλ. Takis Fotopoulos, Ukraine, the Attack on Russia and the Eurasian Union (προς δημοσίευση σύντομα από τον Progressive Press), κεφ. 1
[2] Ένας πολύ σημαντικός νέο-Μαρξιστής όπως ο Leslie Sklair (βλ. The Transnational Capitalist Class (Oxford: Blackwell, 2001), ο οποίος επιχείρησε να ερμηνεύσει την άνοδο του νέου φαινομένου των Υπερεθνικών/Πολυεθνικών Επιχειρήσεων, με όρους μιας ανανεωμένης Μαρξιστικής θεωρίας, εν πολλοίς αγνοήθηκε από τον σκληρό πυρήνα της Μαρξιστικής Αριστεράς, η οποία προτίμησε να προσκολληθεί στην «Παλαιά Διαθήκη», ίσως επειδή έτσι θα μπορούσε να δικαιολογήσει καλύτερα την πλήρη αδράνεια της ενάντια στην παγκοσμιοποίηση!
[3] Βλ. “Η Ρωσία σε Σταυροδρόμι”, ελληνική μετάφραση από Pravda.ru, 30/11/2014
[4] Wolfgang Münchau, “Radical left is right about Europe’s debt”, Financial Times, 23/11/2014
[5] Βλ. λ.χ. “Low-paid Britons now number five million, think tank concludes”, BBC News26/10/2014 και “Lowest paid stuck in ‘poverty trap’ as UK govt mulls fresh £30bn austerity round”, RT, 11/11/2014
[6] Francis Elliott et al. “Working class prefers Ukip to Labour”, The Times, 25/11/2014
[7] “Communists seek Jewish denouncement of oligarch over E. Ukraine raid sponsorship”, RT, 7/11/2014
[8] “Towards a new Democratic World Order”, Pravda.ru, 3/11/2014 και συντομότερη εκδοχή στην Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία
[9] Gideon Rachman, “China, Russia and the Sinatra doctrine”, Financial Times, 24/11/2014
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου