του Γιαν-Βέρνερ Μίλερ |
Should Extremist Parties Be Banned?
©Project Syndicate
Η επιχείρηση της ελληνικής κυβέρνησης κατά του ακροδεξιού κόμματος της «χρυσής αυγής» (ΧΑ) αναβίωσε ένα άβολο ερώτημα, που μετά το τέλος του «ψυχρού πολέμου» έμοιαζε να έχει εκλείψει: υπάρχει θέση στις φιλελεύθερες δημοκρατίες για προφανώς αντιδημοκρατικά κόμματα;
Μετά την κατάρρευση του κομμουνισμού το 1989, οι φιλελεύθερες δημοκρατίες είχαν παύσει να νιώθουν απειλή, αν εξαιρέσει κανείς τους διεθνείς τρομοκράτες, που δε συνηθίζουν να σχηματίζουν κόμματα ή να διεκδικούν έδρες στα διάφορα κοινοβούλια. Το ερώτημα που τίθεται είναι άρα αν θα πρέπει να τίθενται εκτός νόμου τα εξτρεμιστικά κόμματα που δηλώνουν πως δεν αποδέχονται το δημοκρατικό πλαίσιο -ή μήπως η στέρηση του δικαιώματός τους στην ελεύθερη έκφραση και τον πολιτικό συνεταιρισμό υπονομεύει αυτή καθ' αυτή το δημοκρατικό πολιτικό πλαίσιο;
Το κρίσιμο είναι αυτές τις αποφάσεις να τις λαμβάνουν μη-κομματικοί θεσμοί, σαν τα συνταγματικά δικαστήρια και όχι τα ανταγωνιστικά πολιτικά κόμματα, των οποίων οι ηγέτες πάντοτε θα μπαίνουν στον πειρασμό να απαγορεύουν την πολιτική παρουσία των αντιπάλων τους. Ατυχώς η δράση κατά της ΧΑ θεωρείται μάλλον κατευθυνόμενη από κυβερνητικούς πολιτικούς σχεδιασμούς, παρά από μια ανεξάρτητη, εμβριθή κρίση
|
Αλλά φυσικά, η υπέρμετρη δημοκρατική αυτοάμυνα μπορεί να μην αφήσει και πολλή δημοκρατία προς υπεράσπιση. Κι αν τελικά ο κόσμος έχει στ' αλήθεια θέλει να ξεμπερδεύει με τη δημοκρατία, ποιος δικαιούται να τον σταματήσει; Όπως το είχε θέσει ένας άλλος δικαστής του ανώτατου δικαστηρίου, ο Όλιβερ Ουέντελ Χολμς (Oliver Wendell Holmes), «αν οι συμπολίτες μου θέλουν να πάνε στην κόλαση, οφείλω να τους βοηθήσω. Αυτή είναι η δουλειά μου».
Οπότε οι δημοκρατίες είναι καταδικασμένες εφόσον απαγορεύουν τους εξτρεμιστές, αλλά και καταδικασμένες αν δεν τους απαγορεύουν. Ή σύμφωνα με τον πιο εύγλωττο φιλελεύθερο φιλόσοφο του 20ού αιώνα Τζον Ρολς (John Rawls), πρόκειται για ένα «πρακτικό δίλημμα που η φιλοσοφία από μόνη της δεν μπορεί να επιλύσει».
Αλλά και η ιστορία, δεν αποφαίνεται ξεκάθαρα στο ζήτημα αυτό, αν και πολλοί μοιάζει να πιστεύουν το αντίθετο. Εκ των υστέρων μοιάζει προφανές πως η δημοκρατία της Βαϊμάρηςόφειλε να έχει απαγορέψει εγκαίρως το ναζιστικό κόμμα NSDAP. Είναι διαβόητη η ρήση του υπουργού προπαγάνδας του Χίτλερ (Hitler) Γιόζεφ Γκέμπελς (Joseph Goebbels) μετά τη νόμιμη «machtergreifung» (κατάληψη της εξουσίας) εκ μέρους των εθνικοσοσιαλιστών: «θα είναι πάντοτε ένα από τα μεγαλύτερα αστεία της ιστορίας πως η δημοκρατία παρέδωσε στους θανάσιμους εχθρούς της όλα τα μέσα που εξασφάλισαν την εξαφάνισή της».
Κανείς όμως δεν μπορεί να μας διαβεβαιώσει πως ακόμα και η απαγόρευση του NSDAP θα είχε ανακόψει την προϊούσα αποστασιοποίηση του γερμανικού λαού από τη φιλελεύθερη δημοκρατία. Πιθανότατα θα είχε επιβληθεί κάποιο άλλο αυταρχικό σύστημα. Κι αν η Δυτική Γερμανία τη δεκαετία του 1950 απαγόρεψε τα νεοναζιστικά και τα κομμουνιστικά κόμματα, άλλες χώρες -ιδίως εκείνες της νοτίου και της ανατολικής Ευρώπης, όπου οι δικτατορίες συνδέθηκαν ακριβώς με την απαγόρευση του πολιτικού πλουραλισμού- άντλησαν εντελώς αντίθετα διδάγματα για το πώς να αποτρέπουν τον αυταρχισμό. Αυτός είναι ο λόγος που π.χ. η Ελλάδα δε διαθέτει νομικό πλαίσιο που να επιτρέπει την απαγόρευση πολιτικών κομμάτων.
Το ότι παρ' όλα αυτά η Ελλάδα προσπαθεί αποτελεσματικά να καταστρέψει τη ΧΑ -το ελληνικό κοινοβούλιο μόλις υπερψήφισε το πάγωμα της κρατικής χρηματοδότησης αυτού του κόμματος- φαίνεται να δείχνει πως οι περισσότερες δημοκρατίες τελικά αναγκάζονται να θέσουν κάπου ένα όριο. Το ερώτημα είναι πού ακριβώς θα πρέπει να χαράσσεται αυτή η κόκκινη γραμμή;
Κατ' αρχήν, είναι σημαντικό να αποδεχτούμε πως το όριο αυτό θα πρέπει να είναι ευδιάκριτο πριν καν εμφανιστούν τα εξτρεμιστικά κόμματα. Αν μιλάμε περί κράτους δικαίου, είναι σημαντικό η δημοκρατική αυτοάμυνα να μην εμφανίζεται ad hoc -ή αυθαίρετα. Τα κριτήρια της νομιμότητας θα πρέπει να είναι σαφή εκ των προτέρων.
Ένα κριτήριο που μοιάζει να είναι γενικά παραδεκτό είναι πως κανένα κόμμα δεν μπορεί να χρησιμοποιεί, να ενθαρρύνει ή έστω να συγχωρεί τη χρήση βίας -σε αντίθεση με ό,τι προφανώς έκανε η ΧΑ, που επιτέθηκε βίαια κατά μεταναστών στην Αθήνα. Η συναίνεση είναι πολύ πιο προβληματική όσον αφορά κόμματα που επικαλούνται το μίσος και δεσμεύονται να καταστρέψουν τις βασικότερες δημοκρατικές αρχές. Πολλά ευρωπαϊκά εξτρεμιστικά κόμματα θα αντιδρούσαν σε μια τέτοια κατηγορία, επικαλούμενα πως δεν αντιτίθενται καθόλου στη δημοκρατία, αλλά αντιθέτως, μάχονται υπέρ «του λαού».
Αλλά τα κόμματα που επιδιώκουν να περιθωριοποιήσουν ή να καθυποτάξουν ένα τμήμα αυτού του «λαού», επί παραδείγματι τους μετανάστες ή τους απογόνους τους, παραβιάζουν όντως βασικές δημοκρατικές αρχές. Όσον αφορά τη ΧΑ -που ως προς τη μορφή και το περιεχόμενο είναι ένα αυθεντικό νεοναζιστικό κόμμα- ακόμα κι αν δεν είχε συμμετάσχει άμεσα σε βίαιες ενέργειες, η ακραία αντι-μεταναστευτική της στάση και η επίκληση του μίσους σε μια στιγμή ακραίας κοινωνικής και οικονομικής αστάθειας, θα την καθιστούσε ευλόγως υποψήφια προς απαγόρευση.
Οι επικριτές μιας τέτοιας εξέλιξης επισημαίνουν τον κίνδυνο της εκτροπής: κάθε επικριτής της μεταναστευτικής πολιτικής της κυβέρνησης π.χ θα μπορούσε να χαρακτηριστεί «ρατσιστής» και να του επιβληθεί στέρηση του δικαιώματος της ελευθερίας της έκφρασης. Οπότε αναδεικνύεται η σημασία ορισμένων προδιαγραφών, όπως εκείνης που στις ΗΠΑ θέτει το ζήτημα της απαγόρευσης της ελευθερίας της έκφρασης μόνο εφόσον η έκφραση αυτή προκαλεί «σαφή και άμεσο κίνδυνο» πρόκλησης βίαιων πράξεων. Τα περιθωριακά κόμματα που δεν συνδέονται με την πολιτική βία και δεν υποδαυλίζουν το μίσος πιθανότατα θα πρέπει να αφεθούν στη ησυχία τους, όσο απεχθής κι αν είναι η ρητορική τους.
Τα πράγματα ασφαλώς είναι εντελώς διαφορετικά για τα κόμματα που βρίσκονται στα πρόθυρα της εξουσίας, ακόμα κι αν η απαγόρευσή τους θα μπορούσε ευκολότερα να θεωρηθεί ευθέως αντιδημοκρατική ενέργεια (στο κάτω-κάτω, διαθέτουν ήδη εκπροσώπους στο κοινοβούλιο). Σε μια διάσημη υπόθεση, το «ευρωπαϊκό δικαστήριο ανθρωπίνων δικαιωμάτων» (ΕΔΑΔ) συμφώνησε με την απαγόρευση του τουρκικού «κόμματος ευημερίας» ενώ εκείνο ήταν μείζων εταίρος του κυβερνητικού συνασπισμού.
Είναι μύθος πως η απαγόρευση μετατρέπει τους ηγέτες των εξτρεμιστών κομμάτων σε μάρτυρες.Ελάχιστοι θυμούνται τους ηγέτες των Γερμανών νεοναζιστών και των κομμουνιστών στην πρώτη μεταπολεμική περίοδο. Επίσης, δεν είναι πάντοτε προφανές πως τα κατεστημένα κόμματα απορροφούν οπαδούς από τα ακραία κόμματα όποτε υιοθετούν ή φλερτάρουν με τα παράπονα και τα αιτήματά τους. Καμιά φορά αυτό συμβαίνει, άλλοτε πάλι όχι. Σε κάθε περίπτωση πάντως, πρόκειται για παιχνίδι με τη φωτιά.
Απαγόρευση των εξτρεμιστικών κομμάτων δεν σημαίνει φίμωση των πολιτών που έλκονται από αυτά. Οι ανησυχίες αυτών των πολιτών θα πρέπει να ακούγονται και να συζητιούνται. Καμιά φορά η απαγόρευση θα πρέπει να συνοδεύεται από αυξημένες προσπάθειες για πολιτική αγωγή, που να δίνει έμφαση π.χ. στο γεγονός πως τα δεινά της Ελλάδας δεν οφείλονται στους μετανάστες. Είναιαλήθεια πως κάτι τέτοιο μπορεί να θεωρηθεί προπαγανδιστικό. Αλλά παρόμοιες μορφές δημόσιας παρέμβασης μπορεί να είναι ο μόνος δρόμος ώστε ο αντι-εξτρεμισμός να μη φαίνεται ακριβώς ίδιος με τον εξτρεμισμό
Ο Jan Werner Müller είναι πολιτικός επιστήμων, καθηγητής στο πανεπιστήμιο του Πρίνστον.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου