Ο Πρόεδρος Αναστασιάδης σε ρόλο Αντι-Παπαδόπουλου και Δεξιού Χριστόφια
του Περικλή Νεάρχου
Ο Πρόεδρος Αναστασιάδης δεν διέψευσε, δυστυχώς, τον παλιό εαυτό του του φανατικού υποστηρικτή του σχεδίου Ανάν, το 2004. Δέκα χρόνια μετά, έρχεται να διαψεύσει, αντιθέτως, από όσα έλεγε και υποσχόταν για να εκλεγεί Πρόεδρος, αποστασιοποιούμενος από το σχέδιο Ανάν και διακηρύσσοντας ότι θα σεβασθεί τη γνώμη που εξέφρασε ο λαός στο δημοψήφισμα. Εξελέγη Πρόεδρος γιατί τον κατέστησε εκλέξιμο η πολιτική του προκατόχου του Δημήτρη Χριστόφια, που άφησε πίσω της ερείπια και προετοίμασε το δρόμο για τις σημερινές εξελίξεις.
Το κοινό ανακοινωθέν, στο οποίο συμφώνησε, δεν είναι ένα απλό ανακοινωθέν για την επανέναρξη των διακοινοτικών συνομιλιών. Είναι ένα περίγραμμα της σχεδιαζόμενης «λύσεως», στο οποίο περιλαμβάνονται υποχωρήσεις της Ελληνικής πλευράς, πριν την έναρξη ακόμη των διαπραγματεύσεων, πάνω σε όλα σχεδόν τα επίμαχα θέματα, που χώριζαν τις δύο πλευρές.
Ο Κύπριος Πρόεδρος, ακολουθώντας την ίδια τακτική, που ακολούθησε και στις εκλογές, προσπαθεί να παραπλανήσει τον Κυπριακό λαό ότι δήθεν έχουν κατοχυρωθεί η ενιαία κυριαρχία, η ενιαία ιθαγένεια και η ενιαία διεθνής προσωπικότητα, που η Ελληνική πλευρά έθετε ως κόκκινη γραμμή στις διαπραγματεύσεις. Προσπαθεί επίσης να συσκοτίσει το περιεχόμενο του κοινού ανακοινωθέντος και να καλλιεργήσει την εντύπωση ότι έπεται η διαπραγμάτευση και ότι η ουσία των πραγμάτων δεν έχει προκριθεί με τις παραμέτρους που έχουν συμφωνηθεί.
Η αλήθεια, όμως είναι, δυστυχώς, πολύ διαφορετική και φέρνει την Κύπρο στο χείλος της καταστροφής. Μόνη ελπίδα πλέον είναι η απόρριψη της «λύσεως» στο προβλεπόμενο δημοψήφισμα. Ακόμη όμως και τότε η ζημιά που θα έχει υποστεί το εθνικό θέμα θα είναι ανεπανόρθωτη. Η Ελληνική πλευρά θα έχει ήδη αναγνωρίσει το ψευδοκράτος, υπό την προϋπόθεση κάποιων εδαφικών αλλαγών, για τις οποίες δεν γίνεται, άλλωστε, κανένας λόγος στο κοινό ανακοινωθέν, ως επικράτεια περίπου των Τουρκοκυπρίων, με θεμιτό δικαίωμα χωριστής κυριαρχίας, χωριστής ιθαγένειας, χωριστής ταυτότητας και «ακεραιότητας» ακόμη, όπως αναφέρεται στο κοινό ανακοινωθέν. Η ζημία επίσης θα είναι πολύ μεγάλη, ακόμη και αν δεν ευοδωθούν οι νέες διαπραγματεύσεις και οδηγηθούν σε αδιέξοδο. Η Τουρκική αδιαλλαξία έσωσε πολλές φορές την Ελληνική πλευρά από τα λάθη της. Τη φορά όμως αυτή, η Τουρκική πλευρά έχει ήδη πάρει αυτά που ήθελε και στοχεύει επιπλέον στο φυσικό αέριο της Κύπρου. Δύσκολα θα αφήσει την Ελληνική πλευρά να διαφύγει από τον σημερινό αυτοεγκλωβισμό της. Παρά την εσωτερική αναταραχή, θα είναι πολύ ευπρόσδεκτη για την Άγκυρα μια τεράστια διπλωματική και γεωστρατηγική επιτυχία στην Κύπρο, που θα ενέγραφε επίσης υποθήκες και για άλλες Τουρκικές διεκδικήσεις σε βάρος της Ελλάδος και θα δημιουργούσε πρότυπο.
ΕΣυζητούνται επίσης Μέτρα Οικοδομήσεως Εμπιστοσύνης (ΜΟΕ), τα οποία έχουν, υποτίθεται, ως στόχο να καλλιεργήσουν το κατάλληλο κλίμα για την αποδοχή της «λύσεως». Πραγματικός όμως στόχος είναι να δημιουργήσουν τετελεσμένα γεγονότα, με τα οποία να προκαταλαμβάνεται και να εκβιάζεται η απόφαση του λαού στο δημοψήφισμα, υπό την απειλή της διεθνούς αναγνωρίσεως του ψευδοκράτους.
Τι Περιλαμβάνει Ακριβώς το Κοινό Ανακοινωθέν;
Ας δούμε όμως τι περιλαμβάνει, συγκεκριμένα, το κοινό ανακοινωθέν. Στο πρώτο άρθρο, γίνεται αναφορά στην παρούσα κατάσταση, χωρίς, βεβαίως, οποιαδήποτε μνεια στην Τουρκική κατοχή και τονίζεται ότι η παράτασή της θα έχει αρνητικές συνέπειες και για τους Ελληνοκυπρίους και τους Τουρκοκυπρίους. Αμέσως μετά, με τη γνωστή μέθοδο του αμαλγάματος ανομοίων πραγμάτων, ταυτίζει «τον σεβασμό στις δημοκρατικές αρχές, τα ανθρώπινα δικαιώματα και τις βασικές ελευθερίες» με «τις ξεχωριστές ταυτότητες και την ακεραιότητα αμφοτέρων» (εννοεί των δύο συνιστώντων κρατών).
Η «ακεραιότητα» εισάγεται ως νέα Τουρκική αξίωση, κοντά στη χωριστή κυριαρχία, τη χωριστή ταυτότητα και τη χωριστή ιθαγένεια, που διεκδικούσε μέχρι τώρα.
Στο δεύτερο άρθρο γίνεται εμμέσως αποδεκτή η Τουρκική αξίωση οι διαπραγματεύσεις να συνεχισθούν από το σημείο στο οποίο διεκόπησαν. Να θεωρηθούν δηλαδή ως κεκτημένο των συνομιλιών οι μονομερείς υποχωρήσεις του πρώην Προέδρου Χριστόφια. Οι τελευταίες είχαν προκαλέσει σάλο στην Ελληνική πλευρά. Ο ίδιος ο Νίκος Αναστασιάδης, ως αρχηγός της Αξιωματικής Αντιπολιτεύσεως αλλά και ως υποψήφιος στις Προεδρικές εκλογές, είχε δεσμευθεί να τις ανακαλέσει ως απαράδεκτες. Στις υποχωρήσεις αυτές περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, η αποδοχή της εκ περιτροπής Προεδρίας, υπό τον όρο σταθμισμένης ψήφου στις Προεδρικές εκλογές, και των τεσσάρων Ευρωπαϊκών ελευθεριών (ελεύθερη διακίνηση, ελεύθερη εγκατάσταση, δικαίωμα εργασίας και δικαίωμα περιουσίας) για όλους τους υπηκόους της Τουρκίας (τα 76 δηλ. εκατομμύρια των Τούρκων), ανεξάρτητα από την ενδεχόμενη ένταξη της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Αντιλαμβάνεται κανείς ότι και μόνο η εφαρμογή ενός τέτοιου μέτρου, θα μετέτρεπε την Κύπρο σε Τουρκική επαρχία.
Οι παραχωρήσεις Χριστόφια κωδικοποιήθηκαν από τον πρώην ειδικό σύμβουλο για το Κυπριακό του Γ. Γραμματέα του ΟΗΕ Αλεξάντερ Ντάουνερ, ως κείμενο συγκλίσεων και προόδου των διαπραγματεύσεων. Η Τουρκική πλευρά επέμενε να μη αποσυρθεί από το τραπέζι το έγγραφο Ντάουνερ αλλά να παραμείνει ως κεκτημένο των συνομιλιών, με δεσμευμένη την Ελληνική πλευρά στις υποχωρήσεις Χριστόφια.
Το κοινό ανακοινωθέν δίνει ικανοποίηση στην Τουρκική πλευρά, αναφέροντας, συγκεκριμένα, στο άρθρο 2 ότι «όλα τα άλυτα βασικά θέματα θα είναι στο τραπέζι και θα συζητηθούν αλληλένδετα». Ποιά είναι τα λελυμένα θέματα; Προφανώς, αυτά που περιλμβάνονται στο έγγραφο συγκλίσεων Ντάουνερ.
Στο άρθρο 3 περιγράφεται η μορφή της λύσεως, τονίζεται ως αρχή η «πολιτική ισότητα» και θίγονται τα κρίσιμα θέματα της κυριαρχίας και της ιθαγένειας. Κατά τη γνωστή τακτική της διφορούμενης διατυπώσεως, εξαγγέλλεται στην αρχή ότι το σχεδιαζόμενο νέο κράτος «θα έχει μια ενιαία νομική προσωπικότητα και μια κυριαρχία». Αμέσως όμως μετά διευκρινίζεται ότι η κυριαρχία «θα προέρχεται εξίσου από τους Ελληνοκυπρίους και τους Τουρκοκυπρίους». Δηλαδή δύο «ίσες» κυριαρχίες, κατά 50% με 50%, σε τυπική συσκευασία μιας κυριαρχίας. Η ίδια μέθοδος ακολουθείται και για την ιθαγένεια. «Θα υπάρχει», αναφέρεται, «μια ενιαία Κυπριακή ιθαγένεια, που θα ρυθμίζεται από την ομοσπονδιακή νομοθεσία». Αμέσως όμως μετά, διευκρινίζεται ότι «όλοι οι πολίτες της ενωμένης Κύπρου θα είναι και πολίτες είτε του Ελληνοκυπριακού συνιστώντος κράτους είτε του Τουρκοκυπριακού συνιστώντος κράτους». Για να μετριασθούν οι εντυπώσεις, προστίθεται ότι «αυτή η ιδιότητα θα είναι εσωτερική και θα συμπληρώνει και δεν θα αντικαθιστά, με οποιοδήποτε τρόπο, την ενωμένη Κυπριακή ιθαγένεια». Έπεα πτερόεντα.
Στο ίδιο άρθρο 3, για να γίνουν τα πράγματα ακόμη πιο σαφή και οδυνηρά για την Ελληνική πλευρά, γίνεται αναφορά στο κατάλοιπο της εξουσίας. Η Τουρκική πλευρά διεκδικούσε ανυποχώρητα τη λεγόμενη παρθενογένεση. Την αποδοχή δηλαδή ότι το νέο κράτος της «Ενωμένης Κύπρου» θα προκύψει όχι από συνέχεια και μετεξέλιξη της Κυπριακής Δημοκρατίας αλλά από «συνεταιρισμό» των δύο «ίσων» συνιστώντων κρατών, οπότε και το κατάλοιπο εξουσίας θα παραμείνει σ’αυτά. Το κείμενο του ανακοινωθέντος δίνει πλήρη ικανοποίηση στην Τουρκική πλευρά. Αναφέρει συγκεκριμένα: «το ομοσπονδιακό σύνταγμα θα προνοεί επίσης ότι το κατάλοιπο εξουσίας θα ασκείται από τα συνιστώντα κράτη».
Στο ίδιο σημείο, για να μη δημιουργηθεί καμία αμφιβολία σχετικά με τις εξουσίες της ομοσπονδιακής κυβερνήσεως, αναφέρεται επίσης: «τα συνιστώντα κράτη θα ασκούν πλήρως και οριστικά όλες τις εξουσίες τους, μακριά από επεμβάσεις από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση».
Τι γίνεται αν στην άσκηση των εξουσιών και αρμοδιοτήτων αυτών προκύψει διαφωνία ή διαμάχη; «Οποιαδήποτε διαμάχη σε σχέση με τα παραπάνω», αναφέρεται στο κείμενο, «δικάζεται από το Ομοσπονδιακό Ανώτατο Δικαστήριο». «Καμιά», προστίθεται παρακάτω, «από τις δύο πλευρές, δεν θα μπορεί να διεκδικεί εξουσία ή δικαιοδοσία από την άλλη».
Ποιοί θα αποτελούν και τί ρόλο γενικότερα θα παίζει το Ομοσπονδιακό Ανώτατο Δικαστήριο, για το οποίο γίνεται λόγος; Προφανώς, θα έχει την ίδια σύνθεση και θα παίζει τον ίδιο ρόλο που προέβλεπε γι’αυτό το σχέδιο Ανάν. Θα έχει δηλαδή ίσο αριθμό Τούρκων και Ελλήνων Δικαστών και ένα ή περισσότερα ξένα μέλη, τα οποία θα έχουν ρυθμιστικό ρόλο και την αποφασιστική ψήφο. Ο καθένας μπορεί να υποθέσει από πού θα ελέγχονται αυτοί και ποιόν πραγματικό ρόλο θα παίζουν, υπό τον δικαστικό μανδύα, αναλώμασι της πραγματικής ελευθερίας, ανεξαρτησίας και κυριαρχίας της Κύπρου.
Ελληνική Υποχώρηση και στο Μέγα Θέμα του Πρωτογενούς Ευρωπαϊκού Δικαίου
Στο άρθρο 4, με τη γνωστή μέθοδο του αμαλγάματος, δίνεται εμμέσως ικανοποίηση και σε μια άλλη επίσης Τουρκική αξίωση. Η «λύση» που θα συμφωνηθεί, επειδή είναι βέβαιο ότι θα συγκρούεται με τις αρχές της Ευρωπαϊκής Ενώσεως και το Ευρωπαϊκό κεκτημένο, να καταστεί πρωτογενές Ευρωπαϊκό δίκαιο. Σε μια τέτοια περίπτωση, δεν θα μπορεί κανείς ή θα γίνει πολύ δύσκολο να προσφύγει εναντίον της στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, επικαλούμενος το Ευρωπαϊκό κεκτημένο και τη Χάρτα των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, που έχει γίνει αναπόσπαστο μέρος του με τη Συνθήκη της Λισσαβώνος.
«Το ομοσπονδιακό σύνταγμα θα ορίζει ότι η Ενωμένη Κυπριακή Ομοσπονδία θα αποτελείται από δύο συνιστώντα ίσα κράτη. Η δικοινοτική, διζωνική φύση της Ομοσπονδίας και οι αρχές, πάνω στις οποίες βασίζεται η ΕΕ, θα διασφαλίζονται και θα γίνονται σεβαστές σε όλο το νησί».
Η κατάφωρη αντίφαση μεταξύ των αρχών, πάνω στις οποίες βασίζεται η Ευρωπαϊκή Ένωση, και της παραβιάσεως κάθε έννοιας της δημοκρατικής αρχής και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, που περιλαμβάνει το σχέδιο «λύσεως», αποσιωπάται και παραπέμπεται σε συγκάλυψη και ανοχή, με τη μορφή του πρωτογενούς Ευρωπαϊκού δικαίου. Η εξαίρεση των Ελλήνων της Κύπρου από την Ευρωπαϊκή προστασία των βασικών δημοκρατικών αρχών και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, θα επιρρίπτεται ως ευθύνη στους ίδιους, που αποδέχθηκαν, εάν αποδεχθούν, μια τέτοια «λύση».
Η Επιδιαιτησία δεν Έγινε τη Φορά αυτή από τον Γ.Γραμματέα του ΟΗΕ. Έγινε από τον Ίδιο τον Πρόεδρο της Κύπρου
Στο άρθρο 6 σημειώνεται, κατά τραγική ειρωνεία, ότι «οποιασδήποτε μορφής διαιτησία αποκλείεται». Κενός λόγος για παραπλάνηση των αφελών. Δεν χρειάζεται επιδιαιτησία, γιατί την έχει ήδη ασκήσει, πριν ακόμη από τις διαπραγματεύσεις, υπέρ της Τουρκικής πλευράς, ο ίδιος ο Πρόεδρος της Κύπρου, αποδεχόμενος τις θέσεις της πάνω σε όλα σχεδόν τα σημαντικά επίμαχα θέματα. Συγκεκριμένα:
- στο θέμα της χωριστής ταυτότητας και «ακεραιότητας»,
- στο θέμα της κυριαρχίας και της ιθαγένειας, που κατ’επίφαση είναι ενιαία και στην πραγματικότητα είναι τρικέφαλη,
- στο θέμα της αποδοχής ως κεκτημένου των υποχωρήσεν Χριστόφια και του εγγράφου Ντάουνερ,
- στο θέμα του πρωτογενούς Ευρωπαϊκού δικαίου,
- στο θέμα του καταλοίπου της εξουσίας και της παρθενογενέσεως,
- στο θέμα της αδύναμης ομοσπονδιακής εξουσίας.
Πριν ακόμη από το κοινό ανακοινωθέν, ο Πρόεδρος Αναστασιάδης είχε δώσει δείγμα γραφής της γραμμής αυτής, ενσωματώνοντας σε δικές του προτάσεις τις Τουρκικές θέσεις, τις οποίες μετά η Τουρκική πλευρά, βεβαίως, αποδεχόταν.
Το ίδιο έκανε και με τα Μέτρα Οικοδομλησεως Εμπιστοσύνης (ΜΟΕ). Πρώτο παράδειγμα, είναι η πρότασή του για την Αμμόχωστο, την οποία αποσυνέδεσε από τα σχετικά ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας και τη συνέδεσε με όρους «απευθείας εμπορίου» μεταξύ κατεχομένων και Ευρωπαϊκής Ενώσεως. Σχετικά με το Λιμάνι της Αμμοχώστου, υπήρχε διαπραγματευτικό προηγούμενο. Περιέλαβε όμως στην πρότασή του και το αεροδρόμιο της Τύμπου, υπό προϋποθέσεις σεβασμού, υποτίθεται, της κυριαρχίας της Κυπριακής Δημοκρατίας. Είναι προφανές ότι δεν μπορεί να κατοχυρωθεί κάτι τέτοιο εκτός και εκφυλισθεί σ’ένα προσχηματικό φύλλο συκής, που θα άνοιγε το δρόμο για το «απευθείας εμπόριο» και την έμμεση, ντε φάκτο, αναγνώριση του ψευδοκράτους από την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Ο υπουργός Εξωτερικών Γιαννάκης Κασουλίδης συνέδεσε την ίδια πρόταση για την Αμμόχωστο και με άλλα «ανταλλάγματα» προς την Τουρκική πλευρά. Άρση του βέτο της Κύπρου για το άνοιγμα δύο νέων κεφαλαίων στις ενταξιακές διαπραγματεύσεις Τουρκίας και Ευρωπαϊκής Ενώσεως. Αλλαγή στάσεως της Κύπρου έναντι των Τουρκικών διεκδικήσεων στη συνεργασία ΝΑΤΟ και Ευρωπαϊκής Ενώσεως. Η Τουρκία, με πρόσχημα το ΝΑΤΟ, διεκδικεί δικαιώματα μέλους της Ευρωπαϊκής Ενώσεως στην Ευρωπαϊκή πολιτική Άμυνας και Ασφάλειας.
Το κείμενο του συμφωνημένου κοινού ανακοινωθέντος, επαναλαμβάνει, κατά το μεγαλύτερο μέρος του, την πρόταση, που είχε υποβάλει η Ελληνική πλευρά στις 18 Δεκεμβρίου προς την Τουρκική. Η Αμερικανική διπλωματία, που πρωτοστάτησε, με διακριτικό συνεργό και υποβολέα τη Βρετανική διπλωματία, που σκοπίμως διατηρεί χαμηλό προφίλ, παρουσιάζει την πρόταση ως Ελληνική, και την παρέμβασή της ως απλώς υποβοηθητική. Η πραγματικότητα όμως δεν είναι καθόλου αυτή. Βρισκόμαστε μπροστά σε μια δυναμική Αμερικανική παρέμβαση, που συνδέεται με τη γενικότερη κατάσταση στην περιοχή και έχει στόχους υψηλής στρατηγικής και γεωπολιτικής.
Η Αμερικανική Παρέμβαση και οι Στόχοι της Αμερικανικής Πολιτικής
Η Αμερικανική παρέμβαση γίνεται σε μια στιγμή που θεωρείται ότι αντιπροσωπεύει ένα παράθυρο ευκαιρίας για να ολοκληρωθούν και στο διπλωματικό επίπεδο οι στόχοι που ετέθησαν με τη διπλή επιχείρηση του πραξικοπήματος και της εισβολής, υπό την υψηλή εποπτεία του Χένρυ Κίσσιγκερ. Η εκτίμηση αυτή συνδέεται με το υπολογισμένο κτύπημα κατά της οικονομίας της Κύπρου, την εκλογή στην Προεδρία ενός υποστηρικτή του σχεδίου Ανάν και την πλειοδοσία του ΑΚΕΛ, που είναι σήμερα η αξιωματική Αντιπολίτευση, υπέρ της γραμμής Αναστασιάδη και «λύσεως» τύπου σχεδίου Ανάν.
Συνδέεται επίσης με τις εξελίξεις στην περιοχή: την ανεύρεση μεγάλων ενεργειακών πόρων στην Ανατολική Μεσόγειο και στην ΑΟΖ της Κύπρου, τον πόλεμο στη Συρία και τη μόνιμη εγκατάσταση στην Ανατολική Μεσόγειο ισχυρής μοίρας Ρωσικού στόλου και τη ρήξη στις σχέσεις Τουρκίας και Ισραήλ.
Η κατάσταση άλλαξε, βεβαίως, σημαντικά από την εποχή του Κίσσιγκερ. Δεν άλλαξε όμως ο στόχος της νομιμοποιήσεως, με κάποιες αλλαγές, των τετελεσμένων γεγονότων της Τουρκικής εισβολής και της παγιώσεως, μέσα από τη «λύση», του ελέγχου της Κύπρου, με τη μοναδική γεωστρατηγική σημασία της, από το ΝΑΤΟ. Πυλώνες του ελέγχου αυτού θα ήταν, σε μια τέτοια περίπτωση, η Τουρκία με τη Μ. Βρετανία. Προφανώς, το δικέφαλο κράτος που σχεδιάζεται δεν θα έχει καμιά πραγματική ανεξαρτησία και κυριαρχία και η Κυπριακή Εθνική Φρουρά θα διαλυθεί, στο πλαίσιο της αποστρατικοποιήσεως της Κύπρου, στην οποία περιέργως εμμένει ακόμη η Ελληνική πλευρά. Οι μόνες στρατιωτικές δυνάμεις, που θα έμεναν στο νησί, θα ήταν ουσιαστικά οι Βρετανικές βάσεις και τα στρατιωτικά αποσπάσματα Ελλάδος και Τουρκίας, που θα συμφωνούνταν να μείνουν, στο πλαίσιο των εγγυήσεων και της στρατιωτικής παρουσίας, την οποία απαιτεί ανυποχώρητα η Άγκυρα. Αντιλαμβάνεται κανείς ότι, με αιχμάλωτη την Κύπρο, μέσα από μια λύση δύο ίσων κρατών, και με Τουρκικό δικαίωμα βέτο σε όλα τα επίπεδα, η Ελληνική στρατιωτική παρουσία τύπου ΕΛΔΥΚ, θα είχε εντελώς συμβολικό χαρακτήρα. Ουσιαστικά, η Ελλάδα, με εξουδετερωμένο το βάρος του Κυπριακού Ελληνισμού, μέσα από μια τέτοια «λύση», θα έχανε την Κύπρο ως έρεισμα για γεωπολιτική παρουσία στην Ανατολική Μεσόγειο. Αντίθετα, η Τουρκία, λόγω ακριβώς μιας τέτοιας Τουρκικής «λύσεως» αλλά και λόγω γεωγραφικής γειτνιάσεως, θα ενίσχυε τον γεωπολιτικό της έλεγχο στην Κύπρο και θα εγκαθιστούσε, ντε φάκτο, καθεστώς συγκυριαρχίας με τους Βρετανούς.
Η Αμερικανική πολιτική και στρατηγική στο Κυπριακό επαναλαμβάνει, για άλλη μια φορά, το γνωστό πρότυπο της πολιτικής της στα Ελληνο-Τουρκικά. Κινούμενη από τον υστερικό γεωπολιτικό ανταγωνισμό της με τη Ρωσία, επιδιώκει, αναλώμασι των Ελληνικών συμφερόντων, να προαγάγει τη στρατηγική οργανική σύνδεση του Ελληνικού και του Τουρκικού χώρου σ’ένα ενιαίο σύνολο, στο πλαίσιο των λεγομένων Ευρω-Ατλαντικών θεσμών, με ιδεολογική επίφαση την Ελληνο-Τουρκική φιλία, συνεννόηση και συνεργασία.
Η «λύση» του Κυπριακού υπέρ των Τουρκικών συμφερόντων είναι ένα αντάλλαγμα και δέλεαρ για τον προσανατολισμό της Τουρκίας προς τη Δύση και την ασφαλέστερη πρόσδεσή της σ’αυτήν, με την ενίσχυση, μεταξύ άλλων, της Ευρωπαϊκής της πορείας. Η επωδός αυτή, ότι δηλαδή μπορεί η Τουρκία να στρέψει την πλάτη προς την Ευρώπη και ν’ακολουθήσει ανεξάρτητη δική της πολιτική, όπως δείχνουν ορισμένες ενέργειες του Ερντογάν, επιστρατεύεται ως επιχείρημα για να πεισθούν και όσοι Ευρωπαίοι δεν είναι ιδιαίτερα πρόθυμοι για να προωθήσουν την ενταξιακή προοπτική της Τουρκίας.
Μεταξύ των ήδη πεπεισμένων, είναι, δυστυχώς, κατ’εξοχήν και ο υπουργός Εξωτερικών και Αντιπρόεδρος της Κυβερνήσεως Ευάγγελος Βενιζέλος. Ενστερνίσθηκε πλήρως την Αμερικανική πολιτική, που του μετέφερε ο Αμερικανός ομόλογός του στην Ουάσιγκτον και αργότερα η Αμερικανίδα υφυπουργός Βικτόρια Νούλαντ, κατά την επισκεψή της στην Αθήνα. Μετά την επίτευξη συμφωνίας για το κοινό ανακοινωθέν, τηλεφωνήθηκε με τον Τούρκο ομόλογό του και συνεχάρησαν αλλήλους για την «πρόοδο» στο Κυπριακό. Ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών Νταβούτογλου έχει κάθε λόγο να χαίρεται και να πανηγυρίζει. Προσβλέπει σε μια απίστευτη Τουρκική διπλωματική και στρατηγική επιτυχία. Ο Έλληνας όμως υπουργός γιατί χαίρεται;
Στο πλαίσιο της ίδια στρατηγικής αντιλήψεως, που θέλει ενιαίο στρατηγικό σύνολο την Ελλάδα και την Τουρκία, με θυσία όμως Ελληνικών συμφερόντων, η Αμερικανική πολιτική επιδιώκει, με ισχυρές πιέσεις, την αποκατάσταση των σχέσεων μεταξύ Τουρκίας και Ισραήλ. Βλέπει ιδιαίτερα, με μεγάλη ανησυχία, τη στρατηγική σύγκλιση Ελλάδος, Κύπρου, Ισραήλ, που θα μπορούσε να δημιουργήσει προβλήματα στη στρατηγική της απέναντι στην Τουρκία και στη συνοχή του ΝΑΤΟ.
Η Αμερικανική πολιτική βλέπει ευνοϊκά την προσέγγιση Κύπρου και Ελλάδος με το Ισραήλ, υπό την προϋπόθεση όμως αυτή να μην έχει αντι-Τουρκική αιχμή. Υπό την προϋπόθεση επίσης να μην ενθαρρύνει την Ελλάδα προς μια πιο ενεργό αποτρεπτική πολιτική έναντι της Τουρκίας και την Κύπρο προς μια πολιτική, που δεν θα συμβιβαζόταν με τα προωθούμενα σχέδια για φιλοτουρκική «λύση» τύπου σχεδίου Ανάν.
Το Ισραήλ παρακολουθεί, με ανησυχία, τον νεο-Οθωμανικό και φιλο-Ισλαμικό προσανατολισμό της Τουρκίας και τις φιλοδοξίες της ν’αναδειχθεί σε περιφερειακή στρατιωτική δύναμη, με έμφαση στην ισχυρή αεροναυτική παρουσία της στην Ανατολική Μεσόγειο. Η παρουσία αυτή είναι εκ των πραγμάτων ανταγωνιστική για το Ισραήλ, που, ακόμη και αν αποκατασταθούν οι σχέσεις, δεν θα έχει την παλαιά εμπιστοσύνη και σχέση με την Τουρκία. Με τη λογική αυτή, ο γεωπολιτικός έλεγχος της Κύπρου από την Τουρκία, έστω σε συγκυριαρχία, ντε φάκτο, με τους Βρετανούς, δεν είναι επιθυμητός από το Ισραήλ, αντίθετα με τη στάση που τήρησε κατά την προώθηση του σχεδίου Ανάν, όταν οι Τουρκο-Ισραηλινές σχέσεις ήταν ανέφελες.
Σήμερα έχει κάθε συμφέρον να προωθήσει τη στρατηγική σύγκλιση και συνεργασία με την Ελλάδα και την Κύπρο. Είναι ενδεικτικές, από την άποψη αυτή, οι κοινές αεροναυτικές ασκήσεις με την Κύπρο στις 13-15 Φεβρουαρίου.
Η Αμερικανική όμως πολιτική, ασκώντας πιέσεις στον αδύνατο κρίκο της συμμαχίας, που είναι οι ενδοτικές πολιτικές ηγεσίες στην Κύπρο και την Ελλάδα και προτάσσοντας γι’αυτές την προσέγγιση με την Τουρκία, υπονομεύουν την προοπτική και την αξιοπιστία μιας τέτοιας τριπλής συγκλίσεως και πιέζουν το Ισραήλ προς την αποκατάσταση των σχέσεων με την Άγκυρα.
Τί θα Σήμαινε για την Κύπρο στην Ευρωπαϊκή Ένωση μια «Λύση» Δικέφαλου Κράτους;
Πολλοί βαυκαλίζονται, όπως και πριν για το σχέδιο Ανάν, ότι το Ευρωπαϊκό πλαίσιο θα λειτουργήσει περιοριστικά και θα μετριάσει τις απαράδεκτες πλευρές ενός κακού σχεδίου «λύσεως».
Η εφαρμογή πρωτογενούς Ευρωπαϊκού δικαίου για τη «λύση», δεν θ’αφήσει, δυστυχώς, πολλά περιθώρια προς μια τέτοια κατεύθυνση. Αντιθέτως, η ένταξη δύο «ίσων» και «κυριάρχων» κρατών στην Ευρωπαϊκή Ένωση, θα βάλει από την πίσω πόρτα στην ΕΕ, μέσω του Τ/Κ κρατιδίου, την Τουρκία στην Ευρώπη, εφόσον θα έχει αποφασιστικό λόγο για τη ψήφο της Κύπρου. Το Τουρκοκυπριακό κρατίδιο θα γίνει ο μπαϊρακτάρης (σημαιοφόρος) της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Σύμφωνα με τις συγκλίσεις που επιτεύχθησαν, με τις υποχωρήσεις Χριστόφια, το υπουργείο Εξωτερικών της Κύπρου θα διχοτομηθεί σε υπουργείο Εξωτερικών και σε Υπουργείο Ευρωπαϊκής Ενώσεως, για να πάρει το κάθε κρατίδιο από ένα υπουργείο και ν’αλλάζουν εκ περιτροπής. Η Τουρκική πλευρά, το 18% δηλαδή του πληθυσμού, διεκδικεί επίσης τις μισές σημαντικές πρεσβείες και τις μισές υψηλές θέσεις σ’όλη τη δημόσια ομοσπονδιακή υπηρεσία.
Η Κύπρος, με άλλα λόγια, έδωσε αγώνα για να ενταχθεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ανεξάρτητα από τις επιφυλάξεις, που μπορεί να έχει κανείς σήμερα γι’αυτήν, για να μην έχει τα δικαιώματα που έχουν όλοι οι Ευρωπαίοι και για να μετατραπεί σε ενεργούμενο της Άγκυρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, μέσω των ισοτίμων Τουρκοκυπρίων και της επαίσχυντης «λύσεως», που σχεδιάζεται.
Η Άγκυρα Θέλει Τώρα Επειγόντως Λύση για να Μπει, Εκτός των Άλλων, Λεόντειος Συνέταιρος στο Φυσικό Αέριο της Κύπρου
Ο πρώην Πρόεδρος Χριστόφιας άνοιξε την πόρτα, με πρόσχημα τους Τουρκοκυπρίους, για να νομιμοποιηθούν Τουρκικές αξιώσεις στο φυσικό αέριο της ΑΟΖ της ελεύθερης Κύπρου, ακόμη και πριν τη λύση του Κυπριακού. Ο ξένος παράγων άρπαξε την ευκαιρία για να χρησιμοποιήσει το φυσικό αέριο ως καταλύτη για «λύση». Εάν επρόκειτο για μια λύση, που θα διεσφάλιζε τα βασικά συμφέροντα και των Ελληνοκυπρίων, θα ήταν κατανοητό. Στην πραγματικότητα όμως, η δήθεν «λύση» θα υφαρπάξει από την Κύπρο τον έλεγχο του φυσικού αερίου της, πριν προλάβει να το αξιοποιήσει και να ενισχύσει την οικονομική και τη διπλωματική της θέση.
Ειδικότερα η Άγκυρα εγείρει τρεις αξιώσεις σχετικά με το φυσικό αέριο της Κύπρου:
- μερίδιο για τους «ισότιμους» Τουρκοκυπρίους
- εξαγωγή του φυσικού αερίου της Κύπρου, με αγωγό μέσω Τουρκίας
- οριοθέτηση της ΑΟΖ της Κύπρου, με βάση τις δικές της γνωστές απόψεις και θέσεις. Η κατάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας θα δημιουργούσε μια νέα κατάσταση. Η Κύπρος θα ήταν δέσμια της σύμφωνης γνώμης και του βέτου της Τουρκοκυπριακής πλευράς.
Οι Επιπτώσεις για το Μέλλον του Κυπριακού Ελληνισμού και την Ελλάδα
Η επιβολή μιας απαράδεκτης «λύσεως» στην Κύπρο, με τη μορφή ενός δικέφαλου κράτους, με τρικέφαλη κυριαρχία και ιθαγένεια, και με αυτοκαταστροφική συνέργεια, στρατηγική μυωπία και απουσία γεωπολιτικής αντιλήψεως της Κυπριακής ηγεσίας αλλά και της πολιτικής ηγεσίας στην Αθήνα, θα ήταν μια τραγική κατάληξη ενός αιώνα σχεδόν αγώνα της Κύπρου για ελευθερία και ανεξαρτησία.
Θ’αποτελούσε στρατηγική νίκη για την Άγκυρα και πολύ επικίνδυνο προηγούμενο για τις διεκδικήσεις της στον άλλο Ελληνικό χώρο. Ο Κυπριακός Ελληνισμός δεν θα είχε, σε μια τέτοια περίπτωση, πραγματική ελευθερία και ανεξαρτησία. Θα ήταν όμηρος της Άγκυρας, υπό την επίφαση μιας δήθεν ομοσπονδίας, που θα ήταν στην πραγματικότητα λεόντεια συνομοσπονδία. Όχι μόνο, άλλωστε, με τους Τουρκοκυπρίους αλλά, μέσω αυτών, και με την Άγκυρα, που τους ελέγχει πολιτικά, δημογραφικά, μέσω των εποίκων, και στρατιωτικά.
Η ευθύνη ανήκει τώρα στον Κυπριακό λαό αλλά και σ’ολόκληρο τον Ελληνισμό να αποτρέψει μια τέτοια καταστροφική «λύση».