«ΒΑΤΡΑΧΟΜΥΟΜΑΧΙΑ»:
Ο ΔΟΚΤΟΡ ΣΑΧΤ ΚΑΙ ΟΙ ΛΟΙΠΟΙ ΣΥΝΕΡΓΑΖΟ-ΑΝΤΑΓΩΝΙΖΟΜΕΝΟΙ ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΤΕΣ
Όταν στις 30 Ιανουαρίου 1933 ο Αδόλφος Χίτλερ διορίζεται καγκελάριος της Γερμανίας, μία από τις πρώτες του ενέργειες ήταν να επαναφέρει τον Χιάλμαρ Σαχτ ( Horace Greely Hjalmar Schacht, 1877 - 1970) στην προεδρία της Κεντρικής Τράπεζας Reichsbank στις 17 Μαρτίου 1933, θέση που διατήρησε μέχρι και τις 20 Ιανουαρίου 1939, ακόμη και ταυτόχρονα με τα καθήκοντά του ως Υπουργός Οικονομικών από το 1934 μέχρι το 1937 στην κυβέρνηση του Χίτλερ.
Κατά τη διάρκεια του Α' Παγκοσμίου Πολέμου ο Σαχτ υπηρέτησε ως οικονομικός σύμβουλος του Τραπεζικού Επιτρόπου του κατεχόμενου Βελγίου την περίοδο 1914 - 15 στρατηγού φον Λουμ (General von Lumm), ο οποίος τον απέλυσε όταν ανακάλυψε ότι ο Σαχτ είχε χρησιμοποιήσει την "Dresdner Bank", τον προηγούμενο εργοδότη του, για να διοχετεύσει 500 εκ. βελγικά φράγκα σε ομόλογα ως πληρωμή των γερμανικών απαιτήσεων.
Το 1916 διορίστηκε διευθυντής της Γερμανικής Εθνικής Τράπεζας, όπως είχε ονομαστεί το τραπεζικό ίδρυμα που προέκυψε από τη συγχώνευση της "Darmstädter" και της "Nationalbank (Danatbank)".
Το 1923 ο Σαχτ διορίστηκε επίτροπος συναλλάγματος και από τη θέση αυτή διαδραμάτισε κυρίαρχο ρόλο στη σταθεροποίηση του καλπάζοντος πληθωρισμού εκείνης της περιόδου, δημιουργώντας το "Rentenmark" (όρος που θα μπορούσε να αποδοθεί ως "μάρκο εξασφάλισης χρέους"), το οποίο είχε ως υποστήριξη, αντί του χρυσού, εθνικά κτήματα και βιομηχανικές εγκαταστάσεις με ισοτιμία 1 τρισεκατομμύριο παλαιά μάρκα έναντι ενός Rentenmark. Το νέο νόμισμα έγινε αποδεκτό από τους πολίτες και τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα λόγω του αντικρίσματος που προσέφερε και περιόρισε σημαντικότατα τον πληθωρισμό της χώρας. Τον Δεκέμβριο του 1923 ο Σαχτ αποκλήθηκε "σωτήρας του μάρκου" και, μολονότι η αρχική του υποψηφιότητα είχε απορριφθεί λόγω του παραπτώματός του το 1915, τελικά η ενέργειά του αυτή του απέφερε την προεδρία της Κεντρικής Τράπεζας, θέση στην οποία παρέμεινε ως το 1930. Από τη θέση αυτή διαπραγματεύτηκε σθεναρά τις δανειακές υποχρεώσεις της Γερμανίας και το 1929 συμμετείχε στις διαπραγματεύσεις της κατάρτισης του "Νέου Σχεδίου", ενός προγράμματος για την αναδιάρθρωση των γερμανικών αποζημιώσεων. Επιστρέφοντας από τη σύνοδο των διαπραγματεύσεων έσπευσε να απαρνηθεί το Σχέδιο, για να μην έρθει σε σύγκρουση με τους συντρόφους του εθνικιστές. Μετά τη Διάσκεψη της Χάγης το 1930 παραιτήθηκε από την θέση του και κατηγόρησε ανοικτά την γερμανική κυβέρνηση για τη συνέχιση της καταβολής αποζημιώσεων, εκδίδοντας ένα φυλλάδιο με τίτλο "Το τέλος των Επανορθώσεων" (1931) και δημοσιεύοντας ανάλογα άρθρα. Τον Οκτώβριο του 1931 διαδραμάτισε σοβαρό ρόλο στο σχηματισμό του "Μετώπου του Χάρτσμπουργκ", ένα χαλαρό συνασπισμό μεταξύ βιομηχάνων, συντηρητικών εθνικιστών και του Χίτλερ, ενώ το 1932 συνέστησε στον τότε Πρόεδρο της δημοκρατίας Πάουλ φον Χίντενμπουργκ να ονομάσει καγκελάριο τον Χίτλερ. ΕΟ Σαχτ το 1934 έγινε επί τιμή μέλος του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος. Στην υπουργική θέση θήτευσε ως το 1937. Ως Υπουργός Οικονομικών ήταν υπεύθυνος για τα προγράμματα εξάλειψης της ανεργίας αλλά και του επανεξοπλισμού της Γερμανίας κατά παράβασιν της Συνθήκης των Βερσαλλιών. Κατά τη διάρκεια του Α' Παγκοσμίου Πολέμου ο Σαχτ υπηρέτησε ως οικονομικός σύμβουλος του Τραπεζικού Επιτρόπου του κατεχόμενου Βελγίου την περίοδο 1914 - 15 στρατηγού φον Λουμ (General von Lumm), ο οποίος τον απέλυσε όταν ανακάλυψε ότι ο Σαχτ είχε χρησιμοποιήσει την "Dresdner Bank", τον προηγούμενο εργοδότη του, για να διοχετεύσει 500 εκ. βελγικά φράγκα σε ομόλογα ως πληρωμή των γερμανικών απαιτήσεων.
Το 1916 διορίστηκε διευθυντής της Γερμανικής Εθνικής Τράπεζας, όπως είχε ονομαστεί το τραπεζικό ίδρυμα που προέκυψε από τη συγχώνευση της "Darmstädter" και της "Nationalbank (Danatbank)".
Ωστόσο, ο Χέρμαν Γκαίρινγκ είχε αυτοδιοριστεί γενικός εποπτεύων της οικονομίας και σύντομα οι δύο άνδρες ήρθαν σε σύγκρουση, η οποία οδήγησε τελικά στην παραίτηση του Σαχτ από τη θέση του Υπουργού, κατ' απαίτηση του Γκέρινγκ, και αντικαταστάθηκε από τον Βάλτερ Φουνκ (Walther Funk). Καθώς αντιτάχθηκε και στο πρόγραμμα επανεξοπλισμών, μαζί με τον επίτροπο τιμών Δρα. Καρλ Γκέρντελερ, λόγω των υπέρογκων δαπανών που απαιτούσε και οι οποίες πίστευε ότι θα επέφεραν πληθωρισμό, συνέταξε ένα υπόμνημα με το οποίο εξέφραζε την αντίθεσή του. Ως συνέπεια αυτού του υπομνήματος, αποπέμφθηκε και από τη θέση του Προέδρου της Ράιχσμπανκ το 1939.
Ύστερα από την απόπειρα δολοφονίας του Χίτλερ στις 20 Ιουλίου 1944, ο Σαχτ συνελήφθη κατ' εντολή του Χίτλερ εξαιτίας του γεγονότος ότι ο Σαχτ είχε επαφές με τους αντιχιτλερικούς κύκλους ήδη από το 1934 κυρίως λόγω των σχέσεών του με τον Γκέρντελερ, ενώ συναντιόταν τακτικά και με τον Χανς Γκισέβιους (Hans Gisevius), επίσης ενεργό μέλος των αντιχιτλερικών κινήσεων.
Ωστόσο είχε παραμείνει αμέτοχος σε όλες τις ενέργειες των αντιστασιακών ήδη από το 1941. Ο Σαχτ παρέμεινε φυλακισμένος αρχικά στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Ράβενσμπρικ και στη συνέχεια στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Φλόσενμπεργκ για να μεταφερθεί τελικά στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Νταχάου. Λίγο πριν τη λήξη του Πολέμου, κατά το τέλος Απριλίου του 1945 μεταφέρθηκε στο Τιρόλο μαζί με άλλους 140 επώνυμους κρατουμένους από την SS και εγκαταλείφθηκαν εκεί.
Ο Σαχτ συνελήφθη από τους Συμμάχους στο Νίντεντορφ του νότιου Τιρόλου και παραπέμφθηκε να δικαστεί στη Δίκη της Νυρεμβέργης, όπου αθωώθηκε και, το 1946, αφέθηκε ελεύθερος, παρά το γεγονός ότι οι Σοβιετικοί επιθυμούσαν την καταδίκη του ισχυριζόμενοι ότι ήταν ο οικονομικός κινητήριος μοχλός της Ναζιστικής Γερμανίας. Ο Σαχτ αντέτεινε τον εγκλεισμό του στα στρατόπεδα συγκέντρωσης και, υποστηριζόμενος από τους Βρετανούς, τελικά αθωώθηκε από όλες τις κατηγορίες.
Ωστόσο είχε παραμείνει αμέτοχος σε όλες τις ενέργειες των αντιστασιακών ήδη από το 1941. Ο Σαχτ παρέμεινε φυλακισμένος αρχικά στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Ράβενσμπρικ και στη συνέχεια στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Φλόσενμπεργκ για να μεταφερθεί τελικά στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Νταχάου. Λίγο πριν τη λήξη του Πολέμου, κατά το τέλος Απριλίου του 1945 μεταφέρθηκε στο Τιρόλο μαζί με άλλους 140 επώνυμους κρατουμένους από την SS και εγκαταλείφθηκαν εκεί.
Ο Σαχτ συνελήφθη από τους Συμμάχους στο Νίντεντορφ του νότιου Τιρόλου και παραπέμφθηκε να δικαστεί στη Δίκη της Νυρεμβέργης, όπου αθωώθηκε και, το 1946, αφέθηκε ελεύθερος, παρά το γεγονός ότι οι Σοβιετικοί επιθυμούσαν την καταδίκη του ισχυριζόμενοι ότι ήταν ο οικονομικός κινητήριος μοχλός της Ναζιστικής Γερμανίας. Ο Σαχτ αντέτεινε τον εγκλεισμό του στα στρατόπεδα συγκέντρωσης και, υποστηριζόμενος από τους Βρετανούς, τελικά αθωώθηκε από όλες τις κατηγορίες.
Το 1948 και το 1950 διώχθηκε από γερμανικά δικαστήρια αποναζιστικοποίησης. Αρχικά καταδικάστηκε (1948) σε οκτώ χρόνια καταναγκαστικής εργασίας, αλλά τελικά αφέθηκε ελεύθερος, ενώ το 1950 αθωώθηκε.
Το 1953, ίδρυσε δική του τράπεζα στο Ντίσελντορφ, την Deutsche Außenhandelsbank Schacht & Co.
Διετέλεσε, επίσης, οικονομικός σύμβουλος αρκετών χωρών.
Παρέμεινε διευθυντής της Τράπεζας ως το 1963, οπότε αποσύρθηκε από την ενεργό δράση.
Το 1953, ίδρυσε δική του τράπεζα στο Ντίσελντορφ, την Deutsche Außenhandelsbank Schacht & Co.
Διετέλεσε, επίσης, οικονομικός σύμβουλος αρκετών χωρών.
Παρέμεινε διευθυντής της Τράπεζας ως το 1963, οπότε αποσύρθηκε από την ενεργό δράση.
Η ίδρυση και λειτουργία της τράπεζας αυτής από τον Σαχτ είχε έμμεσο αποτέλεσμα την δημιουργία του ομοσπονδιακού γερμανικού νόμου "περί προστασίας της προσωπικότητος":
Σε περιοδικό της εποχής δημοσιεύτηκε άρθρο σχετικό με την τράπεζα και τον ιδρυτή της Σαχτ, στο οποίο αναφέρονταν αρκετά ψευδή στοιχεία.
Ο Σαχτ αρχικά ζήτησε από το περιοδικό, μέσω του δικηγόρου του, να δημοσιεύσει σχετική επανόρθωση, αλλά το περιοδικό αντ' αυτού δημοσίευσε την επιστολή του δικηγόρου στη στήλη "Επιστολές αναγνωστών", εμφανίζοντάς τον να ενεργεί για λογαριασμό του, ως απλός αναγνώστης, και όχι ως εντολοδόχος του Σαχτ.
Ο δικηγόρος τότε κατέφυγε προσωπικά στο τοπικό δικαστήριο, κατηγορώντας το περιοδικό για παραβίαση της προσωπικότητάς του και του πελάτη του. Το δικαστήριο έκρινε ένοχο το περιοδικό τόσο από αστική όσο και από ποινική άποψη. Το περιοδικό κατέθεσε έφεση και το Εφετείο (Oberlandesgericht) έκρινε ότι δεν υπήρχε ποινική ευθύνη, υπήρχε όμως αστική. Το ομοσπονδιακό δικαστήριο (Bundesgerichtshof, BGH) αποφάνθηκε τελικά ότι στην προκειμένη περίπτωση ήταν άσχετο αν ο εναγόμενος ήταν ή όχι ένοχος εγκλήματος: Η προσωπικότητα του ενάγοντος είχε θιγεί και το δικαίωμα της προσωπικότητας ήταν αναφαίρετο σε οποιονδήποτε, σύμφωνα με το Σύνταγμα.
Ο Σαχτ απεβίωσε στο Μόναχο στις 3 Ιουνίου 1970.
Σε περιοδικό της εποχής δημοσιεύτηκε άρθρο σχετικό με την τράπεζα και τον ιδρυτή της Σαχτ, στο οποίο αναφέρονταν αρκετά ψευδή στοιχεία.
Ο Σαχτ αρχικά ζήτησε από το περιοδικό, μέσω του δικηγόρου του, να δημοσιεύσει σχετική επανόρθωση, αλλά το περιοδικό αντ' αυτού δημοσίευσε την επιστολή του δικηγόρου στη στήλη "Επιστολές αναγνωστών", εμφανίζοντάς τον να ενεργεί για λογαριασμό του, ως απλός αναγνώστης, και όχι ως εντολοδόχος του Σαχτ.
Ο δικηγόρος τότε κατέφυγε προσωπικά στο τοπικό δικαστήριο, κατηγορώντας το περιοδικό για παραβίαση της προσωπικότητάς του και του πελάτη του. Το δικαστήριο έκρινε ένοχο το περιοδικό τόσο από αστική όσο και από ποινική άποψη. Το περιοδικό κατέθεσε έφεση και το Εφετείο (Oberlandesgericht) έκρινε ότι δεν υπήρχε ποινική ευθύνη, υπήρχε όμως αστική. Το ομοσπονδιακό δικαστήριο (Bundesgerichtshof, BGH) αποφάνθηκε τελικά ότι στην προκειμένη περίπτωση ήταν άσχετο αν ο εναγόμενος ήταν ή όχι ένοχος εγκλήματος: Η προσωπικότητα του ενάγοντος είχε θιγεί και το δικαίωμα της προσωπικότητας ήταν αναφαίρετο σε οποιονδήποτε, σύμφωνα με το Σύνταγμα.
Ο Σαχτ απεβίωσε στο Μόναχο στις 3 Ιουνίου 1970.
Ο Hjalmar Schacht σε στάση προσοχής (κέντρο) με τον Adolf Hitler το 1936.
Ο Hitler με τον Πρόεδρο της Τράπεζας του Ράιχ (Reichsbank) και μετέπειτα Υπουργό Οικονομικών Hjalmar Schacht στις 5 Μαϊου 1934.
Ο Hjalmar Schacht, ο Υπουργός Οικονομικών του Hitler σε συνάντηση με τον Πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής Franklin DelanoRoosevelt το 1936.
Hjalmar Schacht, Hoover, and R. Hugh Wilson
Ο πρώην Πρόεδρος των ΗΠΑ Γερμανός Χέρμπερτ Χούβερ (31ος πρόεδρος των ΗΠΑ,1929-1933), ο υπουργός Οικονομικών Hjalmar Schacht, και ο Αμερικανός πρέσβης R. Hugh Wilson.
Η αφορμή ήταν μια δεξίωση γιατον Hoover στο Carl-Schurz-Haus, στο Βερολίνο στις 8 Μαρτίου 1938.
Η αφορμή ήταν μια δεξίωση γιατον Hoover στο Carl-Schurz-Haus, στο Βερολίνο στις 8 Μαρτίου 1938.
Η Βασιλική οικογένεια της Μεγάλης Βρετανίας συνέβαλε στη δημιουργία του ναζιστικού καθεστώτος του Χίτλερ. Οι Βρετανοί άρχισαν κρυφά την χρηματοδότηση του Εθνικού Σοσιαλιστικού Γερμανικού Εργατικού Κόμματος, μέσω των στενών επαφών μεταξύ του Βρετανού Λόρδου Norman Montagu (Montagu Collet Norman, 1st Baron Norman )και του προέδρου της Τράπεζας του Γερμανικού Ράιχ (Reichsbank) Hjalmar Schacht, ο οποίος είχε την υποστήριξη όλων των μεγάλων βιομηχάνων στη Γερμανία. Τα μέλη της πλουσιότερης τάξης της βρετανικής κοινωνίας που ταυτόχρονα έχαιραν της υποστήριξης του Στέμματος και απολάμβαναν τα προνόμια των βασιλικών τίτλων και τιμών τα οποία ταυτόχρονα τους προστάτευαν, κρυφά υποστήριξαν τον Χίτλερ, συμπεριλαμβανομένων του Βρετανού Πρωθυπουργού Neville Chamberlain, που έμεινε αλησμόνητος κυρίως για την φράση «Ειρήνη για την εποχή μας» στις 30 Σεπτεμβρίου 1938 από την ομιλία του σχετικά με τη συμφωνία του Μονάχου και την αγγλο-γερμανική δήλωση, του Βρετανού μεγιστάνα του Τύπου Lord Beaverbrook , του Διοικητή της Τράπεζας της Αγγλίας Montagu Norman και κυρίως του βασιλιά Edward VIII.
Το απόλυτο σχέδιο ήταν να εμπλακούν οι Γερμανοί φασίστες σε ένα αιματηρό αδιέξοδο με την κομμουνιστική Ρωσία, ενώ οι Βρετανοί και οι Αμερικανοί να εδραιώνουν την κυριαρχία τους στο κόσμο, ειδικά στη Μέση Ανατολή, όπου βρίσκεται το κύριο μέρος των αποθεμάτων του πετρελαίου.
Μόλις ο Χίτλερ πήρε την εξουσία , ο Λόρδος Norman Montagu και η Τράπεζα της Αγγλίας χρηματοδότησαν το ναζιστικό καθεστώς του Χίτλερ με άφθονα κεφάλαια και μάλιστα ο Βρετανός τραπεζίτης επισκέφτηκε τον Χίτλερ τον Μάιο του 1934.
Μόλις ο Χίτλερ πήρε την εξουσία , ο Λόρδος Norman Montagu και η Τράπεζα της Αγγλίας χρηματοδότησαν το ναζιστικό καθεστώς του Χίτλερ με άφθονα κεφάλαια και μάλιστα ο Βρετανός τραπεζίτης επισκέφτηκε τον Χίτλερ τον Μάιο του 1934.
Οι Edward VIII και Wallis Simpson, ο Duke(δούκας) και ηDuchess(δούκισσα) με τον Adolf Hitler, στο εξοχικό του Χίτλερ στο Obersalzberg στην Βαυαρία το 1937.
Η Βασίλισσα Ελίζαμπεθ ήρθε στην εξουσία, επειδή ο θείος της, Βασιλιάς Edward VIII, ήταν υποστηρικτής των Ναζί.
Η αλήθεια είναι ότι δεν εγκατέλειψε το στέμμα του για την αγάπη, αλλά γιατί οι Βρετανοί δεν μπορούσαν να έχουν Βασιλιά, που υποστήριξε απροκάλυπτα την αυξανόμενη ναζιστική απειλή.
Η αλήθεια είναι ότι δεν εγκατέλειψε το στέμμα του για την αγάπη, αλλά γιατί οι Βρετανοί δεν μπορούσαν να έχουν Βασιλιά, που υποστήριξε απροκάλυπτα την αυξανόμενη ναζιστική απειλή.
Ο Edward κατά την διάρκεια επιθεώρησης διμοιρίας των SS με τον Robert Ley το 1937. Ο Robert Ley (15 Φεβρουαρίου 1890 - 25 Oκτωβρίου 1945) ήταν Ναζί πολιτικός και επικεφαλής του Γερμανικού Εργατικού Μετώπου από το 1933 μέχρι το 1945 όταν αυτοκτόνησε εν αναμονή της δίκης της Νυρεμβέργης για τα εγκλήματα πολέμου.
.
Οι Hjalmar Schacht της Reichsbank ( αριστερά) και Montagu Norman της Τράπεζας της Αγγλίας ( δεξιά) τον Μάιο του 1934.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου