του Τζον Ουαιτ |
© Ilsussidiario Τo «ευρωπαϊκό δικαστήριο ανθρωπίνων δικαιωμάτων» (ΕΔΑΑ) απεφάνθη υπέρ της ιταλικής πρακτικής της ανάρτησης εσταυρωμένων στις αίθουσες των δημοσίων σχολείων της χώρας. Στην υπόθεση «Λάουτσι εναντίον Ιταλίας», μία άθεη μητέρα δύο παιδιών που φοιτούσαν σε δημόσιο σχολείο, αμφισβήτησε νομικά αυτή την πρακτική, που ισχύει από το 1924. Αφού ηττήθηκε στα ιταλικά δικαστήρια, εφεσίβαλλε τις αποφάσεις τους στο ΕΔΑΑ, εκτιμώντας πως η παρουσία του εσταυρωμένου στα δημόσια σχολεία παραβίαζε το δικαίωμά της ίδιας και των παιδιών της, στη θρησκευτική ελευθερία και στην ουδετερόθρησκη εκπαίδευση, που το εγγυάται η «ευρωπαϊκή σύμβαση ανθρωπίνων δικαιωμάτων». Στις 3 Νοεμβρίου 2009, ένα επταμελές τμήμα του ευρωπαϊκού δικαστηρίου απεφάνθη υπέρ της κ. Λάουτσι (Lautsi). Αλλά στις 18 Μαρτίου 2011 ηολομέλεια του δικαστηρίου ανέτρεψε αυτήν την απόφαση με πλειοψηφία 15-2, και απεφάνθη υπέρ της Ιταλίας. |
Το δικαστήριο απεδέχθη μεν σαφώς (α) πως ο εσταυρωμένος είναι θρησκευτικό σύμβολο, (β) πως η αθεΐα είναι μια θρησκευτική πεποίθηση που δικαιούται προστασίας, και (γ) πως τα δημόσια σχολεία θα πρέπει να είναι ουδετερόθρησκα. Αλλά το δικαστήριο απεδέχθη επίσης πως η «παθητική ανάρτηση» του εσταυρωμένου σε μια σχολική αίθουσα ενός δημοσίου σχολείου, όπου δεν ασκείται θρησκευτικός ενδογματισμός, δεν παραβιάζει τη θρησκευτική ελευθερία, ιδίως όταν όλες οι θρησκευτικές πεποιθήσεις είναι καλοδεχούμενες στο σχολείο και επιτρέπεται σε όλους τους μαθητές να φέρουν τα θρησκευτικά σύμβολα της αρεσκείας τους. Το δικαστήριο επίσης απεφάνθη πως η ιταλική πρακτική της ανάρτησης του εσταυρωμένου δεν παραβιάζει τη θρησκευτική ουδετερότητα των σχολικών ιδρυμάτων, αλλά αποτελεί μια αποδεκτή έκφραση της κυρίαρχης χριστιανικής της πολιτιστικής ταυτότητας. Την ώρα που τα ευρωπαϊκά κράτη είναι βαθιά διχασμένα στο αν πρέπει ή όχι να εκτίθενται σε δημόσιους χώρους θρησκευτικά σύμβολα, απεφάνθη τελικά το δικαστήριο, η Ιταλία θα πρέπει να παραχωρήσει στα εκπαιδευτικά της ιδρύματα ένα «περιθώριο εκτίμησης» να αποφασίσουν αυτοβούλως το πώς και πού θα εκδηλώνουν τη χριστιανική παράδοση στο σχολικό χώρο.
Η «υπόθεση Λάουτσι» αντηχεί πολλά οικεία επιχειρήματα που ακούστηκαν και στις Ηνωμένες Πολιτείες, όταν τις τελευταίες τρεις δεκαετίες τα δικαστήρια εκλήθησαν να αποφανθούν για την (εθιμική και δημόσια) επίδειξη φατνών, σταυρών και καταλόγων με τις «δέκα εντολές» σε αμερικανικά κρατικά ιδρύματα. Παρά τις όποιες διαφορές στις ετυμηγορίες των αμερικανικών και των ευρωπαϊκών δικαστηρίων σε αυτές τις υποθέσεις θρησκευτικών συμβόλων, μπορούμε να πούμε πως υπάρχει πλέον ένθεν κακείθεν του Ατλαντικού μια νομική σύγκλιση, γύρω από έξι νομικές αρχές:
Πρώτον: η παράδοση μετράει. Στα αμερικανικά δικαστήρια, τα παλιότερα θρησκευτικά σύμβολα τείνουν να ανθίστανται νομικά πολύ καλύτερα από τα νεότερα. Η μακρόχρονη, εθιμική έκθεση ενός θρησκευτικού συμβόλου σε δημόσιο χώρο, τελικά το καθιστά όχι απλά αποδεκτό, αλλά αναντικατάστατο όσον αφορά τον καθορισμό της συλλογικής μας ταυτότητας ως λαού. Στην υπόθεση «Λάουτσι» ο δικαστής Μπονέλο (Bonello) έδωσε ιδιαίτερη έμφαση στο επιχείρημα αυτό: «ένα δικαστήριο ανθρωπίνων δικαιωμάτων δε δικαιούται να επιτρέψει στον εαυτό του να συμπεριφέρεται ωσάν να πάσχει από ιστορικό Αλτσχάιμερ. Δε δικαιούται να αδιαφορεί για την ιστορική πορεία ενός έθνους, ούτε να αγνοεί τι ήταν αυτό που το διαμόρφωσε ιστορικά και πολιτιστικά ως έθνος, διαμέσου των αιώνων».
Δεύτερον: τα θρησκευτικά σύμβολα διαθέτουν συχνά εγγενή πολιτιστική αξία. Τα αμερικανικά δικαστήρια έχουν από πολύ καιρό αναγνωρίσει πως οι «δέκα εντολές» δεν περιλαμβάνουν απλά θρησκευτικές εντολές, αλλά έναν κοινό ηθικό κώδικα· πως ο σταυρός δεν είναι μόνο χριστιανικό σύμβολο, αλλά μια ρωμαλέα υπενθύμιση της θυσίας στο πεδίο των μαχών κ.ο.κ. Όταν επιδεικνύονται «παθητικά» και με τον αρμόζοντα τρόπο, το περιεχόμενο παρομοίων θρησκευτικών συμβόλων αποδίδεται από τον κάθε θεατή τους, σε ένα είδος «ερμηνευτικής ελεύθερης αγοράς». Στην υπόθεση «Λάουτσι» το δικαστήριο υιοθέτησε μια παρόμοια λογική. Αν και αναγνώρισε πως ο εσταυρωμένος είναι θρησκευτικό σύμβολο, το δικαστήριο απεδέχθη παράλληλα την άποψη της Ιταλίας πως «ο εσταυρωμένος συμβολίζει επίσης τα ιδεώδη και τις αξίες» της ελευθερίας, της ισότητας και της αδερφοσύνης που αποτελούν «θεμέλιο της δημοκρατίας» και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη δύση.
Τρίτον: οι τοπικές νοοτροπίες αξίζουν σεβασμό. Στην Αμερική, το ομοσπονδιακό σύστημα απαιτεί από τα ομοσπονδιακά δικαστήρια να αναγνωρίζουν τις πρακτικές και τις πολιτικές των ανεξαρτήτων πολιτειών, εκτός αν υπάρχει σαφής και κραυγαλέα παραβίαση της ομοσπονδιακής συνταγματικής τάξης για την ελεύθερη άσκηση όλων των θρησκευτικών αντιλήψεων και την μη ύπαρξη επισήμου θρησκείας. Το (αμερικανικό) ανώτατο δικαστήριο (SCOTUS) υιοθέτησε αυτή την προσέγγιση στην ετυμηγορία του υπέρ της συνέχισης της δημόσιας έκθεσης σταυρών και «δεκαλόγων» σε κτίρια πολιτειακών νομοθετικών σωμάτων. Στην «υπόθεση Λάουτσι» το δικαστήριο εισήγαγε την έννοια του «περιθωρίου εκτίμησης», που έχει πάνω-κάτω το ίδιο περιεχόμενο. Καθώς δεν υφίσταται πανευρωπαϊκή συναίνεση όσον αφορά τη δημόσια έκθεση θρησκευτικών συμβόλων και δεν απεδείχθη πως υφίσταται ενδογματισμός ή πρακτικές θρησκευτικού εξαναγκασμού, το δικαστήριο επέτρεψε στην Ιταλία να αποφασίσει αυτοβούλως πώς να εξισορροπήσει τη θρησκευτική συμβολική της χριστιανικής της πλειοψηφίας με τη θρησκευτική ελευθερία και την προάσπιση των εκπαιδευτικών δικαιωμάτων της αθεϊστικής μειονότητάς της.
Τέταρτον: η θρησκευτική ελευθερία δεν προαπαιτεί την εκκοσμίκευση της κοινωνίας. Είναι διάσημη η ρήση του SCOTUS περί «ενός υψηλού και αδιαπέραστου τείχους που διαχωρίζει την εκκλησία από το κράτος. Αυτή η θεώρηση απέκλεισε ερμητικά την εκκλησία από την πολιτική ζωή και την κρατική θέσμιση. Αλλά η αλήθεια είναι πως το δικαστήριο εντωμεταξύ έχει εγκαταλείψει ένα μεγάλο μέρος αυτού του αυστηρού διαχωρισμού κι επιτρέπει πλέον σε θρησκευτικές και αντιθρησκευτικές συλλογικότητες να αναμειγνύονται ελεύθερα σε ειρηνικές δημόσιες δραστηριότητες, ακόμα κι εντός των δημοσίων σχολείων. Κατά παρόμοιο τρόπο, το ΕΔΑΑ φημιζόταν για την προώθηση της -γαλλικού τύπου- «laϊcité» (εκκοσμίκευσης) στη δημόσια εκπαίδευση και το δημόσιο βίο, απαγορεύοντας τις μουσουλμανικές μαντίλες και άλλα θρησκευτικά σύμβολα ως αντίθετα με το «πνεύμα ανεκτικότητας και αλληλοσεβασμού, την ισότητα και την απουσία διακρίσεων» που οφείλει να χαρακτηρίζει κάθε δημοκρατική κοινωνία. Η «υπόθεση Λάουτσι» όμως υποδηλώνει την στροφή προς μια άλλη αντίληψη, όπου νομιμοποιούνται ασφαλώς οι θρησκευτικές κι οι άθρησκες ομάδες να εκδηλώνουν τις πεποιθήσεις τους, αλλά επιτρέπεται επίσης στις εθνικές κυβερνήσεις να λειτουργούν δημοκρατικά σύμφωνα με τις παραδοσιακές θρησκευτικές αντιλήψεις της πλειοψηφίας των πολιτών τους.
Πέμπτον: η θρησκευτική ελευθερία δεν αποδίδει στις μειοψηφίες το δικαίωμα «παρενοχλητικού» τύπου αρνησικυρίας στις πλειοψηφικές πρακτικές. Ως πρόσφατα, τα αμερικανικά δικαστήρια έδιναν το δικαίωμα σε κάθε Αμερικανό φορολογούμενο να εγκαλεί τη δικαιοσύνη για υποθέσεις άσκησης θρησκευτικής ελευθερίας, ακόμα και χωρίς να υφίσταται έννομο συμφέρον. Με τον τρόπο αυτό ουσιωδώς είχε αποδοθεί στους οπαδούς της εκκοσμίκευσης το δικαίωμα της αρνησικυρίας σε κάθε μορφή θρησκευτικής πρακτικής, ανεξαρτήτως πόσο παλαιά, συνήθης και δημοφιλής ήταν αυτή. Το SCOTUS έχει πια περιορίσει κατά πολύ το περιθώριο αυτό, υποδεικνύοντας στους αντιφρονούντες να επιλέξουν το δημοκρατικό τρόπο της επιβολής των μεταρρυθμίσεων που προτείνουν διαμέσου της νομοθετικής εξουσίας, ή να ζητήσουν την ατομική τους εξαίρεση από πρακτικές που μπορεί να προσβάλουν τις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις. Η απόφαση της «υπόθεσης Λάουτσι» πηγαίνει προς την ίδια κατεύθυνση. Αναγνωρίζει μεν πως η παρουσία του εσταυρωμένου πιθανόν να προσβάλλει την κ. Λάουτσι, πλην όμως η παρουσία του εσταυρωμένου στις σχολικές αίθουσες εκφράζει αγαπημένες πολιτιστικές αξίες εκατομμυρίων συμπολιτών της -που επίσης προσβάλλονται, από τις δικές της αντιλήψεις. Αλλά η ατομική προσβολή δεν μπορεί να δικαιολογεί τη λογοκρισία! Η θρησκευτική ελευθερία και η ελευθερία της έκφρασης απαιτούν να ακούγονται όλες οι φωνές στο δημόσιο βίο.
Έκτον: οι υποθέσεις θρησκευτικών συμβολισμών είναι σοβαρές. Είναι εύκολο να τις αντιμετωπίζει κανείς με κυνισμό, ή να τις θεωρεί αμελητέες, ένα είδος ακριβού χόμπι για ιδεοληπτικούς ή φιλόδοξους διαδίκους. Αλλά αυτή η προσέγγιση υποτιμά την εκπληκτική πολυτέλεια που απολαμβάνουμε στη δύση να αντιμαχόμαστε για τις πολιτιστικές μας αξίες και τα θρησκευτικά μας σύμβολα στα δικαστήρια και τα πανεπιστήμια και όχι στους δρόμους ή στα πεδία των μαχών.
Επί πολλούς αιώνες στη δύση (και ως σήμερα, σε πολλά μέρη του κόσμου) οι αντιπαραθέσεις για τα θρησκευτικά σύμβολα καταλήγουν συχνά σε βιαιότητες, καμιά φορά σε κανονικές πολεμικές συρράξεις. Διότι, φυσικά, το διακύβευμα τέτοιων υποθέσεων είναι πολύ ευρύτερο από την τύχη δύο κομματιών ξύλου δεμένων αναμεταξύ τους. Παρόμοιες υποθέσεις αποτελούν στην πραγματικότητα εργαστήρια για να επεξεργαστούμε από κοινού τις βαθιές πολιτιστικές μας διαφορές και να συμφωνήσουμε ειρηνικά ποιες παραδόσεις και πρακτικές οφείλουν να διατηρηθούν -και ποιες χρειάζεται να αλλάξουν.
Ο John Witte είναι καθηγητής νομικής στο πανεπιστήμιο της Ατλάντα
ΠΗΓΗ PPOL
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου