Γιώργος Πετρίδης
Το ξενοδοχείο κοντά στην περιοχή του Αγίου Τύχωνα δεν ήταν από τα πολύ καινούρια, ούτε από τα υπερπολυτελή, ξεχώριζε όμως για τη θέα του προς τη θάλασσα. Από τον δρόμο θα μπορούσε κανείς να το προσπεράσει δίχως να το προσέξει. Οχι όμως εκείνοι που...
το επισκέπτονταν τακτικά, έστω για λίγο, αλλά για πολύ σοβαρούς λόγους. Εξάλλου, ο επίσης απαρατήρητος άνδρας που εκείνο το ανοιξιάτικο πρωινό της Τρίτης 19 Μαρτίου έφτασε στο κλεισμένο και πληρωμένο προκαταβολικά δωμάτιο των πάνω ορόφων, όπως και τις προηγούμενες φορές, δεν είχε έρθει για διακοπές.
Τελευταία φορά που είχε «τυχαία» εμφανιστεί στο νησί ήταν τον περασμένο Ιανουάριο, όταν επίσης συμπτωματικά οι κυπριακές αρχές έδωσαν τότε το πράσινο φως για την αναχώρηση ενός ρωσικού πλοίου με σημαία Αγίου Βικεντίου, από το λιμάνι της Λεμεσού, το οποίο μετέφερε 60 τόνους με πυρομαχικά για πυροβόλα, καλάσνικοφ και αντιαρματικά όπλα, τα οποία είχαν προορισμό τη Συρία.
ΕΑυτή τη φορά ωστόσο η επίσκεψή του ήταν πολύ πιο επείγουσα. Με την είσοδό του στο δωμάτιο χαλάρωσε τη γραβάτα του, έσπρωξε στην άκρη το μεγάλο κρεβάτι, τράβηξε τις κουρτίνες, έβγαλε από την κομψή βαλίτσα του κάποια ντοσιέ, μερικά σημειωματάρια και ένα λάπτοπ. Μίλησε ελάχιστα αλλά αυστηρά στα δύο κινητά του τηλέφωνα πρώτα σπαστά στα αγγλικά, μετά κομπιαστά στα ελληνικά και τέλος στα ρωσικά, με ίχνη αδιόρατης προφοράς που φανέρωνε ότι καμιά από τις τρεις δεν ήταν η μητρική του γλώσσα. Ισως Ουκρανός ή Αζέρος, μπορεί Γεωργιανός ή Τσετσένος, σίγουρα με τέσσερα-πέντε διαφορετικά διαβατήρια. Απ’ όπου κι αν ήταν, όμως, στις κινήσεις του διακρινόταν η ψυχρή αποφασιστικότητα ενός επαγγελματία.
Δεν έμοιαζε πάντως με βλοσυρό αξιωματικό της ρωσικής αντικατασκοπίας ή της αμείλικτης FSB, δεν κουβαλούσε άγαρμπα στο κορμί του τα κωδικοποιημένα τατουάζ της ξιπασμένης «κόκκινης» μαφίας, ούτε διέθετε το φινίρισμα των διαμεσολαβητών στην υπηρεσία των κακόγουστων μεγιστάνων ολιγαρχών. Ηταν ο αδίστακτος αγγελιαφόρος της τελευταίας καθοριστικής στιγμής. Αλλοι πριν απ’ αυτόν είχαν παζαρέψει προθεσμίες και χρονοδιαγράμματα, είχαν με αναίδεια πιέσει, εκβιάσει, εκφοβίσει. Αυτός όμως ήταν εκεί για να εξασφαλίσει το οριστικό πλεονέκτημα σε ένα ανοιχτό ακόμα παιχνίδι από το οποίο κρίνονταν δεκάδες δισεκατομμύρια. Ηταν παρών για να συμμορφώσει προς τις άνωθεν εντολές όσους επιφανείς ντόπιους λιγοψυχήσουν από τις πιέσεις άλλων. Και πριν δώσει το σήμα να ξεσπάσει η φρίκη. Εξυπηρετούσε, άλλωστε, τα συμφέροντα όλης εκείνης της σκοτεινής συνομοταξίας που κανείς δεν θα έπρεπε να εξοργίζει πάνω στη Γη, να τους περνάει για κορόιδα ή να τους πιάνει στον ύπνο.
Κοφτές εντολές
Αφού συμβουλεύτηκε σχολαστικά τους καταλόγους του δικτύου των πληροφοριών του, σήκωσε το τηλέφωνο του δωματίου και άρχισε τις τοπικές κλήσεις σε όλες τις καταχωρημένες «άκρες». Στην άλλη γραμμή σεβαστός αριθμός Ρώσων κατοίκων του νησιού με «κονέ» στην περιφέρεια, αλλά και στον πυρήνα της κυπριακής ελίτ, άκουγε πεντακάθαρα τις κοφτές εντολές του. Μόνιμη επωδός πριν κατεβάσει το ακουστικό η φράση: «Οι γυναίκες των απρόσεκτων μένουν χήρες και τα παιδιά τους ορφανά»! Χρέος δικό τους πλέον ήταν, χωρίς παρακάλια ή υπόνοιες απειλών, να βάλουν και αυτοί κυνικά το περίστροφο στον κρόταφο των Κύπριων ιθυνόντων. Εντρομοι ευυπόληπτοι συνταξιούχοι, φιλάνθρωποι και πιστοί ορθόδοξοι μεγαλοεπιχειρηματίες, εξειδικευμένοι τεχνίτες, στελέχη και υπάλληλοι χρηματοπιστωτικών, εφοπλιστικών, τουριστικών και οικοδομικών εταιρειών, άπαντες Ρώσοι εγκατεστημένοι στο νησί, άρχισαν να μεταδίδουν στους Κύπριους γνωστούς τους τα απειλητικά μηνύματα περί απόφασης δραστικών αντιποίνων χωρίς όρια από τους οργισμένους συμπατριώτες τους. Μικρός ο τόπος, συχνά τα νταραβέρια, τα «άπλυτα» του καθενός κρεμασμένα στα μπαλκόνια, ευάλωτες οι αντιστάσεις, χάρη στα ψυχικά και υλικά δεσίματα μισού αιώνα ρωσοκυπριακών σχέσεων - οι απειλές έπιασαν τόπο.
Την ίδια ώρα που οι τρομοκρατικές φήμες οργίαζαν στο παρασκήνιο, οι πιο εύποροι Ρώσοι του νησιού φόρτωναν τις οικογένειές τους στα λίαρ τζετ τους για προσωρινή μετεγκατάσταση. Ταυτόχρονα, πιο ωμοί και κτηνώδεις οι Ρώσοι «νονοί» και οι μπράβοι τους, μέσω αδιευκρίνιστων καναλιών, διεμήνυαν προς τους άναυδους τραπεζίτες και δικηγόρους, αποσβολωμένους δημόσιους λειτουργούς και λαϊκούς αντιπροσώπους, μέχρι και σε έκπληκτα μέλη του Υπουργικού Συμβουλίου, την απειλή: «Ή τα λεφτά μας ακέραια ή κρεμασμένοι, γδαρμένοι και καμένοι εσείς και οι οικογένειές σας»! Μέσα στη σύγχυση και τον αναβρασμό, μερικά τρομοκρατημένα golden boys του τραπεζικού λόμπι και των μεγάλων δικηγορικών γραφείων διέδιδαν ότι τα αυτοκίνητά τους είχαν υποστεί σοβαρές ζημιές από καυστικό υγρό το όποιο έριξαν άγνωστοι. Αλλοι ισχυρίζονταν ότι είχαν πέσει στην αντίληψή τους παρακολουθήσεις και λοιπές ύποπτες εις βάρος τους κινήσεις. Μέσα από άναρθρες κραυγές και εξωφρενικούς ψιθύρους, ο πανικός ανέσυρε ακραίες υποψίες και θεωρίες συνωμοσίας ότι Ρώσοι μαφιόζοι, Αραβες μουτζαχεντίν και μυστικές υπηρεσίες είχαν στοχοποιήσει πολιτικά εκτεθειμένα πρόσωπα και ανώτατα τραπεζικά στελέχη.
«Λιμασολγκράντ»
Λίγο πριν δύσει ο ήλιος το άτυπο τελεσίγραφο είχε επιδοθεί και ο μυστήριος ταξιδιώτης είχε πάρει τις διαβεβαιώσεις του για το επικείμενο σάλπισμα υποχώρησης. Κατάστρεψε το χαρτομάνι, έσβησε τη μνήμη του φορητού υπολογιστή και αποχαιρέτησε άρον άρον το ίδιο βράδυ τη Λεμεσό. Η «Λιμασολγκράντ», όπως χαϊδευτικά αποκαλούσε την πόλη των άνω των 50.000 μόνιμων Ρώσων κατοίκων, είχε μάλλον ξεμπερδέψει. Ηταν βέβαιος ότι στις βίλες της Γερμασόγειας, στους Καλόγηρους ή στην Παρεκκλησιά το πλούσιο «ξανθό γένος» της περιοχής θα έκανε έναν ασφαλή ύπνο με τις καταθέσεις του «ακούρευτες». Το ίδιο ήσυχοι θα έπρεπε να αισθάνονται οι βογιάροι του βρόμικου χρήματος οπουδήποτε, είτε στην Αγία Πετρούπολη, είτε στο Λονδίνο, την Ελβετία, τις Μπαχάμες, το Νιου Τζέρσι. Ολα ήταν υπό έλεγχο, όλα έβαιναν καλώς.
Κατά τη διάρκεια της πτήσης του από Λάρνακα προς Μόσχα, στη Λευκωσία, η ολομέλεια της Κυπριακής Βουλής αρνήθηκε το σχέδιο του «κουρέματος» των κυπριακών καταθέσεων που είχε αποφασίσει το Eurogroup. Αν το γνώριζε εκείνη τη στιγμή, η ψυχή του θα ήθελε να πετάξει λίγο ψηλότερα από το αεροπλάνο για να συναντήσει τη θεία χάρη. Ατυχώς γι’ αυτόν, η αποστολή του σκάλωσε και ο ίδιος προσγειώθηκε ανώμαλα σε ένα δαιμονικό τοπίο. Ισως ήταν λιγότερο υπομονετικός και βίαιος απ’ όσο απαιτούσε η περίσταση. Ωστόσο εκείνη τη μέρα η Μόσχα και η Λευκωσία διαπραγματεύονταν επισήμως σενάρια βοήθειας για αποτροπή του «κουρέματος». Οι εξελίξεις απέδειξαν ότι η δική του προσπάθεια είχε αποβεί μάταιη. Αλλά οι απειλές εξακολουθούσαν να ισχύουν.
Ενας συνάδελφός του στο Λονδίνο, πάντως, τα είχε πάει πολύ καλύτερα για την ίδια υπόθεση. Απαλλαγμένος από ομοδοξίες, φιλίες και διπλωματικά πόκερ με σλόγκαν «πρώτα το πορτοφόλι», πήρε τους «γορίλες» του και μαζί έχωσαν τα «Mακάροφ» κάτω από τα πιγούνια των τραπεζιτών των κυπριακών υποκαταστημάτων στην αγγλική πρωτεύουσα. Και απ’ ό,τι λέγεται, κάποιοι Ρώσοι μεγαλοκαταθέτες απέσπασαν πάνω από 120 εκατ. ευρώ από τη Λαϊκή, την ώρα που στην Κύπρο οι τράπεζες ήταν κλειστές. Για τις αναλήψεις από τις θυγατρικές στη Μόσχα δεν γινόταν φυσικά λόγος. Εκεί όλα δούλευαν ρολόι.
Ολα τα παραπάνω θα έμοιαζαν με κατασκοπευτικό θρίλερ, με νοσταλγικό άρωμα Ψυχρού Πολέμου, αν τις επόμενες μέρες του «κουρέματος» των καταθέσεων το νησί δεν σκεπαζόταν από μια καταπιεστική φοβέρα. Οι προειδοποιήσεις προς πάσα κατεύθυνση είναι σαφείς: «Κανείς δεν μπορεί να κλέβει χρήματα από τη ρωσική μαφία και απλά να εξαφανίζεται, κανείς δεν μπορεί να κάνει τον χαζό και να μην τιμωρείται». Η πικρή αλήθεια είναι ότι, αν η ρωσική μαφία δεν επιδείξει τιμωρητική αυστηρότητα και πυγμή, κανείς στον κόσμο δεν θα την παίρνει πλέον στα σοβαρά. Θα τη θεωρούν «κότα» που την ξαφρίζουν ξεδιάντροπα με σημαδεμένη τράπουλα, χωρίς καν ένα «κακάρισμα». Ενα τέτοιο πλήγμα θα ήταν ολέθριο για το «κύρος» της στις «μπίζνες» όπου δραστηριοποιείται. Γιατί πίσω από τις αξιόπιστες και νομοταγείς επιχειρηματικές βιτρίνες της κρύβεται μαύρο χρήμα αποκτημένο από την παραοικονομία, το εμπόριο, κυρίως ναρκωτικών και όπλων, καθώς και τη σωματεμπορία.
Προς παραδειγματισμό
Το κακό, το οποίο και γνωρίζουν οι παραζαλισμένοι Κύπριοι τραπεζίτες, είναι ότι το ρωσικό οργανωμένο έγκλημα, η διαβόητη «Organizatsiya», δεν είναι απλά μια μονολιθική οργάνωση κακοποιών. Στα πλοκάμια της που απλώνονται σε όλο τον κόσμο είναι μπλεγμένοι διεφθαρμένοι βουλευτές της Δούμας, υπεράνω υποψίας αξιωματούχοι του Κρεμλίνου και σχεδόν όλοι οι διάσημοι Ρώσοι εκατομμυριούχοι ολιγάρχες.
Το χειρότερο, το οποίο και τρέμουν όσοι επιφανείς Κύπριοι είχαν χρηματικές δοσοληψίες μαζί της, είναι ότι η στυγνότητα των εγκλημάτων που διαπράττει προς παραδειγματισμό είναι πολύ πιο σκληρή σε σύγκριση με όλες τις υπόλοιπες γνωστές εγκληματικές οργανώσεις του κόσμου. Κανονικό λουτρό αίματος. Οι απεσταλμένοι εκτελεστές της εκτελούν υποδειγματικά μια μεγάλη γκάμα αποτρόπαιων συμβολαίων θανάτου. Από αθόρυβες εξαφανίσεις, απίθανα τροχαία δυστυχήματα και μυστηριώδεις δηλητηριάσεις των θυμάτων-στόχων της μέχρι απαγχονισμούς, στραγγαλισμούς, θραύσεις κρανίων. Χώρια οι αόρατοι σκοπευτές και οι εν ψυχρώ πυροβολισμοί. Οι δολοφονικές περιπτώσεις του Λιτβινένκο, της Πολιτκόφσκαγια, ίσως του Μπερεζόφσκι, ακόμα και των εμπλεκόμενων Ρώσων στελεχών στην προμήθεια των TOR-M1 σπέρνουν τον ζόφο στην Κύπρο.
Το ερώτημα που πλανάται πλέον στην έντρομη Μεγαλόνησο είναι αυτό που εκστομίζουν τα χείλη των φιλήσυχων πολιτών της: «Απ’ αυτούς βρήκαν να τα πάρουν;». Δυστυχώς ναι. Οταν οι ρωσικές καταθέσεις στην Κύπρο ξεπερνούν τα 21 δισ. ευρώ, το ένα τρίτο περίπου των συνολικών καταθέσεων, αναπόφευκτα το ψαλίδι θα κούρευε και από αυτές ένα σημαντικό κομμάτι. Το ζήτημα είναι ότι στην πλειονότητά τους δεν ανήκουν σε μόνιμους Ρώσους κατοίκους αλλά σε Ρώσους ολιγάρχες και μεγιστάνες, όπως αποκάλυψε το γερμανικό περιοδικό «Spiegel», επικαλούμενο απόρρητη έκθεση της γερμανικής ΚΥΠ. Η έξοδος αυτών των χρημάτων από την αχανή ρωσική γη προς το μικρό νησί της Μεσογείου ξεκίνησε πριν από 20 περίπου χρόνια και γιγαντώθηκε από τότε που η Κύπρος έγινε ισότιμο μέλος του σκληρού πυρήνα της ευρωζώνης. Την έξοδο κεφαλαίων των Ρώσων μεγιστάνων ακολούθησε και η ρωσική μαφία. Η μεταφορά γινόταν με αμοιβαία ωφέλεια. Οι Ρώσοι χρησιμοποίησαν το νησί ως διαμετακομιστικό κέντρο και ορμητήριο για μπίζνες σε όλη την Ευρώπη. Επωφελούνταν από τα υψηλά επιτόκια και μετέφεραν τα χρήματά τους από τη Ρωσία σε όποια χώρα γούσταραν χωρίς γραφειοκρατικές διαδικασίες, και, κυρίως, χωρίς κανείς να τους ρωτάει «από πού προήλθαν τα λεφτά» και «για πού προορίζονται».
Από την πλευρά τους, η κυπριακή οικονομία έγραφε εντυπωσιακές επιδόσεις, το τραπεζικό της σύστημα διογκωνόταν συνεχώς με τον κατακλυσμό ρωσικών κεφαλαίων, ενώ οι κυβερνήσεις της για να προσελκύσουν όσο το δυνατόν περισσότερους μεγιστάνες καθιέρωσαν τη χορήγηση κυπριακής υπηκοότητας σε όσους επένδυαν στο νησί και το χρησιμοποιούσαν ως μόνιμη κατοικία. Σταδιακά έκαναν την εμφάνισή τους και τα πρώτα υποκαταστήματα ρωσικών τραπεζών από όπου μέσω φορολογικά ελεγχόμενων συναλλαγών τα χρήματα περνούσαν απευθείας στην Ελβετία, στη Σιγκαπούρη ή στο Μπελίζ.
Παροικία
Βαθμιαία μαζί με τις υπεράκτιες εταιρείες ρωσικών συμφερόντων με έδρα τη Λευκωσία και τη Λεμεσό και σε συνδυασμό με τους χαμηλούς εταιρικούς φόρους και τις ευκολίες για να κάνουν μπίζνες σε όλο τον κόσμο, έχοντας πλήρη και έμπιστη κάλυψη, άρχισαν να εγκαθίστανται στο νησί και Ρώσοι πολίτες. Εφτιαξαν σπίτια, οικοδόμησαν εκκλησίες, κυκλοφόρησαν στη γλώσσα τους εφημερίδες, πήραν ραδιοφωνικές συχνότητες, κάποιοι ενσωματώθηκαν με τον ντόπιο πληθυσμό και περηφανεύονταν ότι η Κύπρος ήταν δεύτερη πατρίδα τους. Το χρήμα έρρεε, απλωνόταν χωρίς ελαττώματα και ευπάθειες. Ανοιξαν νέα πολυτελή μαγαζιά διασκέδασης, έγιναν ακριβές ποδοσφαιρικές μεταγραφές, πλάκωσαν αλλοδαπές ακριβοπληρωμένες «βίζιτες», πύκνωσαν και οι επισκέψεις του ρωσικού στόλου με παρελάσεις πεζοναυτών, καθώς και η πασαρέλα μοντέλων, τραγουδιστριών και ηθοποιών από την Ελλάδα. Ολα έμοιαζαν όμορφα, ξένοιαστα, σχεδόν ευφορικά και κυρίως αποδοτικά. Ωσπου έσκασε η φούσκα. Και το σύστημα που συνδύαζε offshore εταιρείες, παράνομες χρηματοδοτήσεις και πλυντήρια μαύρου χρήματος με κάτι τύπους που ζούσαν κάθε μέρα Χριστούγεννα σαν να είναι χλιδάτοι Αϊ-Βασίληδες, σμπαράλιασε.
Στα μεγάλα χρηματοπιστωτικά και δικηγορικά γραφεία της Λευκωσίας τα στελέχη τους δείχνουν να συμπεριφέρονται καθησυχαστικά μετά το πρώτο σοκ. Ωστόσο, σε αυτόν τον τερπνό και ταυτόχρονα μαρτυρικό τόπο, αν ξύσει κανείς ελαφρά αυτές τις δήθεν άνετες φιγούρες, θα δει να φουντώνει ένας υποδόριος φόβος. Κι ας λένε ότι η ρωσική αφρόκρεμα είχε έγκαιρα προειδοποιηθεί για τις δυσάρεστες εξελίξεις, ότι και καλά δεν ξαφνιάστηκε και μάζεψε τις καταθέσεις της αφήνοντας πίσω μόνο κάτι ψιλά. Η ντόπια πιάτσα, αντίθετα, βοά ότι οι περιβόητες σημαντικές ρωσικές εκροές από τις τράπεζες τις εβδομάδες που προηγήθηκαν της Καθαρής Δευτέρας είναι παραμύθι. Λένε ακόμα ότι οι ειρωνικές δηλώσεις του μεγιστάνα Αλεξάντερ Λεμπέντεφ -«ναι, καταστράφηκα. Εχασα στην Κύπρο 10.000 δολάρια!»- είναι άλλοθι της απρονοησίας και της ξεροκεφαλιάς του. Το ίδιο ισχυρίζονται για τον ολιγάρχη των μεταλλευμάτων Ιγκόρ Ζιούζιν, που πέταξε με τις κλοτσιές έξω από το γραφείο του τον δημοσιογράφο που τον ρώτησε αν έχασε λεφτά στην Κύπρο. «Αλλος ένας αγέρωχος χοντροκέφαλος Ρώσος», λένε οι κάτοικοι εντός των πέτρινων ενετικών τειχών που περικλείουν την παλιά πόλη της Λευκωσίας, «που πίστευε στην παλιά ρωσική παροιμία ότι τα λεφτά δεν φυλακίζονται ποτέ». Ωστόσο, τα λεφτά, όπως αποδείχτηκε, στην Κύπρο λεηλατούνται με την ψιλή. Ομως λεφτά που προέρχονται από εκβιασμούς, εμπόριο όπλων και ναρκωτικών, έλεγχο της νύχτας, διακίνηση μεταναστών, οργάνωση διαρρήξεων και ληστειών δεν χαραμίζονται εύκολα με διοικητικές αποφάσεις. Απαιτούνται πίσω και όσοι τους τα αρνηθούν τιμωρούνται. Γι’ αυτό και μερικοί ανήσυχοι ή υποψιασμένοι ντόπιοι διπλοκλειδώνονται τα βράδια στα σπίτια τους. «Γιατί ποτέ δεν ξέρεις αν κάποιος μοβόρος μαφιόζος θέλει να πάρει ρεβάνς με αίμα για τα σπασμένα του».
Εκκλήσεις στα ρώσικα
«Αδέλφια, μη μας προδώσετε»
Το δυστύχημα είναι ότι παρά τις τεράστιες πινακίδες με τη ρωσική σημαία που εμφανίστηκαν πρόσφατα στους δρόμους της Κύπρου, με την παράκληση «не предайте нас братья» («Αδέλφια, μη μας προδώσετε»), οι Ρώσοι νιώθουν βαθιά και βαριά προδομένοι. Και με την αινιγματική απέναντι στις οδύνες και το πένθος ρωσική ψυχή δεν καλαμπουρίζει κανείς. Ειδικότερα όταν αυτή, ευαίσθητη στην αδικία, έχει επιδοθεί με ενάργεια στο έργο «Εγκλημα και Τιμωρία»....
protothema.gr.
Το ξενοδοχείο κοντά στην περιοχή του Αγίου Τύχωνα δεν ήταν από τα πολύ καινούρια, ούτε από τα υπερπολυτελή, ξεχώριζε όμως για τη θέα του προς τη θάλασσα. Από τον δρόμο θα μπορούσε κανείς να το προσπεράσει δίχως να το προσέξει. Οχι όμως εκείνοι που...
το επισκέπτονταν τακτικά, έστω για λίγο, αλλά για πολύ σοβαρούς λόγους. Εξάλλου, ο επίσης απαρατήρητος άνδρας που εκείνο το ανοιξιάτικο πρωινό της Τρίτης 19 Μαρτίου έφτασε στο κλεισμένο και πληρωμένο προκαταβολικά δωμάτιο των πάνω ορόφων, όπως και τις προηγούμενες φορές, δεν είχε έρθει για διακοπές.
Τελευταία φορά που είχε «τυχαία» εμφανιστεί στο νησί ήταν τον περασμένο Ιανουάριο, όταν επίσης συμπτωματικά οι κυπριακές αρχές έδωσαν τότε το πράσινο φως για την αναχώρηση ενός ρωσικού πλοίου με σημαία Αγίου Βικεντίου, από το λιμάνι της Λεμεσού, το οποίο μετέφερε 60 τόνους με πυρομαχικά για πυροβόλα, καλάσνικοφ και αντιαρματικά όπλα, τα οποία είχαν προορισμό τη Συρία.
ΕΑυτή τη φορά ωστόσο η επίσκεψή του ήταν πολύ πιο επείγουσα. Με την είσοδό του στο δωμάτιο χαλάρωσε τη γραβάτα του, έσπρωξε στην άκρη το μεγάλο κρεβάτι, τράβηξε τις κουρτίνες, έβγαλε από την κομψή βαλίτσα του κάποια ντοσιέ, μερικά σημειωματάρια και ένα λάπτοπ. Μίλησε ελάχιστα αλλά αυστηρά στα δύο κινητά του τηλέφωνα πρώτα σπαστά στα αγγλικά, μετά κομπιαστά στα ελληνικά και τέλος στα ρωσικά, με ίχνη αδιόρατης προφοράς που φανέρωνε ότι καμιά από τις τρεις δεν ήταν η μητρική του γλώσσα. Ισως Ουκρανός ή Αζέρος, μπορεί Γεωργιανός ή Τσετσένος, σίγουρα με τέσσερα-πέντε διαφορετικά διαβατήρια. Απ’ όπου κι αν ήταν, όμως, στις κινήσεις του διακρινόταν η ψυχρή αποφασιστικότητα ενός επαγγελματία.
Δεν έμοιαζε πάντως με βλοσυρό αξιωματικό της ρωσικής αντικατασκοπίας ή της αμείλικτης FSB, δεν κουβαλούσε άγαρμπα στο κορμί του τα κωδικοποιημένα τατουάζ της ξιπασμένης «κόκκινης» μαφίας, ούτε διέθετε το φινίρισμα των διαμεσολαβητών στην υπηρεσία των κακόγουστων μεγιστάνων ολιγαρχών. Ηταν ο αδίστακτος αγγελιαφόρος της τελευταίας καθοριστικής στιγμής. Αλλοι πριν απ’ αυτόν είχαν παζαρέψει προθεσμίες και χρονοδιαγράμματα, είχαν με αναίδεια πιέσει, εκβιάσει, εκφοβίσει. Αυτός όμως ήταν εκεί για να εξασφαλίσει το οριστικό πλεονέκτημα σε ένα ανοιχτό ακόμα παιχνίδι από το οποίο κρίνονταν δεκάδες δισεκατομμύρια. Ηταν παρών για να συμμορφώσει προς τις άνωθεν εντολές όσους επιφανείς ντόπιους λιγοψυχήσουν από τις πιέσεις άλλων. Και πριν δώσει το σήμα να ξεσπάσει η φρίκη. Εξυπηρετούσε, άλλωστε, τα συμφέροντα όλης εκείνης της σκοτεινής συνομοταξίας που κανείς δεν θα έπρεπε να εξοργίζει πάνω στη Γη, να τους περνάει για κορόιδα ή να τους πιάνει στον ύπνο.
Κοφτές εντολές
Αφού συμβουλεύτηκε σχολαστικά τους καταλόγους του δικτύου των πληροφοριών του, σήκωσε το τηλέφωνο του δωματίου και άρχισε τις τοπικές κλήσεις σε όλες τις καταχωρημένες «άκρες». Στην άλλη γραμμή σεβαστός αριθμός Ρώσων κατοίκων του νησιού με «κονέ» στην περιφέρεια, αλλά και στον πυρήνα της κυπριακής ελίτ, άκουγε πεντακάθαρα τις κοφτές εντολές του. Μόνιμη επωδός πριν κατεβάσει το ακουστικό η φράση: «Οι γυναίκες των απρόσεκτων μένουν χήρες και τα παιδιά τους ορφανά»! Χρέος δικό τους πλέον ήταν, χωρίς παρακάλια ή υπόνοιες απειλών, να βάλουν και αυτοί κυνικά το περίστροφο στον κρόταφο των Κύπριων ιθυνόντων. Εντρομοι ευυπόληπτοι συνταξιούχοι, φιλάνθρωποι και πιστοί ορθόδοξοι μεγαλοεπιχειρηματίες, εξειδικευμένοι τεχνίτες, στελέχη και υπάλληλοι χρηματοπιστωτικών, εφοπλιστικών, τουριστικών και οικοδομικών εταιρειών, άπαντες Ρώσοι εγκατεστημένοι στο νησί, άρχισαν να μεταδίδουν στους Κύπριους γνωστούς τους τα απειλητικά μηνύματα περί απόφασης δραστικών αντιποίνων χωρίς όρια από τους οργισμένους συμπατριώτες τους. Μικρός ο τόπος, συχνά τα νταραβέρια, τα «άπλυτα» του καθενός κρεμασμένα στα μπαλκόνια, ευάλωτες οι αντιστάσεις, χάρη στα ψυχικά και υλικά δεσίματα μισού αιώνα ρωσοκυπριακών σχέσεων - οι απειλές έπιασαν τόπο.
Την ίδια ώρα που οι τρομοκρατικές φήμες οργίαζαν στο παρασκήνιο, οι πιο εύποροι Ρώσοι του νησιού φόρτωναν τις οικογένειές τους στα λίαρ τζετ τους για προσωρινή μετεγκατάσταση. Ταυτόχρονα, πιο ωμοί και κτηνώδεις οι Ρώσοι «νονοί» και οι μπράβοι τους, μέσω αδιευκρίνιστων καναλιών, διεμήνυαν προς τους άναυδους τραπεζίτες και δικηγόρους, αποσβολωμένους δημόσιους λειτουργούς και λαϊκούς αντιπροσώπους, μέχρι και σε έκπληκτα μέλη του Υπουργικού Συμβουλίου, την απειλή: «Ή τα λεφτά μας ακέραια ή κρεμασμένοι, γδαρμένοι και καμένοι εσείς και οι οικογένειές σας»! Μέσα στη σύγχυση και τον αναβρασμό, μερικά τρομοκρατημένα golden boys του τραπεζικού λόμπι και των μεγάλων δικηγορικών γραφείων διέδιδαν ότι τα αυτοκίνητά τους είχαν υποστεί σοβαρές ζημιές από καυστικό υγρό το όποιο έριξαν άγνωστοι. Αλλοι ισχυρίζονταν ότι είχαν πέσει στην αντίληψή τους παρακολουθήσεις και λοιπές ύποπτες εις βάρος τους κινήσεις. Μέσα από άναρθρες κραυγές και εξωφρενικούς ψιθύρους, ο πανικός ανέσυρε ακραίες υποψίες και θεωρίες συνωμοσίας ότι Ρώσοι μαφιόζοι, Αραβες μουτζαχεντίν και μυστικές υπηρεσίες είχαν στοχοποιήσει πολιτικά εκτεθειμένα πρόσωπα και ανώτατα τραπεζικά στελέχη.
«Λιμασολγκράντ»
Λίγο πριν δύσει ο ήλιος το άτυπο τελεσίγραφο είχε επιδοθεί και ο μυστήριος ταξιδιώτης είχε πάρει τις διαβεβαιώσεις του για το επικείμενο σάλπισμα υποχώρησης. Κατάστρεψε το χαρτομάνι, έσβησε τη μνήμη του φορητού υπολογιστή και αποχαιρέτησε άρον άρον το ίδιο βράδυ τη Λεμεσό. Η «Λιμασολγκράντ», όπως χαϊδευτικά αποκαλούσε την πόλη των άνω των 50.000 μόνιμων Ρώσων κατοίκων, είχε μάλλον ξεμπερδέψει. Ηταν βέβαιος ότι στις βίλες της Γερμασόγειας, στους Καλόγηρους ή στην Παρεκκλησιά το πλούσιο «ξανθό γένος» της περιοχής θα έκανε έναν ασφαλή ύπνο με τις καταθέσεις του «ακούρευτες». Το ίδιο ήσυχοι θα έπρεπε να αισθάνονται οι βογιάροι του βρόμικου χρήματος οπουδήποτε, είτε στην Αγία Πετρούπολη, είτε στο Λονδίνο, την Ελβετία, τις Μπαχάμες, το Νιου Τζέρσι. Ολα ήταν υπό έλεγχο, όλα έβαιναν καλώς.
Κατά τη διάρκεια της πτήσης του από Λάρνακα προς Μόσχα, στη Λευκωσία, η ολομέλεια της Κυπριακής Βουλής αρνήθηκε το σχέδιο του «κουρέματος» των κυπριακών καταθέσεων που είχε αποφασίσει το Eurogroup. Αν το γνώριζε εκείνη τη στιγμή, η ψυχή του θα ήθελε να πετάξει λίγο ψηλότερα από το αεροπλάνο για να συναντήσει τη θεία χάρη. Ατυχώς γι’ αυτόν, η αποστολή του σκάλωσε και ο ίδιος προσγειώθηκε ανώμαλα σε ένα δαιμονικό τοπίο. Ισως ήταν λιγότερο υπομονετικός και βίαιος απ’ όσο απαιτούσε η περίσταση. Ωστόσο εκείνη τη μέρα η Μόσχα και η Λευκωσία διαπραγματεύονταν επισήμως σενάρια βοήθειας για αποτροπή του «κουρέματος». Οι εξελίξεις απέδειξαν ότι η δική του προσπάθεια είχε αποβεί μάταιη. Αλλά οι απειλές εξακολουθούσαν να ισχύουν.
Ενας συνάδελφός του στο Λονδίνο, πάντως, τα είχε πάει πολύ καλύτερα για την ίδια υπόθεση. Απαλλαγμένος από ομοδοξίες, φιλίες και διπλωματικά πόκερ με σλόγκαν «πρώτα το πορτοφόλι», πήρε τους «γορίλες» του και μαζί έχωσαν τα «Mακάροφ» κάτω από τα πιγούνια των τραπεζιτών των κυπριακών υποκαταστημάτων στην αγγλική πρωτεύουσα. Και απ’ ό,τι λέγεται, κάποιοι Ρώσοι μεγαλοκαταθέτες απέσπασαν πάνω από 120 εκατ. ευρώ από τη Λαϊκή, την ώρα που στην Κύπρο οι τράπεζες ήταν κλειστές. Για τις αναλήψεις από τις θυγατρικές στη Μόσχα δεν γινόταν φυσικά λόγος. Εκεί όλα δούλευαν ρολόι.
Ολα τα παραπάνω θα έμοιαζαν με κατασκοπευτικό θρίλερ, με νοσταλγικό άρωμα Ψυχρού Πολέμου, αν τις επόμενες μέρες του «κουρέματος» των καταθέσεων το νησί δεν σκεπαζόταν από μια καταπιεστική φοβέρα. Οι προειδοποιήσεις προς πάσα κατεύθυνση είναι σαφείς: «Κανείς δεν μπορεί να κλέβει χρήματα από τη ρωσική μαφία και απλά να εξαφανίζεται, κανείς δεν μπορεί να κάνει τον χαζό και να μην τιμωρείται». Η πικρή αλήθεια είναι ότι, αν η ρωσική μαφία δεν επιδείξει τιμωρητική αυστηρότητα και πυγμή, κανείς στον κόσμο δεν θα την παίρνει πλέον στα σοβαρά. Θα τη θεωρούν «κότα» που την ξαφρίζουν ξεδιάντροπα με σημαδεμένη τράπουλα, χωρίς καν ένα «κακάρισμα». Ενα τέτοιο πλήγμα θα ήταν ολέθριο για το «κύρος» της στις «μπίζνες» όπου δραστηριοποιείται. Γιατί πίσω από τις αξιόπιστες και νομοταγείς επιχειρηματικές βιτρίνες της κρύβεται μαύρο χρήμα αποκτημένο από την παραοικονομία, το εμπόριο, κυρίως ναρκωτικών και όπλων, καθώς και τη σωματεμπορία.
Προς παραδειγματισμό
Το κακό, το οποίο και γνωρίζουν οι παραζαλισμένοι Κύπριοι τραπεζίτες, είναι ότι το ρωσικό οργανωμένο έγκλημα, η διαβόητη «Organizatsiya», δεν είναι απλά μια μονολιθική οργάνωση κακοποιών. Στα πλοκάμια της που απλώνονται σε όλο τον κόσμο είναι μπλεγμένοι διεφθαρμένοι βουλευτές της Δούμας, υπεράνω υποψίας αξιωματούχοι του Κρεμλίνου και σχεδόν όλοι οι διάσημοι Ρώσοι εκατομμυριούχοι ολιγάρχες.
Το χειρότερο, το οποίο και τρέμουν όσοι επιφανείς Κύπριοι είχαν χρηματικές δοσοληψίες μαζί της, είναι ότι η στυγνότητα των εγκλημάτων που διαπράττει προς παραδειγματισμό είναι πολύ πιο σκληρή σε σύγκριση με όλες τις υπόλοιπες γνωστές εγκληματικές οργανώσεις του κόσμου. Κανονικό λουτρό αίματος. Οι απεσταλμένοι εκτελεστές της εκτελούν υποδειγματικά μια μεγάλη γκάμα αποτρόπαιων συμβολαίων θανάτου. Από αθόρυβες εξαφανίσεις, απίθανα τροχαία δυστυχήματα και μυστηριώδεις δηλητηριάσεις των θυμάτων-στόχων της μέχρι απαγχονισμούς, στραγγαλισμούς, θραύσεις κρανίων. Χώρια οι αόρατοι σκοπευτές και οι εν ψυχρώ πυροβολισμοί. Οι δολοφονικές περιπτώσεις του Λιτβινένκο, της Πολιτκόφσκαγια, ίσως του Μπερεζόφσκι, ακόμα και των εμπλεκόμενων Ρώσων στελεχών στην προμήθεια των TOR-M1 σπέρνουν τον ζόφο στην Κύπρο.
Το ερώτημα που πλανάται πλέον στην έντρομη Μεγαλόνησο είναι αυτό που εκστομίζουν τα χείλη των φιλήσυχων πολιτών της: «Απ’ αυτούς βρήκαν να τα πάρουν;». Δυστυχώς ναι. Οταν οι ρωσικές καταθέσεις στην Κύπρο ξεπερνούν τα 21 δισ. ευρώ, το ένα τρίτο περίπου των συνολικών καταθέσεων, αναπόφευκτα το ψαλίδι θα κούρευε και από αυτές ένα σημαντικό κομμάτι. Το ζήτημα είναι ότι στην πλειονότητά τους δεν ανήκουν σε μόνιμους Ρώσους κατοίκους αλλά σε Ρώσους ολιγάρχες και μεγιστάνες, όπως αποκάλυψε το γερμανικό περιοδικό «Spiegel», επικαλούμενο απόρρητη έκθεση της γερμανικής ΚΥΠ. Η έξοδος αυτών των χρημάτων από την αχανή ρωσική γη προς το μικρό νησί της Μεσογείου ξεκίνησε πριν από 20 περίπου χρόνια και γιγαντώθηκε από τότε που η Κύπρος έγινε ισότιμο μέλος του σκληρού πυρήνα της ευρωζώνης. Την έξοδο κεφαλαίων των Ρώσων μεγιστάνων ακολούθησε και η ρωσική μαφία. Η μεταφορά γινόταν με αμοιβαία ωφέλεια. Οι Ρώσοι χρησιμοποίησαν το νησί ως διαμετακομιστικό κέντρο και ορμητήριο για μπίζνες σε όλη την Ευρώπη. Επωφελούνταν από τα υψηλά επιτόκια και μετέφεραν τα χρήματά τους από τη Ρωσία σε όποια χώρα γούσταραν χωρίς γραφειοκρατικές διαδικασίες, και, κυρίως, χωρίς κανείς να τους ρωτάει «από πού προήλθαν τα λεφτά» και «για πού προορίζονται».
Από την πλευρά τους, η κυπριακή οικονομία έγραφε εντυπωσιακές επιδόσεις, το τραπεζικό της σύστημα διογκωνόταν συνεχώς με τον κατακλυσμό ρωσικών κεφαλαίων, ενώ οι κυβερνήσεις της για να προσελκύσουν όσο το δυνατόν περισσότερους μεγιστάνες καθιέρωσαν τη χορήγηση κυπριακής υπηκοότητας σε όσους επένδυαν στο νησί και το χρησιμοποιούσαν ως μόνιμη κατοικία. Σταδιακά έκαναν την εμφάνισή τους και τα πρώτα υποκαταστήματα ρωσικών τραπεζών από όπου μέσω φορολογικά ελεγχόμενων συναλλαγών τα χρήματα περνούσαν απευθείας στην Ελβετία, στη Σιγκαπούρη ή στο Μπελίζ.
Παροικία
Βαθμιαία μαζί με τις υπεράκτιες εταιρείες ρωσικών συμφερόντων με έδρα τη Λευκωσία και τη Λεμεσό και σε συνδυασμό με τους χαμηλούς εταιρικούς φόρους και τις ευκολίες για να κάνουν μπίζνες σε όλο τον κόσμο, έχοντας πλήρη και έμπιστη κάλυψη, άρχισαν να εγκαθίστανται στο νησί και Ρώσοι πολίτες. Εφτιαξαν σπίτια, οικοδόμησαν εκκλησίες, κυκλοφόρησαν στη γλώσσα τους εφημερίδες, πήραν ραδιοφωνικές συχνότητες, κάποιοι ενσωματώθηκαν με τον ντόπιο πληθυσμό και περηφανεύονταν ότι η Κύπρος ήταν δεύτερη πατρίδα τους. Το χρήμα έρρεε, απλωνόταν χωρίς ελαττώματα και ευπάθειες. Ανοιξαν νέα πολυτελή μαγαζιά διασκέδασης, έγιναν ακριβές ποδοσφαιρικές μεταγραφές, πλάκωσαν αλλοδαπές ακριβοπληρωμένες «βίζιτες», πύκνωσαν και οι επισκέψεις του ρωσικού στόλου με παρελάσεις πεζοναυτών, καθώς και η πασαρέλα μοντέλων, τραγουδιστριών και ηθοποιών από την Ελλάδα. Ολα έμοιαζαν όμορφα, ξένοιαστα, σχεδόν ευφορικά και κυρίως αποδοτικά. Ωσπου έσκασε η φούσκα. Και το σύστημα που συνδύαζε offshore εταιρείες, παράνομες χρηματοδοτήσεις και πλυντήρια μαύρου χρήματος με κάτι τύπους που ζούσαν κάθε μέρα Χριστούγεννα σαν να είναι χλιδάτοι Αϊ-Βασίληδες, σμπαράλιασε.
Στα μεγάλα χρηματοπιστωτικά και δικηγορικά γραφεία της Λευκωσίας τα στελέχη τους δείχνουν να συμπεριφέρονται καθησυχαστικά μετά το πρώτο σοκ. Ωστόσο, σε αυτόν τον τερπνό και ταυτόχρονα μαρτυρικό τόπο, αν ξύσει κανείς ελαφρά αυτές τις δήθεν άνετες φιγούρες, θα δει να φουντώνει ένας υποδόριος φόβος. Κι ας λένε ότι η ρωσική αφρόκρεμα είχε έγκαιρα προειδοποιηθεί για τις δυσάρεστες εξελίξεις, ότι και καλά δεν ξαφνιάστηκε και μάζεψε τις καταθέσεις της αφήνοντας πίσω μόνο κάτι ψιλά. Η ντόπια πιάτσα, αντίθετα, βοά ότι οι περιβόητες σημαντικές ρωσικές εκροές από τις τράπεζες τις εβδομάδες που προηγήθηκαν της Καθαρής Δευτέρας είναι παραμύθι. Λένε ακόμα ότι οι ειρωνικές δηλώσεις του μεγιστάνα Αλεξάντερ Λεμπέντεφ -«ναι, καταστράφηκα. Εχασα στην Κύπρο 10.000 δολάρια!»- είναι άλλοθι της απρονοησίας και της ξεροκεφαλιάς του. Το ίδιο ισχυρίζονται για τον ολιγάρχη των μεταλλευμάτων Ιγκόρ Ζιούζιν, που πέταξε με τις κλοτσιές έξω από το γραφείο του τον δημοσιογράφο που τον ρώτησε αν έχασε λεφτά στην Κύπρο. «Αλλος ένας αγέρωχος χοντροκέφαλος Ρώσος», λένε οι κάτοικοι εντός των πέτρινων ενετικών τειχών που περικλείουν την παλιά πόλη της Λευκωσίας, «που πίστευε στην παλιά ρωσική παροιμία ότι τα λεφτά δεν φυλακίζονται ποτέ». Ωστόσο, τα λεφτά, όπως αποδείχτηκε, στην Κύπρο λεηλατούνται με την ψιλή. Ομως λεφτά που προέρχονται από εκβιασμούς, εμπόριο όπλων και ναρκωτικών, έλεγχο της νύχτας, διακίνηση μεταναστών, οργάνωση διαρρήξεων και ληστειών δεν χαραμίζονται εύκολα με διοικητικές αποφάσεις. Απαιτούνται πίσω και όσοι τους τα αρνηθούν τιμωρούνται. Γι’ αυτό και μερικοί ανήσυχοι ή υποψιασμένοι ντόπιοι διπλοκλειδώνονται τα βράδια στα σπίτια τους. «Γιατί ποτέ δεν ξέρεις αν κάποιος μοβόρος μαφιόζος θέλει να πάρει ρεβάνς με αίμα για τα σπασμένα του».
Εκκλήσεις στα ρώσικα
«Αδέλφια, μη μας προδώσετε»
Το δυστύχημα είναι ότι παρά τις τεράστιες πινακίδες με τη ρωσική σημαία που εμφανίστηκαν πρόσφατα στους δρόμους της Κύπρου, με την παράκληση «не предайте нас братья» («Αδέλφια, μη μας προδώσετε»), οι Ρώσοι νιώθουν βαθιά και βαριά προδομένοι. Και με την αινιγματική απέναντι στις οδύνες και το πένθος ρωσική ψυχή δεν καλαμπουρίζει κανείς. Ειδικότερα όταν αυτή, ευαίσθητη στην αδικία, έχει επιδοθεί με ενάργεια στο έργο «Εγκλημα και Τιμωρία»....
protothema.gr.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου