Η εσωστρέφεια διαδέχεται την περίοδο της θεαματικής διεύρυνσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η ΕΕ, αν και εκτιμάται ότι θα ξεπεράσει την κρίση περί του 2020, δεν έχει ξεκάθαρους στρατηγικούς στόχους, ενώ μεγάλο «αγκάθι» παραμένει η ένταξη της Τουρκίας.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν έχει ξεκαθαρίσει ποιος θα είναι ο δρόμος που θα ακολουθήσει. Στην πραγματικότητα, οι μελλοντικοί στόχοι για το πώς θα μετεξελιχθεί η Ευρώπη και τι μορφή θα πάρουν οι ευρωπαϊκές δομές, και τα όργανα που την αποτελούν, δεν είναι παρά «σχέδια επί χάρτου». Πολύ περισσότερο, θα ενισχύονται όλα αυτά, από τη στιγμή που αυξάνονται «άγνωστες μεταβλητές».
Τα επόμενα δέκα χρόνια, το πιθανότερο είναι ότι η ΕΕ θα εντάξει ως μέλη της όλες τις χώρες των Δυτικών Βαλκανίων, με εξαίρεση τη Βοσνία - Ερζεγοβίνη, την Αλβανία, και το Κοσσυφοπέδιο, αν και τα δύο πρώτα κράτη θα γίνουν κάποια στιγμή, στο μέλλον, μέλη της. Στην ΕΕ θα ενταχθεί και η Ισλανδία. Μια ξεχωριστή περίπτωση είναι η Τουρκία.
Η περίπτωση της Τουρκίας
Διαβάστε επίσης:
Ωστόσο, στην περίπτωση που η διαδικασία ένταξης δεν ολοκληρωθεί στη νέα δεκαετία, τότε θα έχουμε αλλαγές στη γεωπολιτική ισορροπία της Γηραιάς Ηπείρου και παγκοσμίως. Κάτι που θα επηρεάσει και την τακτική της Τουρκίας απέναντι στην Ευρώπη. Και αυτές δεν θα είναι προς όφελος της Ευρώπης. Η μετατροπή της Τουρκίας σε μια ολοκληρωμένη περιφερειακή δύναμη, θα οδηγήσει στην άσκηση αυτόνομης πολιτικής από την Άγκυρα και όχι στη μεταφορά μέρους της κυριαρχίας της στις Βρυξέλλες.
Διάλυση του κοινωνικού μοντέλου
Σήμερα, μπορούμε να προβλέψουμε –με πολύ μεγάλη πιθανότητα να πέσουμε μέσα- ότι μέχρι το τέλος της τρέχουσας δεκαετίας, η ΕΕ θα κατευθύνει τις σημαντικότερες δυνάμεις της στην επίλυση των εσωτερικών προβλημάτων της και θα συνεχίσει να βρίσκεται στη ζώνη υψηλών οικονομικών, κοινωνικών και πολιτικών κινδύνων. Στην Ευρώπη περιμένουμε μια οδυνηρή αναπροσαρμογή του κοινωνικού της μοντέλου. Χωρίς αύξηση της ανταγωνιστικότητας, άλλωστε, δεν θα έχει καμία πιθανότητα να σταθεί στις κορυφαίες θέσεις της παγκόσμιας οικονομίας τον 21ο αιώνα.
Με βάση τη σημερινή πραγματικότητα, είναι δύσκολο να προβλεφθεί εάν το ένα ή το άλλο κράτος θα βγεί από την Ευρωζώνη και θα επιστρέψει σε εθνικά νομίσματα. Εξάλλου, δεν υπάρχουν μηχανισμοί εξόδου από την Ευρωζώνη, ενώ οι αρνητικές επιπτώσεις και οι απρόβλεπτες συνέπειες μιας τέτοιας εξέλιξης, υπερτερούν των θετικών προσδοκιών τόσο για τα κράτη-μέλη, όσο και για την ομάδα κρατών ως σύνολο.
Η Δυτική Ευρώπη και το «κοινωνικό κράτος πρόνοιας» περνούν δύσκολες στιγμές. Μάλλον, όμως, δεν θα ξεφύγει από το αγγλοσαξονικό μοντέλο ανάπτυξης, στην αμερικανική εκδοχή του, και θα γίνει λιγότερο γενναιόδωρο. Σε γενικές γραμμές πάντως, εκτιμάται ότι θα διατηρηθεί. Σήμερα, επίσης, το πρόβλημα του «ελλείμματος δημοκρατίας» έχει διογκωθεί σε τέτοιο βαθμό, που χωρίς την επίλυσή του η σταθεροποίηση της κατάστασης στην ΕΕ θα είναι αδύνατη. Μπορούμε να προβλέψουμε, λοιπόν, μια περαιτέρω επιστροφή προς τον εκδημοκρατισμό της ΕΕ, η οποία ήταν αρχικά δεν αποτελούσε παρά έναν σχεδιασμό των πολιτικών ελίτ.
Ενιαία ευρωπαϊκά κόμματα και ευρωομόλογα
Στο μεταξύ, θα συνεχίσει να ενισχύεται ο ρόλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Το 2020 είναι πιθανό να έχει ξεκινήσει η διαδικασία δημιουργίας πανευρωπαϊκών πολιτικών κομμάτων. Ακόμα, η διαδικασία της ευρωπαϊκής νομισματικής, χρηματοπιστωτικής και δημοσιονομικής ολοκλήρωσης, θα συνεχιστεί με εντατικούς ρυθμούς. Η ΕΕ θα προχωρήσει, κατά πάσα πιθανότητα μέσα στα αμέσως επόμενα χρόνια, στην έκδοση ευρωομολόγων.
Έτσι, μετά από ένα αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα διεύρυνσης, έρχεται η περίοδος εμβάθυνσης της διαδικασίας ολοκλήρωσης της ΕΕ και η ενιαιοποίηση της. Η ΕΕ, βρίσκεται στο κατώφλι μιας δεύτερης «επανεκκίνησης». Η ανάπτυξη της χρηματοπιστωτικής και οικονομικής ολοκλήρωσης παρασύρει μαζί της και την πολιτική ολοκλήρωση.
Οι σχέσεις Ρωσίας – ΕΕ
Σχετικά:
Για τη Ρωσία, αυτή η κατάσταση έχει υπέρ και κατά. Η εμφάνιση της ΕΕ σαν ένας πιο ενοποιημένος διεθνής παίκτης, είναι ένας θετικός παράγοντας για τη Μόσχα, εκεί που τα συμφέροντα και των δυο πλευρών συμπίπτουν. Για παράδειγμα, στο σημείο που αφορά στον κεντρικό ρόλο που θα πρέπει να έχει ο ΟΗΕ στις διεθνείς σχέσεις. Ωστόσο, όταν τα συμφέροντα αποκλίνουν, π.χ. στο θέμα της Ανατολικο-ευρωπαϊκής εταιρικής σχέσης της ΕΕ, στις συγκρούσεις στον μετασοβιετικόχώρο, στην επιρροή πάνω στις αναπτυξιακές διαδικασίες των κρατών της Κεντρικής Ασίας, η κατάσταση για τη Ρωσία θα δυσκολεύει. Θα είναι πιο δύσκολο να βασίζεται, όπως παλαιότερα, στις προνομιακές σχέσεις που είχε ορισμένες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες.
Σε γενικές γραμμές, ο χώρος των ελιγμών στις διεθνείς σχέσεις με την ΕΕ θα περιοριστεί για τη Μόσχα. Σε αυτή την τάση περιλαμβάνεται και ο ενεργειακός τομέας (κυρίως οι εξαγωγές πετρελαίου και φυσικού αερίου). Ιδίως μετά την ολοκλήρωση της επεξεργασίας και της κατάρτισης από τα κράτη-μέλη ενός στρατηγικού πλαισίου με ορίζοντα το 2030 σχετικά με την κοινή ευρωπαϊκή ενεργειακή πολιτική. Στο πλαίσιο αυτό, κρίνεται σκόπιμο να ενταθούν οι προσπάθειες για τη δημιουργία μόνιμων μηχανισμών για τον συντονισμό και την εναρμόνιση των συμφερόντων των δύο πλευρών.
Ο Αλεξέι Γκρομίκο, είναι αναπληρωτής διευθυντής του Ινστιτούτου Ευρώπης της Ρωσικής Ακαδημίας Επιστημών, επικεφαλής του Κέντρου Βρετανικών Σπουδών και μέλος του Ρωσικού Συμβουλίου Διεθνών Υποθέσεων.
Το πρωτότυπο άρθρο βρίσκεται στο russiancouncil.ru.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου