Από την ιστορία είναι γνωστό ότι η αρχαία Ρωμαϊκή αυτοκρατορία, δηλαδή ένα είδος Ευρωπαϊκής Ένωσης της εποχής, καθώς μετέτρεπε τους υπηκόους της σε μαλθακούς υπόδουλους της πιο παρασιτικής και αδίστακτης άρχουσας τάξης που είχε γνωρίσει μέχρι τότε ο κόσμος άρχισε η κοινωνία στο σύνολό της να αποσαθρώνεται και να παρακμάζει σε βαθμό πρωτόγνωρο μέχρι τότε. Η προσωπική ικανότητα και παλικαριά, η αγάπη για τη λευτεριά και το δημοκρατικό ένστιχτο της μάζας που θεωρούσε όλες τις υποθέσεις της πολιτείας σαν δικές της και είχαν κάνει την παλιά Ρώμη μεγάλη, είχαν εξαφανιστεί παντελώς. Την θέση τους είχε πάρει ο παρασιτισμός σ’ όλο του το μεγαλείο και η κοινωνική ηθική του όχλου, που σαν συρφετός ζούσε από τις αγαθοεργίες, ή τους εμφυλίους των αρχόντων της αυτοκρατορικής Ρώμης.
Το βάρος του χρέους άρχισε να πέφτει βαρύ σαν σάβανο στα πλειβιακά στρώματα της αρχαίας Ρώμης από νωρίς. Όταν οι αδελφοί Γράκχοι και οι οπαδοί τους το 133 π.Χ. προσπάθησαν να «κουρέψουν» τα χρέη των πληβείων, η κυρίαρχη τάξη που έλεγχε την Σύγκλητο αντέδρασε με βία, δολοφονώντας, σφάζοντας και καίγοντας τους εχθρούς της σε ανοιχτό εμφύλιο πόλεμο. Η τελευταία οργανωμένη προσπάθεια για να απαλλαγούν οι πληβείοι από την μέγγενη του χρέους ήταν η αποκαλούμενη συνωμοσία του Κατιλίνα το 63-62 π.Χ.. Όποιος τολμούσε να μιλήσει έστω για διαγραφή χρεών τον έτρωγε το μαύρο σκοτάδι, ενώ τις αντιδράσεις των μαζών ακολοθούσαν πάντα σφαγές και πόλεμοι. Ο ρωμαίος ιστορικός Τάκιτος (56-120 μ.Χ.) γράφει στα Χρονικά (βιβλίο IV, 16): «Η κατάρα της τοκογλυφίας ήταν πράγματι από παλιά στη Ρώμη και συνιστούσε την πιο συχνή αιτία για στάση και διχόνοια…»
Έως τον 5ο αιώνα η οικονομία της Ρώμης είχε καταρρεύσει. Οι συχνές στάσεις και οι εμφύλιοι, καθώς και οι αμέτρητοι πεινασμένοι που συσσωρεύονταν στις πόλεις, έκαναν πολλούς να καταφύγουν στην ύπαιθρο. Όταν ο αριθμός των δούλων που δεν άφηναν φόρους στο αυτοκρατορικό κράτος πλήθυναν τόσο ώστε ο κρατικός κορβανάς να μην μπορεί να συλλέξει όσα χρειάζεται για να χρηματοδοτήσει τα λούσα, τον παρασιτισμό και τους πολέμους της αυτοκρατορικής κλίκας, τότε επινοήθηκε ένα νέο σύστημα δουλείας. Πρώτα απαγορεύτηκε το να πουλά κάποιος τον εαυτό του σαν δούλο κι έτσι πλήθυναν οι χρεώστες, οι οφειλέτες. Ο οφειλέτης πια δεμένος με τον δανειστή του, υποχρεωνόταν πολλές φορές να δουλέψει ένα κομμάτι γης που του το παραχωρούσε ο άρχοντας δανειστής του μέχρι να ξεχρεώσει.
Έτσι ο δούλος έγινε δουλοπάροικος που μπορούσε αφενός να φορολογηθεί και ταυτόχρονα η δουλειά η δικιά του, της οικογένειάς του και τα προϊόν της καθώς και η γη με την οποία ήταν δεμένος ανήκαν στον άρχοντα. Μέχρι να ξεχρεώσει. Όμως καθώς ο άρχοντας έλεγχε το χρέος, ο δουλοπάροικος ήταν βέβαιο ότι δεν μπορούσε ποτέ να ξεχρεώσει. Ούτε αυτός, ούτε τα παιδιά του, ούτε τα παιδιά των παιδιών του. Μ’ αυτό το καθεστώς, την δουλοπαροικία του χρέους, την πεονία όπως αποκαλείται, εισήλθε στο ιστορικό προσκήνιο η φεουδαρχία.
Ο παλιός ελεύθερος μικροκτηματίας και τεχνίτης, που κυριαρχούσε στον πληθυσμό της παλιάς δημοκρατικής Ρώμης, είχε αντικατασταθεί πια με τον υπόδουλο του κράτους και του άρχοντα, που τα έχει χάσει όλα, μαζί και τη θέληση για ζωή. Έχει μετατραπεί σε επαίτη των ισχυρών. Κι οι επαίτες δεν ασκούν ούτε διεκδικούν δικαιώματα, επιβιώνουν απλά κατά παραχώρηση του ισχυρού και της εξουσίας. Γι’ αυτό και οι πληθυσμοί που έχουν καταντήσει επαίτες στην ιστορία δεν ήταν ποτέ σε θέση για τίποτε καλύτερο εκτός από το να ξεσπούν σε λεηλασίες, σε αλληλοσφαγές και να υπηρετούν τυράννους.
Με την Ρωμαϊκή αυτοκρατορική κοινωνία στην πιο απόλυτη παρακμή, χωρίς να υπάρχουν διαθέσιμες κοινωνικές δυνάμεις που να μπορούν να δώσουν ζωή μέσα από την ανατροπή του χρεοκοπημένου καθεστώτος, δεν έμενε τίποτε άλλο εκτός από τις επιδρομές των βαρβαρικών ορδών. Ο Ένγκελς έγραφε εύστοχα: «Ότι ζωντανό και ζωογόνο έδωσαν οι Γερμανοί στον Ρωμαϊκό κόσμο ήταν βαρβαρικό. Είναι αλήθεια πώς μόνον οι βάρβαροι μπορούν να ξαναδώσουν ζωή σ’ έναν κόσμο που βρίσκεται στην αγκαλιά ενός πεθαμένου πολιτισμού.»
Πολλά χρόνια αργότερα ένας άλλος Γερμανός σοσιαλιστής, ο Πάουλ Λεντς, τόσο αριστερός όσο η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ σήμερα, δεν είχε πρόβλημα να επικαλεστεί τον Ένγκελς για να σταθεί υπέρμαχος του παγκόσμιου πολέμου που είχε προκαλέσει ο Γερμανός Κάιζερ, λέγοντας: «Μας αποκαλούν βαρβάρους! Πολύ καλά! Οι πρόγονοί μας ήταν ακόμη βάρβαροι, όταν προσέφεραν μια τεράστια υπηρεσία στην ανθρωπότητα συντρίβοντας την παγκόσμια Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία σε τεμάχια και ανοίγοντας μια διέξοδο για την ιστορική εξέλιξη, η οποία φαίνεται να είχε όλα παρασυρθεί σε αδιέξοδο, μια διέξοδος με παγκόσμια ιστορική σημασία. Και τι ήταν αυτό που επέτρεψε στην Γερμανική φυλή να εκτελέσει την αποστολή της στην παγκόσμια ιστορία; Τι τους έκανε ικανούς να δώσουν νέα ζωή στην Ευρώπη; Ήταν αυτό που ο Φρίντριχ Ένγκελς κάποτε διακήρυξε, αποκλειστικά η βαρβαρότητά τους!»
Αυτά γράφονταν καταμεσής του πρώτου παγκοσμίου πολέμου με όλη την βαρβαρότητά του στο απόγειό της. Και τα έγραφε ένας αριστερός, ένας σοσιαλδημοκράτης, πιστός – όπως τουλάχιστον έλεγε – μαθητής του Μαρξ και του ΄Ενγκελς. Εξέφραζε την κυρίαρχη προβληματική της ηγεσίας του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος της Γερμανίας εκείνη την εποχή, η οποία εκλάμβανε το παγκόσμιο πόλεμο ως μια μάχη για την επιβολή του παγκόσμιου πολιτισμού. Κι έτσι επέλεξαν πάρουν θέση υπέρ εκείνου που φάνταζε στα μάτια τους ως λιγότερο βάρβαρος στην επιβολή του πολιτισμού παγκόσμια.
Όμως στη διάρκεια του πολέμου με την βαρβαρότητα των αντιμαχομένων να ξεπερνά κάθε όριο κι από τις δυο μεριές των χαρακωμάτων, το παραμύθι άλλαξε. Η Γερμανία ήταν η αδικημένη και ο φορέας της παγκόσμιας επανάστασης, μιας και πολεμά εναντίον της κυρίαρχης παγκόσμιας αυτοκρατορίας, της Βρετανικής. Επομένως ακόμη και η βαρβαρότητα συγχωρείται από την μεριά των Γερμανών. Το παράξενο είναι ότι από μια σκοπιά είχαν δίκιο. Οι Γερμανοί μπόρεσαν στις πιο κρίσιμες στιγμές της παγκόσμιας ιστορίας να εκβιάσουν τις παγκόσμιες εξελίξεις με σχεδόν αποκλειστικό μέσο την πιο απροκάλυπτη βαρβαρότητά τους. Αυτό δεν έγινε και με τον Γερμανικό ναζισμό; Αυτό δεν γίνεται και σήμερα;
Η Ευρωπαϊκή Ένωση και κυρίως η ευρωζώνη καθώς μετεξελίσσεται σε Ευρωπαϊκή Ομοσπονδία σε συνθήκες μιας πρωτοφανούς κρίσης, ζει ημέρες ανάλογες με εκείνες της τελευταίας Ρώμης. Η τρομακτική παρακμή που σκεπάζει σαν τέφρα τα πάντα σκοτώνει ότι ζωντανό υπάρχει ακόμη στις ανεπτυγμένες κοινωνίες των κρατών μελών. Το πρόβλημα δεν είναι απλά οι πολιτικές που εφαρμόζονται, αλλά η αποπνικτική ατμόσφαιρα όπου τα πάντα αποφασίζονται κάπου μακριά, απρόσιτα, με τους λαούς να χάνουν ακόμη και την θέληση για να ζήσουν. Αν δεν έχουν μετατραπεί, σίγουρα μετατρέπονται σε υπεξούσιους, σε άθλιους υπηκόους, ικανούς μόνο για επαιτεία.
Η απολυταρχία που έχει εγκαθιδρυθεί στην Ευρώπη μόνο με την παρακμιακή Ρώμη μπορεί να συγκριθεί ιστορικά. Ενώ οι ευρωπαϊκοί λαοί χάνουν σιγά-σιγά την ταυτότητά τους, τις ρίζες και την ιστορία τους για να μετατραπούν σε άθλιες σκιές του μακρινού εαυτού τους, σε ομοιόμορφα κλισέ καταναλωτών και πολιτών της αγοράς ικανούς μόνο για να επιβιώνουν σ’ έναν εικονικό κόσμο που δημιουργεί σχεδόν αποκλειστικά το μάρκετινγκ των εταιρειών και της απόκοσμης υπερεθνικής εξουσίας.
Η εθνική μειοδοσία, η εσχάτη προδοσία, ο δοσιλογισμός που κάποτε οι λαοί, τα έθνη και τα κράτη θεωρούσαν ως υπέρτατο αμάρτημα, σήμερα θεωρείται τόσο κοινή πρακτική που κανέναν δεν απασχολεί σε δεξιά και αριστερά. Πρόκειται για το αναγκαίο προϊόν της κατάλυσης του έθνους κράτους και της επιβολής μιας δοτής «διεθνοποίησης» που στην πράξη και στην ιδεολογία της ταυτίζεται με την επικράτηση των ανοιχτών συνόρων, των ανοιχτών αγορών και των ανοιχτών κοινωνιών στην ασυδοσία του κεφαλαίου σε παγκόσμιο επίπεδο. Τα πάντα έχουν πια την ανταλλακτική τους αξία στον κόσμο των κεφαλαιαγορών, ακόμη και η προσωπική τιμή μαζί με την αξιοπρέπεια. Δεν υπάρχουν δικαιώματα και επομένως δεν υπάρχουν διεκδικήσεις. Ούτε ανάγκη για αγώνες. Υπάρχει μόνο ο νόμος της πυγμής και της ισχύος. Σ’ έναν κόσμο όπου δεν αναγνωρίζονται δικαιώματα στους λαούς, δεν αναγνωρίζεται το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης και της δημοκρατικής κυριαρχίας, τότε δεν έχει κανένα νόημα και η προδοσία. Αυτό που οι δωσίλογοι σήμερα εμφανίζουν ως στάση ευθύνης, οι δήθεν επαναστάτες αριστεροί δικαιολογούν με το γνωστό «είναι ο καπιταλισμός, ηλίθιε!»
Η αλήθεια όμως είναι πολύ πιο απλή. Και θα αφήσουμε να την διηγηθεί ένας μετρ εκείνης της πολιτικής και της ιδεολογίας που σήμερα συνεπαίρνει δεξιά και αριστερά, ο Αδόλφος Χίτλερ:
«Η ιστορία έχει αποδείξει ότι τα έθνη που καταθέσαν τα όπλα χωρίς να εξαναγκαστούν απόλυτα, προτιμούν κατόπι να δεχτούν τις χειρότερες ταπεινώσεις και να κάνουν τις πιο ταπεινωτικές υποχωρήσεις παρά να προσπαθήσουν ν’ αλλάξουν την τύχη τους με μια νέα προσφυγή στη βία. Αυτό εξηγείται ανθρώπινα. Ένας συνετός νικητής, όποτε είναι δυνατόν, δεν θα θελήσει να επιβάλλει τις αξιώσεις του στον ηττημένο παρά μόνο σε δόσεις. Μπορεί τότε να είναι σίγουρος ότι ένα έθνος το οποίο έχει χάσει τη δύναμη του χαρακτήρα του και τέτοιο είναι κάθε ένα που υποτάσσεται εθελοντικά, δεν πρόκειται να βρει κανένα επαρκή λόγο σε κάθε μία από αυτές τις λεπτομερείς καταπιέσεις ώστε να καταφύγει στα όπλα για μια ακόμη φορά. Έτσι, όσο περισσότερους εκβιασμούς κάνει με χαρά αποδεκτούς, τόσο λιγότερο φαίνεται δικαιολογημένη στα μάτια του λαού η προσπάθεια να υπερασπιστεί τον εαυτό του από μια νέα, προφανώς απομονωμένη, αν και πραγματικά διαρκώς επαναλαμβανόμενη, καταπίεση. Ειδικά όταν, μετά από μια ολόκληρη σειρά τέτοιων ενεργειών, τόσο περισσότερες και μεγαλύτερες δυστυχίες έχει υποφέρει ήσυχα και με ανεκτικότητα χωρίς να αντιδράσει. Η πτώση της Καρχηδόνας είναι η φρικτή εικόνα μιας τέτοιας αργής, αυτοεκπληρούμενης εκτέλεσης ενός έθνους. Κατά συνέπεια, Clausewitz, στο έργο του ‘Drei Bekenntnissen’, επίσης, ξεχωρίζει αυτή τη σκέψη με τον δικό του ασύγκριτο τρόπο και για πάντα, όταν λέει: «Η κηλίδα μιας δειλής υποταγής δεν πρόκειται ποτέ να εξαλειφθεί». Ότι αυτή η σταγόνα του δηλητηρίου στο αίμα ενός έθνους περνά στην αιωνιότητα και θα ακρωτηριάσει και θα αποδυναμώσει την θέληση των επόμενων γενεών. Ότι, σε σύγκριση με αυτό, «ακόμη και η εξαφάνιση της ελευθερίας μετά από έναν αιματηρό και έντιμο αγώνα εξασφαλίζει την αναγέννηση ενός έθνους και είναι ο σπόρος της ζωής από τον οποίο ένα νέο δέντρο κάποια μέρα θα αποκτήσει γρήγορα ρίζες ».
Φυσικά, ένα έθνος που έχει ατιμαστεί και έχει χάσει τη δύναμη χαρακτήρα του δεν νοιάζεται γι’ αυτό το είδος της διδασκαλίας. Μιας και όποιος την καλλιεργεί είναι σίγουρο ότι δεν μπορεί να βυθιστεί τόσο χαμηλά, ενώ καταρρέει μόνο αυτός που την ξεχνά, ή δεν θέλει πλέον να τη γνωρίζει. Έτσι, δεν πρέπει κανείς να αναμένει ότι οι εκπρόσωποι αυτής μικρόψυχης υποταγής θα μετανοήσουν ξαφνικά, προκειμένου, βάσει των δεδομένων και την ανθρώπινη εμπειρία, να ενεργήσουν διαφορετικά από ό,τι μέχρι σήμερα. Αντίθετα, αυτοί οι ίδιοι οι άνθρωποι θα κρατούν κάθε τέτοιο μάθημα σε απόσταση μέχρι το έθνος είτε μια για πάντα να εθιστεί στο ζυγό της δουλείας του, είτε μέχρις ότου να αναδειχθούν καλύτερες δυνάμεις στην επιφάνεια για να αρπάξουν την εξουσία από τα χέρια των κυβερνώντων αυτής της διαβόητης διαφθοράς. Στην πρώτη περίπτωση, αυτοί οι κυβερνώντες καταφέρνουν να μην αισθάνονται καθόλου άσχημα, αφού όχι σπάνια τους έχει ανατεθεί από τους νικητές το γραφείο επιστασίας των δούλων, που στη συνέχεια αυτοί οι αχαρακτήριστοι τύποι ασκούν πάνω στο δικό τους έθνος με μια σκληρότητα πολύ πιο ανελέητη από κάθε αλλοδαπό θηρίο που θα τοποθετούσε ο ίδιος ο εχθρός στην νικημένη χώρα.»
Φυσικά, ένα έθνος που έχει ατιμαστεί και έχει χάσει τη δύναμη χαρακτήρα του δεν νοιάζεται γι’ αυτό το είδος της διδασκαλίας. Μιας και όποιος την καλλιεργεί είναι σίγουρο ότι δεν μπορεί να βυθιστεί τόσο χαμηλά, ενώ καταρρέει μόνο αυτός που την ξεχνά, ή δεν θέλει πλέον να τη γνωρίζει. Έτσι, δεν πρέπει κανείς να αναμένει ότι οι εκπρόσωποι αυτής μικρόψυχης υποταγής θα μετανοήσουν ξαφνικά, προκειμένου, βάσει των δεδομένων και την ανθρώπινη εμπειρία, να ενεργήσουν διαφορετικά από ό,τι μέχρι σήμερα. Αντίθετα, αυτοί οι ίδιοι οι άνθρωποι θα κρατούν κάθε τέτοιο μάθημα σε απόσταση μέχρι το έθνος είτε μια για πάντα να εθιστεί στο ζυγό της δουλείας του, είτε μέχρις ότου να αναδειχθούν καλύτερες δυνάμεις στην επιφάνεια για να αρπάξουν την εξουσία από τα χέρια των κυβερνώντων αυτής της διαβόητης διαφθοράς. Στην πρώτη περίπτωση, αυτοί οι κυβερνώντες καταφέρνουν να μην αισθάνονται καθόλου άσχημα, αφού όχι σπάνια τους έχει ανατεθεί από τους νικητές το γραφείο επιστασίας των δούλων, που στη συνέχεια αυτοί οι αχαρακτήριστοι τύποι ασκούν πάνω στο δικό τους έθνος με μια σκληρότητα πολύ πιο ανελέητη από κάθε αλλοδαπό θηρίο που θα τοποθετούσε ο ίδιος ο εχθρός στην νικημένη χώρα.»
Πόσο διαφέρει επί της ουσίας η προβληματική του Τζουλιάνο Αμάτο, πρώην Ιταλού πρωθυπουργού και αντιπρόεδρου της Ευρωπαϊκής Συντακτικής Συνέλευσης, σε συνέντευξή του στη La Stampa (13 Ιουλίου 2000) όπου υπήρξε αποκαλυπτικός σχετικά με το χαρακτήρα της ΕΕ:
«Στην Ευρώπη χρειάζεται κανείς να δρα με το «σαν να» – σαν να είναι αυτό που επιδιώκεται κάτι πολύ λίγο, ώστε να αποσπαστούν πολλά, σαν να πρόκειται τα κράτη να παραμείνουν κυρίαρχα, ώστε να πειστούν να εγκαταλείψουν την κυριαρχία τους. Η Επιτροπή στις Βρυξέλλες, για παράδειγμα, θα πρέπει να δρα σαν να είναι κάποιο τεχνικό εργαλείο, ώστε να είναι σε θέση να λειτουργεί ως κυβέρνηση. Και ούτω καθεξής, με μεταμφίεση και απόκρυψη... Η κυριαρχία που χάνεται στο εθνικό επίπεδο δεν περνά σε κάποια νέα οντότητα. Παραδίδεται σε οντότητες δίχως πρόσωπο: το ΝΑΤΟ, τον ΟΗΕ και τελικά στην ΕΕ, η οποία βρίσκεται στην πρωτοπορία ενός κόσμου που αλλάζει, στοχεύοντας σ’ ένα μέλλον με πρίγκιπες δίχως κυριαρχία. Η νέα οντότητα είναι απρόσωπη και εκείνοι που έχουν τα ηνία στα χέρια τους δεν φαίνονται, ούτε εκλέγονται... Οι φεντεραλιστές εξακολουθούν να πιστεύουν ότι αφαιρώντας από τα έθνη κράτη την κυριαρχία τους, την μεταφέρουν σ’ ένα υψηλότερο επίπεδο. Αυτό είναι το λάθος τους. Η αλήθεια είναι ότι η μεταφορά της κυριαρχίας θα την κάνει να εξαερωθεί, να εξαφανιστεί. Στα πλαίσιά της δεν θα υπάρχουν πλέον εξατομικευμένες, ταυτοποιημένες κυριαρχίες. Στη θέση τους θα υπάρξουν ένα πλήθος από αρχές σε διάφορα επίπεδα συλλογικότητας, καθεμιά από τις οποίες θα βρίσκεται επικεφαλής διαφορετικών οργανωμένων συμφερόντων των ανθρώπων: επίπεδα που περιλαμβάνουν απροσδιόριστα πεδία εξουσίας τα οποία μοιράζονται με άλλες αρχές.»
Το χρέος σήμερα και οι άγριες πολιτικές προσαρμογής είναι οι βασικές μέθοδοι, αντί για το βούρδουλα, το καρότο και τον ανοιχτό πόλεμο, με τις οποίες επιχειρείται να επιβληθεί αυτή η λογική της εθελοντικής υποταγής των λαών. Πώς αλλιώς θα περάσουμε από την εποχή των λαϊκών, εργατικών και κοινωνικών κινημάτων που είχαν σαν αφετηρία τους την υπεράσπιση των δικαίων τους που πάντα έφεραν ιθαγένεια και πατρίδα, σε μια απρόσωπη κατάσταση πληθυσμών δουλοπαροίκων της αγοράς; Πώς αλλιώς θα μπορούσε κανείς θνητός να δεχθεί μια κυβέρνηση σαν την σημερινή, τυπική παραλλαγή των κυβερνήσεων που επιβάλλονται σ’ ολόκληρη την ΕΕ, η οποία απαρτίζεται από υποκείμενα που μπροστά τους ο ψυχασθενής δολοφόνος με το πριόνι είναι καρικατούρα;
«Θα ήμασταν σαν την Αίγυπτο, εάν χρεοκοπούσαμε και βγαίναμε από το ευρώ, όπως υποστήριζαν κάποιοι» τόνισε ο Στουρνάρας με τ’ όνομα, μετά το πέρας των διαπραγματεύσεων με την τρόικα αργά το βράδυ της Τετάρτης. Δηλαδή θα ήμασταν σαν τον λαό της Αιγύπτου που βρίσκεται στα κάγκελα και απαιτεί τα δικαιώματά του και την χώρα του, χωρίς να αποδέχεται όποιον του φορτώσουν στην καμπούρα οι ξένες δυνάμεις και η ντόπια ολιγαρχία.
Ναι κύριε Στουρνάρα, θα ήμασταν σαν την Αίγυπτο, αν χρεοκοπούσαμε και βγαίναμε από το ευρώ. Θα ήμασταν ένας περήφανος λαός που δεν φοβάται να υπερασπιστεί την πατρίδα του από τις ξένες δυνάμεις και τους ντόπιους υποτακτικούς τους. Και ναι, κύριε Στουρνάρα, είδες τι κάνει ένας λαός που έχει φρόνιμα, που σέβεται τον εαυτό του, όταν τον προδώσουν οι μουστερήδες που του αποσπούν την συγκατάθεση για να κυβερνήσουν, αλλά δεν εφαρμόζουν τις υποσχέσεις τους; Δεν χρειάστηκε παρά ένα παλλαϊκό σκίρτημα του λαού για να διαλυθεί η πανίσχυρη Αδελφότητα των Μουσουλμάνων και να ευθυγραμμιστεί ακόμη κι ο πλανητάρχης με τη θέληση του λαού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου