του Σάιρους Λ. Σουλτσμπέργκερ |
The Return of the Native (6/8/1974)
©New York Times
Είχα γράψει και στο παρελθόν πως ο Κωνσταντίνος Καραμανλής είναι ο μεγαλύτερος πολιτικός της Ελλάδας από την εποχή του Περικλή, αλλά κι ο χειρότερος πολιτικάντης της από την εποχή του Αλκιβιάδη. Εννοούσα πως ενώ είχε κυβερνήσει υποδειγματικά από το 1955 ως το 1963, μόλις έχασε την εξουσία, αντί να παραμείνει στη χώρα ως ηγέτης της κοινοβουλευτικής αντιπολίτευσης, έφυγε χολωμένος στο εξωτερικό. Ευτυχώς, ως προς το δεύτερο σκέλος η ανάλυσή μου απεδείχθη λανθασμένη: ο Καραμανλής κατόρθωσε να επιστρέψει στην ηγεσία.
Κατά τη διάρκεια της μακράς και πικρής περιόδου της αυτοεξορίας του, ο Καραμανλής συχνά έλεγε: «αρκεί να κάνεις ένα λάθος στη ζωή σου κι έχεις ξοφλήσει, αν δεν είσαι τυχερός». Αλλά τελικά, ήταν τυχερός· ήταν και πανούργος. Γνώριζε βλέπετε πως «είναι πολύ δύσκολο να ξεφορτωθείς μια χούντα. Μετά το Β' παγκόσμιο πόλεμο, αυτές έγιναν της μόδας σε πολλά μέρη του κόσμου. Μετά το 1945, τα μιλιταριστικά και χουντικά καθεστώτα εκπροσωπούν την υποχώρηση της ιδεολογίας εμπρός στην ωμή εξουσία»
Διατηρούσε -έστω χαλαρές- σχέσεις με τις διάφορες αντιδικτατορικές ομάδες εντός κι εκτός Ελλάδος, από τους αριστερούς ως τον βασιλιά, που ήταν επίσης αυτοεξόριστος, μετά από τον Δεκέμβριο του 1967. Η ανάλυσή του είχε ως εξής: «η χούντα των συνταγματαρχών δεν είναι ούτε δικτατορία, ούτε δημοκρατία. Είναι μόνο γελοία και αναποτελεσματική. Η αποτυχία της μπορεί να οδηγήσει σε καταστροφή». Από την ελληνική οπτική, αυτή η «καταστροφή» δεν μπορούσε παρά να αφορά τη σύγκρουση στην Κύπρο.
|
Οι «πόλοι της πραγματικής εξουσίας» που διέβλεπε ήταν:
η κυβέρνηση της χούντας, που κρατούσε τα ηνία της χώρας·
οι ένοπλες δυνάμεις, το μυϊκό σύστημα του καθεστώτος·
οι Ηνωμένες Πολιτείες, που αν το επιθυμούσαν μπορούσαν να ασκήσουν αφόρητες πιέσεις σε οποιαδήποτε ελληνική κυβέρνηση.
Εκτιμούσε πως προκειμένου να σταθεροποιηθεί η διαρκώς επιδεινούμενη κατάσταση, τελικά ένας από τους τρεις πόλους θα εγκατέλειπε τη χούντα.
Αλλά δεν υπολόγιζε και τόσο στους Αμερικανούς. Όλα αυτά τα χρόνια, εκείνοι διατηρούσαν περιορισμένες επαφές μαζί του, και κρατούσαν τα υψηλότερα στελέχη τους, όπως π.χ. τους πρεσβευτές τους, σε απόσταση ασφαλείας. Κάποτε συναντήθηκε με τον Κίσινγκερ (Kissinger) στο σπίτι ενός κοινού τους φίλου. Εκείνος τον ρώτησε τι θα ήθελε «να κάνουν» οι Ηνωμένες Πολιτείες, αλλά δεν έδειξε κανένα σημείο πως συμφωνεί μαζί του, όταν ο Έλληνας πολιτικός του εξήγησε τις απόψεις του.
Όταν ο πρωθυπουργός και σήμερα πια «ισχυρός ανήρ» της Ελλάδας ήταν ένα φτωχόπαιδο από τη Μακεδονία, ο δάσκαλος πατέρας του ήταν ευτυχής που ο Κωνσταντίνος του είχε γίνει δικηγόρος, αλλά τον προειδοποίησε να μην αναμειχθεί με την πολιτική: «είναι ένα βρώμικο παιχνίδι», του είπε. «δεν είσαι φτιαγμένος γι' αυτό. Παραείσαι ευθύς, άμεσος και ειλικρινής».
Τελικά όμως, αυτή η αμεσότητα απεδείχθη μάλλον χρήσιμη στην σταδιοδρομία του, σε μια χώρα συνηθισμένη σε πολιτικούς πλουμιστούς, ύπουλους και φλύαρους. Απέκτησε γρήγορα τη φήμη του ανθρώπου των πράξεων. Υπογράμμιζε τις αρετές του αυτοελέγχου και μελέτησε εις βάθος τις δυνατότητες που θα έδινε στη χώρα μια «πειθαρχημένη» συνταγματική δημοκρατία.
Πριν επιστρέψει στην πατρίδα του, υπολόγισε προσεκτικά τις πιθανότητές του, θεωρώντας πως η στιγμή της παλινόρθωσής του είχε φτάσει κάπως πρόωρα. Παρέμεινε σε επαφή με τον βασιλιά, αλλά αρνήθηκε να τον συναντήσει προσωπικά, μη θέλοντας να αναμειχθεί στο πολιτειακό ζήτημα. Η σύγχρονη Ελλάδα έζησε για πολύ καιρό διχασμένη ανάμεσα στους υποστηρικτές και τους αντιπάλους της μοναρχίας.
Ταυτόχρονα πικραμένος και απογοητευμένος από αυτό που ο ίδιος θεωρούσε αμερικανική στήριξη προς τη χούντα, δεν μπορούσε να κατανοήσει πώς ήταν δυνατό να μη βλέπει η Ουάσινγκτον πως τα συμφέροντά της θα εξυπηρετούνταν καλύτερα με μια κυβέρνηση φιλική προς τις ΗΠΑ και με πλατειά λαϊκή υποστήριξη. Εκνευριζόταν με την εμμονή των ΗΠΑ να βλέπουν την ανατολική Μεσόγειο αποκλειστικά σχεδόν ως στρατηγικό σημείο, λόγω της εμπλοκής τους στη Μέση Ανατολή. Περίμενε από τις Ηνωμένες Πολιτείες να πιέσουν πολύ περισσότερο τη δικτατορική Ελλάδα.
Τελικά τον Καραμανλή τον επανέφερε στην εξουσία ο δεύτερος από τους «πόλους της πραγματικής εξουσίας» της ανάλυσής του. Όταν η τελευταία χούντα αποσυντέθηκε μέσα σε κλίμα σύγχυσης, το ανδρείκελό της που ασκούσε χρέη προέδρου της δημοκρατίας, ο στρατηγός Γκιζίκης,ένας αξιωματικός καριέρας που σχετιζόταν με τους συναδέρφους του στρατιωτικούς, παρέκαμψε τους πολιτικούς και προώθησε ένα ξεχωριστό σχέδιο παράδοσης της εξουσίας.
Είναι ακόμα πολύ νωρίς για να εκτιμήσει κανείς προς τα πού θα κινηθεί ο Καραμανλής. Αρχικά καλείται να διαχειριστεί το χάος στην Κύπρο, την οικονομική κρίση και τον πληθωρισμό. Συμπεριέλαβε στο υπουργικό του συμβούλιο διακεκριμένους ηγέτες της αντίστασης και συναντήθηκε με προσωπικότητες της αριστεράς, επιχειρώντας να διευρύνει την πολιτική του βάση. Και φαίνεται να αρχίζει να τιθασεύει την πελώρια επιρροή της χούντας στους πολιτικοποιημένους αξιωματικούς.
'Αφησε για αργότερα το ζήτημα της μοναρχίας ή της σύνταξης του νέου συντάγματος. Αλλά φαίνεται πως σύντομα θα ασχοληθεί και με αυτά τα θεμελιώδη θέματα. Είναι αποφασισμένος να επιβάλει μια συνταγματική δημοκρατία, που όμως εφεξής δεν θα πάσχει από τις ανούσιες λογομαχίες και τη διαφθορά, ώστε η Ελλάδα να γίνει, όπως λέει ο ίδιος, «σύγχρονο κράτος».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου