Του Χρήστου Ιακώβου Διευθυντή του Κυπριακού Κέντρου Μελετών (ΚΥ.ΚΕ.Μ.)
Ο Χένρυ Κίσσιγκερ είχε πει κάποτε ότι οι μοναδικοί χάρτες που δεν αλλάζουν χρώματα είναι οι γεωφυσικοί ενώ αντιθέτως οι γεωπολιτικοί αλλάζουν συχνά τα χρώματά τους. Πριν από δεκατρία χρόνια, όταν η Τουρκία και το Ισραήλ επισημοποιούσαν την από μακρού στρατηγική τους σχέση μέσω των δύο συμφωνιών που υπέγραψαν, αμφότερες οι χώρες προσδιόριζαν την συνεργασία τους σε γεωπολιτικά πλαίσια, αποδίδοντας της μάλιστα μακροχρόνια δυναμική στην συντεταγμένη του χρόνου και δομικό χαρακτήρα για την αρχιτεκτονική της ασφάλειας στην περιοχή, στην συντεταγμένη του χώρου. Με άλλα λόγια, Τουρκία και Ισραήλ, ενσωμάτωσαν την εξωτερική τους πολιτική στον αμερικανικό στρατηγικό σχεδιασμό για την Μέση Ανατολή. Σήμερα, τα δεδομένα αλλάζουν άρδην σε σημείο που ο μέχρι πρόσφατα ισχυρός Τουρκοισραηλινός άξονας να αναθεωρείται από τις νέες γεωστρατηγικές επιλογές της κυβέρνησης Ερντογάν.
Ο στρατηγικός άξονας Τουρκίας-Ισραήλ ενισχύθηκε σημαντικά την περασμένη δεκαετία λόγω τριών συντελεστών: α) της ανάγκης του Ισραήλ να αντισταθμίσει την έλλειψη στρατηγικού βάθους σε σχέση με τα εχθρικά προς αυτό κράτη, όπως ήταν το Ιράκ στο παρελθόν, η Συρία και το Ιράν, β) του σταθερού προσανατολισμού της Τουρκικής εξωτερικής πολιτικής προς τους δυτικούς συνασπισμούς και συμμαχίες και γ) της μεταψυχροπολεμικής Αμερικανικής γεωστρατηγικής στην Μέση Ανατολή που μέρος της στηριζόταν στο δόγμα της διπλής ανάσχεσης (Ιράκ, Ιράν).
Η νέα διπλωματική κρίση στις σχέσεις των δύο χωρών, λόγω της ακύρωσης εκ μέρους της Τουρκίας μέρους διεθνούς στρατιωτικής άσκησης που θα συμμετείχε και η Ισραηλινή αεροπορία, αποτελεί ένα ακόμη βήμα προς την κατάρρευση του εν λόγω στρατηγικού άξονα. Οι στρατιωτικές ασκήσεις αποτελούν μέρος της κληρονομιάς που άφησαν οι δύο συμφωνίες της δεκαετίας του 1990.
Τρία δεδομένα προκάλεσαν αυτήν την αλλαγή εκ μέρους της Τουρκίας. Η άνοδος του Κόμματος Δικαιοσύνη και Ανάπτυξη στην εξουσία το 2002, ο πόλεμος στο Ιράκ το 2003, με τον οποίο η Τουρκία διεφώνησε έντονα και την έθεσε ενώπιον σκληρών διλημμάτων ασφαλείας και τέλος, η πολλαπλή στρατηγική υποστήριξη που έδωσε, ευθύς εξαρχής, το Ισραήλ προς την κατεύθυνση δημιουργίας κουρδικής οντότητος στο Βόρειο Ιράκ.
Με την άνοδο του κόμματος του Ερντογάν στην εξουσία το 2002, η ισλαμική ατζέντα ήρθε στο επίκεντρο της πολιτικής. Μονοπώλησε όμως το ενδιαφέρον η πτυχή της ατζέντας που αφορούσε την εσωτερική αντιπαράθεση ισχύος μεταξύ στρατού και ισλαμιστών. Με τον διορισμό του Αχμέντ Νταβούντογλου εσχάτως ως πολιτικού προϊσταμένου της Τουρκικής διπλωματίας, η ισλαμική ατζέντα μέσω της προβολής ισλαμικής ταυτότητας βρίσκει έδαφος και πρακτική εφαρμογή στην Τουρκική εξωτερική πολιτική. Απαραίτητη προϋπόθεση για την προώθηση της ισλαμικής ατζέντας στον μουσουλμανικό γεωπολιτικό χώρο (μέρος του «στρατηγικού βάθους» κατά τον Νταβούντογλου) είναι η απαγκίστρωση της από τον στρατηγικό άξονα με το Ισραήλ. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο η Τουρκία αρχίζει να υπονομεύει τη διπλωματική στρατηγική του Ισραήλ (ιδιαίτερα στο Παλαιστινιακό) προκειμένου να αποκτήσει ψυχολογική δυναμική και ερείσματα στον μουσουλμανικό κόσμο. Σταδιακώς, όμως, η Τουρκία έχει αρχίσει να θέτει στρατηγικές προκλήσεις για το Ισραήλ δεδομένου ότι εισήλθε σε μία ανταγωνιστική τροχιά με το εβραϊκό κράτος. Αυτό θα αναγκάσει το Ισραήλ να βρει εναλλακτικές και αντισταθμιστικές λύσεις.
Καθοριστικής σημασίας για το στρατηγικό παίγνιο που άρχισε μεταξύ των δύο χωρών είναι η εξέλιξη του Κουρδικού ζητήματος. Με την Τουρκία να κάνει στρατηγική στροφή σε ένα πλαίσιο γεωπολιτικών συμφερόντων αντίθετα, ανταγωνιστικά και υπονομευτικά προς το Ισραήλ, εκ των πραγμάτων, σπρώχνει το Ισραήλ σε στρατηγική σύζευξη με τους Κούρδους, όχι μόνο του Ιράκ αλλά και της Τουρκίας. Σε αυτό το σημείο εγείρεται ένα καθοριστικό ερώτημα για τις επιλογές της Τουρκίας: εάν δηλαδή η στρατηγική υπερεξάπλωση που επιχειρεί σήμερα αποτύχει ποιο θα είναι το κόστος τόσο για τη διπλωματική της στρατηγική όσο και για την ασφάλειά της, ειδικά σε περίπτωση που το Ισραήλ επιλέξει να προχωρήσει σε γεωστρατηγική σύζευξη με τους Κούρδους της Τουρκίας.
Τα νέα αυτά δεδομένα θα πρέπει να απασχολήσουν σοβαρά Ελλάδα και Κύπρο σε σχέση με μία νέα προσέγγιση με το Ισραήλ. Υπάρχει συγκεκριμένο Ελληνικό πλάνο να αξιοποιήσει τις νέες πραγματικότητες; Πολύ αμφιβάλλω. Υπομιμνήσκει, προσέτι, τις λανθασμένες επιλογές της Ελληνικής πλευράς να εγκαταλείψει το κουρδικό χαρτί από τα τέλη της περασμένης δεκαετίας. Είναι πλέον σίγουρο ότι, στην επόμενη δεκαετία, αυτός που θα μπορεί να επηρεάσει την πορεία του κουρδικού ζητήματος στην Μέση Ανατολή θα αυξήσει ταυτόχρονα και την επιρροή του στις εξελίξεις στην περιοχή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου